Κώστας Τριχιάς / αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Πρωτοβουλίας διαλόγου για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα
Ως γνωστόν το 2020 συμπληρώθηκαν 150 χρόνια από την γέννηση του Βλαντίμιρ Ιλίτς Ουλιάνοφ (κατά κόσμον Λένιν). Υποστηρίζω ότι η σκέψη και το έργο αυτού του μεγάλου επαναστάτη μπορούν να συνεισφέρουν αποφασιστικά σε ένα σύγχρονο επαναστατικό σχέδιο, σε μια νέα κομμουνιστική προσπάθεια που επιδιώκει να διδαχθεί διαλεκτικά από την εμπειρία των εργατικών επαναστάσεων, των θριάμβων και των τραγωδιών τους. Σε μια απόπειρα αναγέννησης της εργατικής πολιτικής που μπορεί να συνοψιστεί στο: «πως από το τίποτα μπορούμε να γίνουμε τα πάντα». Πως δηλαδή μια τάξη που ασφυκτιά (κυριολεκτικά και μεταφορικά), που συμπιέζεται σωματικά και ψυχικά στις μυλόπετρες του σύγχρονου καπιταλισμού μπορεί να μετατραπεί σε καθολικό υποκείμενο χειραφέτησης.
Καταρχάς πέρα από αυτή την χρονική σύμπτωση η εποχή μας με έναν αλλόκοτο τρόπο έχει αρκετά κοινά σημεία με εκείνη που γέννησε τον λενινισμό. Δύο βασικά σημεία ξεχωρίζω.
Α) Σήμερα βρισκόμαστε ανάμεσα στις συμπληγάδες τεκτονικών αλλαγών που αναδιαμορφώνουν βίαια όλο τον μέχρι πρότινος γνώριμο κόσμο. Δεν είναι μόνο η πανδημία που συγκλονίζει ταυτόχρονα όλο τον σύγχρονο κόσμο και αναδιατάσσει όλες τις μέχρι πρότινος ισορροπίες, είναι πολύ περισσότερο η κινούμενη άμμος της συνεχιζόμενης καπιταλιστικής κρίσης που έχει πίσω της μια περίοδο σχεδόν 50 ετών αλλεπάλληλων ποιοτικών αναδιαρθρώσεων σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής, οικονομικής, ιδεολογικής, πολιτικής πραγματικότητας (με ορόσημο την πετρελαϊκή κρίση του 1973). Φαντάζει πολύ μακρινή ανάμνηση η αυτάρεσκη άποψη που είχε κυριαρχήσει στο αστικό στρατόπεδο την δεκαετία του 90 όπου η κρίση σύμφωνα με τον Πολ Κρούγκμαν έμοιαζε με τα μικρόβια που κάποτε προκαλούσαν την πανώλη, τα οποία είχε κατατροπώσει εδώ και πολύ καιρό η Ιατρική. Ο σημερινός βίαιος θρυμματισμός της ειδυλλιακής πίστης στο περιβόητο τέλος της ιστορίας, θυμίζει την ανάλογη κατάρρευση των νεωτερικών προσδοκιών στις αρχές του 20ου αιώνα όπου η ανεμελιά της belle epoque (ακλόνητη πίστη στην πρόοδο και στις νέες τεχνολογίες που θα βελτίωναν την ζωή, άνθηση των τεχνών, μακρά περίοδος ειρήνης κ.α.) διαλύθηκε βίαια από την ορμητική εισβολή στο προσκήνιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ταραγμένο αυτό κοινωνικό πλαίσιο ήταν αυτό που δημιούργησε τις ιστορικές προϋποθέσεις εμφάνισης της Λενινιστικής τομής.
