▸ Αύξηση της πραγματικής ανεργίας, μείωση του εργατικού εισοδήματος και του μέσου μισθού αλλά και αύξησης της υπερωριακής απασχόλησης για ένα έστω μικρό τμήμα εργαζομένων απέφερε στην Ελλάδα η κυβερνητική πολιτική διαχείρισης της πανδημίας, όπως σημειώνεται στο τελευταίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.
Τα μέτρα που εφάρμοσε η κυβέρνηση στην Ελλάδα οδήγησαν σε μείωση κατά 12,6% των ωρών εργασίας. Με όρους χαμένων θέσεων πλήρους απασχόλησης, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO) εκτιμά ότι το κόστος στην Ελλάδα το 2020 ήταν ίσο με 492,9 χιλιάδες θέσεις.
Η απώλεια αυτή αντιστοιχεί στην απασχόληση περίπου του 10,7% του εργατικού δυναμικού, η οποία καλύφθηκε είτε μέσω της μείωσης του ωραρίου των μισθωτών είτε μέσω της εφαρμογής του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, είτε μέσω της απόλυσής τους.
Παρά ταύτα, δεν αποφεύχθηκε η μείωση των εισοδημάτων λόγω περιορισμένης επιδοτούμενης αναπλήρωσης του χαμένου εισοδήματος από την αναστολή των συμβάσεων εργασίας, γεγονός που αύξησε τον κίνδυνο εργασιακής φτώχειας για τους χαμηλότερα αμειβόμενους και ειδικά στην Ελλάδα η οποία το 2019 ήταν ανάμεσα στις χώρες με το μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας.
Από την άλλη, ο μέσος ακαθάριστος μισθός μειώθηκε κατά 2,5% σε σχέση με το 2019, αποτελώντας τη δέκατη τέταρτη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη.
Τον Δεκέμβριο του 2020, το επίσημο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν 15,8%, χωρίς όμως να καταγράφονται οι εργαζόμενοι που βρίσκονταν σε αναστολή για πάνω από τρεις μήνες ή που λάμβαναν εισόδημα μικρότερο του 50% του μισθού τους.
Επιπλέον, η ανεργία χτύπησε ιδιαίτερα τους νέους (15 έως 19 ετών και 25 έως 29 ετών) αλλά και τις γυναίκες (π.χ. στο δ΄ τρίμηνο 2020 στις ηλικίες 15 έως 19 ετών ξεπερνούσε το 70%).