Δήμητρα Παπανικολάου
▸ Η επικείμενη εισβολή της πανεπιστημιακής αστυνομίας στα ΑΕΙ επιβάλλει το άνοιγμα ενός νέου κύκλου κινητοποιήσεων των φοιτητών και συνολικά της νεολαίας. Για να είναι όμως και νικηφόρες χρειάζεται να συνδεθούν με τους εργαζόμενους και να υιοθετήσουν πιο επιθετικά αιτήματα.
Το φοιτητικό κίνημα έχει βγει το τελευταίο διάστημα, ξανά, μαζικά στο προσκήνιο. Ξεκινώντας από μικρές συγκεντρώσεις λίγο πριν τα Χριστούγεννα, όταν η κυβέρνηση είχε κατορθώσει για λίγο με τη βίαιη καταστολή και τις απαγορεύσεις να στερήσει από το κίνημα τη δυνατότητα να βγαίνει στο δρόμο, έσπασε σταδιακά τους περιορισμούς και με τη δυναμική και τη μαζικότητά του, επανακατοχύρωσε το δικαίωμα στη διαδήλωση χαράσσοντας τον κινηματικό δρόμο ευρύτερα.
Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις το προηγούμενο διάστημα επιτέλεσαν διπλό ρόλο. Από τη μία, ως εκφραστής της εναντίωσης της σπουδάζουσας νεολαίας στην σφοδρή επίθεση της κυβέρνησης στο δημόσιο πανεπιστήμιο αφού νομοθετεί αλλεπάλληλες τομές που αλλάζουν άρδην τον χαρακτήρα του και επιφέρουν άμεσο πλήγμα στους όρους σπουδών της νέας γενιάς ενώ παράλληλα αδιαφορεί πλήρως για το ασφαλές άνοιγμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μη έχοντας από ξεκάθαρα πολιτική επιλογή τον παραμικρό σχεδιασμό.
Από την άλλη, αποτέλεσαν και διέξοδο για την έκφραση μιας συνολικής αγανάκτησης από τη νεολαία, η οποία βιώνει μια ακόμα κρίση και δεν βλέπει καμία προοπτική στο παρόν και το μέλλον της φτώχειας, της ανεργίας, της ανασφάλειας και της ανελευθερίας που της ετοιμάζουν.
Πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια λαμβάνουν χώρα σχεδόν εβδομαδιαία σε μια σειρά πόλεων, με κόμβους σε αυτήν την πορεία για την ψήφιση του νόμου Κεραμέως την Τετάρτη 10 Φλεβάρη, καθώς και την Τέταρτη 10 Μάρτη όταν συμπληρώθηκε ένας χρόνος με κλειστές σχολές.
Αλλά και αυτήν την Πέμπτη, παρά το βροχερό σκηνικό σε μεγάλο κομμάτι της χώρας, στην Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις χιλιάδες φοιτητές και φοιτήτριες, μαθητές και μαθήτριες και εκπαιδευτικοί βγήκαν για ακόμη μια φορά δυναμικά στους δρόμους και βροντοφώναξαν ότι αυτός ο αντιδραστικός νόμος του υπουργείου Παιδείας θα ανατραπεί.
Παράλληλα, σε μια σειρά ιδρυμάτων στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη έχουν προχωρήσει οι συντονισμοί των συλλογικών φορέων των ιδρυμάτων (προπτυχιακών, μεταπτυχιακών, διδασκόντων, ερευνητών, εργαζόμενων) με συνεχείς δράσεις και αποφάσεις ενάντια στο νόμο και υπέρ της επανέναρξης της δια ζώσης ακαδημαϊκής ζωής.
Είναι αναγκαίο, εν όψει της εισβολής της αστυνομίας στα πανεπιστήμια, η οποία δρομολογείται για τα μέσα του Απρίλη σύμφωνα με τις εξαγγελίες του υπουργού «Προστασίας του Πολίτη» Μ. Χρυσοχοΐδη, να ανοίξει ένας νέος κύκλος κινητοποιήσεων.
Με πολύμορφες δράσεις, οι οποίες θα καλέσουν τους φοιτητές μαζικά να «πάρουν πίσω τις σχολές τους», να τις υπερασπιστούν και να τις περιφρουρήσουν, με κλιμάκωση στις μορφές και σύνδεση με τους εργαζόμενους και τους φορείς τους.
Η μάχη αυτή δεν είναι μεμονωμένη, ούτε μιας ζαριάς. Αντίθετα το φοιτητικό κίνημα καλείται, σ’ αυτή τη συγκυρία, να δώσει μια τεράστια και ιστορικής σημασίας μάχη για τη νέα γενιά. Για να μπορέσει να είναι νικηφόρο πρέπει να εμβαθύνει και στο περιεχόμενο, και να υιοθετήσει συνολικότερα και πιο επιθετικά αιτήματα.
Να παλέψει για τα σύγχρονα μορφωτικά δικαιώματα και για ολόπλευρη γνώση κόντρα στον κατακερματισμό και το κυνήγι δεξιοτήτων, για έρευνα που θα γίνεται με γνώμονα τις ανάγκες της κοινωνίας και όχι του κεφαλαίου. Για δημόσια δωρεάν παιδεία χωρίς ταξικούς φραγμούς και το δικαίωμα κάθε λαϊκής οικογένειας στη μόρφωση, το οποίο καταστρατηγείται από τις πολιτικές της κυβέρνησης, της ΕΕ και του κεφαλαίου.
Για τα εργασιακά δικαιώματα τα οποία, με το περαιτέρω βάθεμα της κρίσης που έφερε η πανδημία του κορονοϊού, καταβαραθρώνονται. Για αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για την παιδεία και την υγεία, και όχι για λεφτά για την αποπληρωμή του χρέους, την αστυνομία και τους εξοπλισμούς.
Με αυτά τα αιτήματα, το φοιτητικό κίνημα θα μπορέσει να πετύχει πραγματική ενότητα με όλα τα πληττόμενα κομμάτια της κοινωνίας, να έχει αντικυβερνητικό στίγμα αλλά και ενάντια σε κάθε επίδοξο διαχειριστή, και όχι να συμβιβάζεται με κυβερνητικές λύσεις.
Μόνο έτσι μπορεί να απαντήσει στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας που βλέπει τη ζωή της να θυσιάζεται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στο βωμό του καπιταλιστικού κέρδους.
Να είναι πραγματικά επικίνδυνο, να πυροδοτήσει ευρύτερες κοινωνικές εξελίξεις και να συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός κινήματος με συνολική ανατρεπτική προοπτική.