Β) Παράλληλα σήμερα είμαστε αντιμέτωποι με την παραλυτική εμπειρία του τέλους μιας ολόκληρης εκδοχής αριστερής πολιτικής σκέψης και δράσης. Η κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» σηματοδότησε μια ολόκληρη πορεία «αποκομμουνιστικοποίησης» και αναζήτησης συμβατότητας της αριστεράς με την αγορά και την αστική δημοκρατία. Οι αριστερόστροφες διεκδικήσεις ηγεμονεύτηκαν από σοσιαλδημοκρατικές λύσεις νέας κοπής, «ενωτικών» μετώπων στην βάση του ελάχιστου κοινού παρονομαστή και της κοινοβουλευτικής διαχείρισης. Ο δρόμος αυτός παρουσιάστηκε, ως μια «ιδιοφυής» παράκαμψη της επανάστασης, μέσω ενός εφικτού, εύκολου, σύντομου και πρακτικού δρόμου προς την εξουσία. Πυρήνας του προγράμματος ήταν (στις καλύτερες του εκδοχές) η παρέμβαση στη διανομή με φιλολαϊκό πρόσημο και ταυτόχρονα η διατήρηση σχεδόν άθικτης της καπιταλιστικής παραγωγικής βάσης και του κράτους. Ο δρόμος αυτός οδήγησε στα βράχια τόσο στην Λατινική Αμερική, όσο και σε ΗΠΑ (Σάντερς), Βρετανία (Κόρμπιν), Ισπανία (Podemos), Ελλάδα (ΣΥΡΙΖΑ) και αλλού. Αυτή η εμπειρία μας αναγκάζει σήμερα να επανανοηματοδοτήσουμε τις βασικότερες συντεταγμένες ενός σύγχρονου σχεδίου απελευθέρωσης της εργατικής τάξης. Μια ανάλογη εμπειρία ρήξης με την προηγούμενη παράδοση ήταν και αυτή που γέννησε τον Λενινισμό. Η προδοσία της Β’ Διεθνούς κατά την διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, ήταν η λογική κατάληξη του πολυετούς εμποτισμού των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων από τον μεταρρυθμιστικό δρόμο εντός των καπιταλιστικών δομών. Η πίστη τους ότι το καπιταλιστικό κράτος υπόκειται σε αναπόφευκτη σταδιακή μετάβαση στο σοσιαλισμό οδηγούσε στην ταύτιση των συμφερόντων του προλεταριάτου με εκείνων του κράτους, και στην προσκόλληση στη «χώρα τους» στην ψήφιση των πολεμικών προετοιμασιών και στην τήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Ο Λένιν συγκρούεται με τους τότε «ιεράρχες» του μαρξισμού και η απάντηση που δίνει δεν είναι η υπεράσπιση της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, αλλά η γέννηση ενός σύγχρονου ρεύματος, η προσπάθεια να απαντηθούν τα νέα ζητήματα. Ας σκεφτούμε την δυσκολία και την τόλμη να χαράξεις διαφορετικό δρόμο κόντρα σε ένα ρεύμα που δεν ήταν απλά κυρίαρχο αλλά διεκδικούσε και τις δάφνες των συνεχιστών του Ένγκελς (Μπερνστάιν Κάουτσκι κτλ) και μέχρι πρότινος θεωρούταν υπόδειγμα (ακόμα και για τον ίδιο τον Λένιν) και σε μια εποχή όπου ο εθνικιστικός πυρετός επισκίαζε τα πάντα και ακόμα και μεγάλες προσωπικότητες της εποχής όπως ο Φρόυντ ή ο Κροπότκιν υπέκυπταν σε αυτόν. Ο Λενινισμός σε μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκε και μέσα από την τολμηρή ρήξη και αντιπαράθεση με τον εκφυλισμό και την παρακμή της αριστεράς της εποχής.
Επομένως, εύλογα τίθεται το ερώτημα: Αφού λοιπόν υπάρχουν τόσες ομοιότητες μήπως η λύση είναι η επιστροφή στις «δοκιμασμένες λύσεις» του λενινισμού και η αναπαραγωγή τους, πόσο μάλλον τώρα που ξέρουμε και τι να αποφύγουμε; Τίποτα πιο …αντιλενινιστικό από αυτό. Η παρακαταθήκη του Λένιν είναι μια κατεξοχήν ζωντανή, αναγκαστικά ατελής και σε άμεση αλληλοσύνδεση με το περιβάλλον του προσπάθεια, που απεχθάνεται την μουμιοποίηση (κυριολεκτική ή μεταφορική). Υπό αυτή την έννοια τίποτα πιο ξένο ως προς την ουσία της σκέψης του, από την συνηθισμένη παράθεση αποσπασμάτων από το έργο του απομονωμένα από το γενικότερο τους πλαίσιο με τρόπο που να «τεκμηριώνει» κάθε δυνατή πολιτική θέση χωρίς να τεκμηριώνει φυσικά τίποτα επί της ουσίας. Βέβαια όπως εξηγεί ο Λινάρ στο έργο του «ο Λένιν οι αγρότες ο Τευλορ», μια τέτοια μέθοδος: εξαφανίζει την ίδια την ουσία της σκέψης του Λένιν: σκέψης διαλεκτικής, σε αδιάκοπη πάλη με την πραγματικότητα και τον εαυτό της, αποκαθιστώντας και καταστρέφοντας προσωρινές πάντα συσχετίσεις. Από αυτήν την άποψη το δημοσιευμένο έργο του Λένιν αποτελεί ιδεολογική και θεωρητική εργασία εν εξελίξει, μοναδική σε σχέση με όλες τις σύγχρονες εργασίες με τις οποίες θα μπορούσαμε να την συγκρίνουμε. Η ιδιομορφία της έγκειται ακριβώς στην υπερβολική ευαισθησία της απέναντι στις μεταβολές των πραγματικών στοιχείων – και οι δικές της μεταβολές είναι η συχνά θεαματική απόδειξη για αυτό. (…) Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να κατανοήσουμε την σκέψη του Λένιν παρά ως κίνηση αντιθέσεων.
Αν μια φορά δεν αρκεί το ρουτινιάρικο copy paste, τότε πολύ περισσότερο δεν βοηθάει μια στάση εύκολης απόρριψης του έργου του ως «παλιό» ή «ξεπερασμένο». Σε αυτή την περίπτωση συχνά αναγνωρίζεται η σημασία του Λένιν για την εποχή του, με μια ισοπεδωτική όμως απόρριψη που για τα σημερινά ερωτήματα. Βέβαια το τι είναι νέο και τι παλιό δεν μπορεί να κρίνεται από την ληξιαρχική πράξη γέννησης αλλά από το κατά πόσο ανταποκρίνεται στις κάθε φορά σύγχρονες συνθήκες. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι πως σε μια αντίστοιχη αντιπαράθεση είχε εμπλακεί και ο ίδιος ο Λένιν όταν στις αρχές του 20ου αιώνα αναγκάστηκε να υπερασπιστεί την επικαιρότητα του διαλεκτικού υλισμού και του έργου των Μαρξ και Ένγκελς απέναντι στο ανερχόμενο ρεύμα του εμπειριοκριτικισμού (Μπογκντάνωφ, Μπέρμαν κτλ) που διεκδικούσε τον ρόλο της πιο σύγχρονης επιστημονικής φιλοσοφίας και υποστήριζαν ότι ο μαρξισμός έχει «παλιώσει» αφού δεν ανταποκρίνεται στα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα και πως οι εκπρόσωποι της νέας φυσικής Ε. Μαχ και Αβενάριους πρέπει να ανακηρυχθούν ως οι νέοι «κλασσικοί» της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας στην θέση των Μαρξ και Ένγκελς. Η απάντηση φυσικά του Λένιν δεν ήταν ένα αφοριστικό «πίστευε και μη ερεύνα» αλλά μια ενδελεχής αποδόμηση των θέσεων που διατυπώνονταν με μελέτη στοιβών βιβλίων από επιστημονικά αντικείμενα με τα οποία δεν ήταν μέχρι τότε εξοικειωμένος και κυρίως με την διατύπωση με θετικό τρόπο της δικής του αντίληψης για τα νέα δεδομένα που έθετε στην φιλοσοφία η ανάπτυξη των επιστημών όπως διατυπώνονται στο έργο του «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός».
Για μια σύγχρονη κομμουνιστική προσπάθεια επομένως, το ζητούμενο δεν είναι να επιχειρήσουμε αρχαιολογικές ανασκαφές αναζητώντας μια “αυθεντική” αντίληψη για τον Λένιν, αλλά εμπνεόμενοι και αξιοποιώντας την συνεισφορά του, να τολμήσουμε να αναμετρηθούμε με καθήκοντα αντίστοιχης φιλοδοξίας ακόμη και σε αχαρτογράφητα νερά, για ένα σύγχρονο σχέδιο διεθνιστικής κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Αν ο Λενινισμός ήταν ο επαναστατικός μαρξισμός της εποχής του, σήμερα αυτό που έχουμε ανάγκη είναι ο επαναστατικός μαρξισμός της δικής μας εποχής, με αντίστοιχη αντιμετώπιση που είχε ο ίδιος ο Λένιν ως προς τους κλασσικούς, όπου πάτησε μεν γερά στα θεμέλια τους και σε ορισμένες περιπτώσεις τα ισχυροποίησε, κυρίως όμως ο τόνος έπεφτε στον εμπλουτισμό, την ισχυροποίηση του μαρξιστικού οικοδομήματος, διεκδικώντας τον επαναστατικό συγχρονισμό του με την εξέλιξη του ίδιου του καπιταλισμού και συνεπώς των προϋποθέσεων και δρόμων επαναστατικής ανατροπής του τελευταίου. Ενίοτε τροποποιώντας ή αναιρώντας κάποιες θέσεις-σχέδια του «αρχιτέκτονα» Μαρξ — όχι αυθαίρετα αλλά με βάση την πραγματικότητα και την εξέλιξη της ταξικής πάλης, αναπτύσσοντας και εμπλουτίζοντας το μαρξιστικό οικοδόμημα. Το έργο αυτό αποτέλεσε μια βαθιά τομή σε σχέση με την μέχρι τότε μαρξιστική αριστερά. Σήμερα χρειαζόμαστε τόσο την ανάδειξη του επαναστατικού πυρήνα του έργου του Λένιν όσο -κυρίως- μια αναγκαία σύγχρονη τομή – βαθύτερη από εκείνη της εποχής του Λένιν- τόσο στην θεωρία όσο και στην πράξη. Ποιοι μπορεί να είναι κάποιοι βασικοί άξονες μιας τέτοιας νέας προσπάθειας με πυξίδα το έργο του Λένιν;
I. Η ανάγκη για επιστημονική μελέτη της εποχής μας
Η διαλεκτική μελέτη των σύγχρονων φαινομένων ήταν για τον Λένιν θεμελιώδης προϋπόθεση για την εκπόνηση στρατηγικής και τακτικής. Είναι χαρακτηριστική η αντιπαράθεση του με τον Κάουτσκι, όπου τον κατηγορεί ότι έχει μείνει στο παρελθόν και ότι ο καπιταλισμός για τον οποίο μιλάει δεν είναι ο καπιταλισμός της εποχής τους. Του χρεώνει (ανάμεσα στα άλλα) ότι διαμορφώνει την πολιτική του με βάση τον προ-μονοπωλιακό καπιταλισμό, ενώ έχουμε πλέον περάσει στον μονοπωλιακό (νεότατο και όχι ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού κατά τον ίδιο τον Λένιν). Η πλευρά αυτή του έργου του δεν τεκμηριώνεται μόνο από το θεμελιώδες (και όχι τυχαία από τα πρώτα) έργο του: Ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ρωσία, ή από τις γνωστές του μελέτες για τον Ιμπεριαλισμό. Απορρέει κατά βάση από την ικανότητα του να κατανοεί τα σύγχρονα δεδομένα όχι κυρίως ως άθροισμα επιμέρους στοιχείων, αλλά ξεχωρίζοντας την ζωτική και κύρια τάση της εποχής του. Επιμένει να διαβάζει την εποχή του με πυξίδα τον πολιτικό στόχο της επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας και του κράτους. Πρώτα και κύρια η ίδια η Οκτωβριανή επανάσταση είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας προσέγγισης. Μια «επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο» όπως έλεγε ο Γκράμσι, βάζοντας στο στόχαστρο την κυρίαρχη προσέγγιση των τότε μαρξιστών σύμφωνα με την οποία η ιστορική αλληλουχία των κοινωνικών σχηματισμών εντασσόταν σε μια οργανική – σχεδόν φυσική- ωρίμανση, χωρίς άλματα ή απότομες αλλαγές πορείας. Μια πορεία που θύμιζε τις πίστες ενός video game όπου πρώτα (και αναγκαστικά) περνάμε την πίστα της διαμόρφωσης μιας πλήρως ανεπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας και της αστικής τάξης, με έπαθλο στην επόμενη πίστα τον σοσιαλισμό… Ο λενινισμός επομένως στην θεωρία και στην πράξη του διακρίνει την επανάσταση που έρχεται και την επικαιρότητά της, την ίδια στιγμή που οι «ορθόδοξοι μαρξιστές» την παραπέμπουν στο μέλλον.
II. «Τα πρωτεία της πολιτικής επί της ιστορίας»
Η φράση αυτή του Μπένγιαμιν αντικατοπτρίζει πλήρως την οπτική του Λένιν σχετικά με τον ρόλο των πολιτικών αποφάσεων. Τρία θεμελιώδη στοιχεία ξεχωρίζουμε:
Α. Ήδη από το 1902, στο “Τι να κάνουμε;” ο Λένιν ορίζει ένα αντιπαραθετικό σχέδιο απέναντι στην επικρατούσα «οικονομίστικη», όπως την χαρακτηρίζει, μορφή οργάνωσης και πολιτικής τακτικής της σοσιαλδημοκρατίας. Ο Λένιν αντιπαραβάλλει την συνδικαλιστική συνείδηση των άμεσων οικονομικών αγώνων με την σοσιαλιστική συνείδηση των πολιτικών αγώνων. Στην πράξη αυτό δε σηαίνει εγκατάλειψη του συνδικαλισμού, αλλά αναγνώριση των αντικειμενικών ορίων ανάπτυξης του και ότι για να φτάσει ως το επίπεδο της επαναστατικής συνείδησης πρέπει να “μπολιαστεί απ’ έξω”. Το περιβόητο «απ’ έξω» είναι καουτσκικής προέλευσης ως προς την μορφή του (ο Κάουτσκι γράφει ότι «η επιστήμη» έρχεται στους προλετάριους «από το εξωτερικό της πάλης των τάξεων» από τους αστούς διανοούμενους) αλλά με καθοριστική λενινιστική προσέγγιση ως προς την ουσία. Ο Λένιν τονίζει ότι η «πολιτική συνείδηση» (και όχι η «επιστήμη») έρχεται «απ’ έξω από τον οικονομικό αγώνα» (και όχι πια έξω από την πάλη των τάξεων που νοείται ως οικονομική, πολιτική και ιδεολογική αντίστοιχα), προερχόμενη όχι πια από τους διανοούμενους ως κοινωνική κατηγορία αλλά από το κόμμα της εργατικής τάξης ως δρώντα παράγοντα. Η διαφορά είναι ουσιαστική. Η επαναστατική πολιτική επομένως χαράσσεται με βάση το σύνολο των κοινωνικών αντιθέσεων, έξω δηλαδή από την σφαίρα του άμεσου οικονομικού αγώνα, η πάλη των τάξεων δεν ανάγεται στον ανταγωνισμό του μεμονωμένου αφεντικού με τον εργάτη, αλλά στην συνολική αντιπαράθεση της εργατικής τάξης, των αναγκών των αξιών και του πολιτισμού της με ολόκληρη την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων.
Β. Η πολιτική σκέψη του Λένιν είναι σκέψη της πολιτικής ως στρατηγικής, των κατάλληλων και ευνοϊκών στιγμών της, του ρυθμού και του τέμπο που αυτή έχει με τις επιταχύνσεις και τις επιβραδύνσεις της. Ο χρόνος δεν νοείται με τους ρυθμούς χελώνας των γραφειοκρατών και με τις αέναες επαναλήψεις πανομοιότυπων σεναρίων, αλλά ως ο χρόνος της εν δυνάμει ευνοϊκής καμπής και της ιδιαίτερης ανεπανάληπτης συγκυρίας στην οποία δίνει ρυθμό η πρωτοβουλία του υποκειμένου. Η ανάπτυξη επομένως και της ίδιας της κοινωνίας δεν μοιάζει με μια ευθεία γραμμή, αλλά περισσότερο σαν μια διαδρομή με ξαφνικές διακλαδώσεις και περιστροφές, και κυρίως ως ένα πεδίο δυνατοτήτων όπου μπορεί να πραγματοποιηθεί μια συγκεκριμένη τάση (που κυοφορείται εντός της) όταν εκτιμηθεί σωστά η κατάσταση και παρθούν τα κατάλληλα μέτρα. Όπως αναφέρει και ο Ντ. Μπενσαίντ: «αν η πολιτική διατηρεί ακόμα σήμερα μια δυνατότητα να αποσοβήσει τον διπλό κίνδυνο μιας φυσικοποίησης της οικονομίας και μιας μοιρολατρικοποίησης της ιστορίας, η δυνατότητα αυτή περνά μέσα από μια νέα λενινιστική χειρονομία υπό συνθήκες αυτοκρατορικής παγκοσμιοποίησης».
Γ. Είναι αρκετά διαδεδομένη η θεώρηση του Λένιν ως του «μαιτρ των ελιγμών», του ρεαλιστή πολιτικού που έκανε τους κατάλληλους συμβιβασμούς για να προωθήσει τις θέσεις του. Η προσέγγιση αυτή είναι μια καρικατούρα που δεν μας κάνει και πολύ σοφότερους. Καταρχάς οι όποιοι ελιγμοί δεν μπορούν να ιδωθούν απομονωμένοι από το συγκεκριμένο τους πλαίσιο και κυρίως από την ιδιαίτερη επιμονή στον στρατηγικό στόχο που αποτελεί την βασική κατευθυντήρια αρχή και την πυξίδα και το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπει και ιεραρχεί τα ζητήματα και δίνει τις όποιους βαθμούς ελευθερίας για τους ελιγμούς. Πολύ περισσότερο όμως η αντίληψη του Λένιν για την «πολιτική ως τέχνη» δεν θυμίζει τον γελωτοποιό με τις πιρουέτες του όσο πολύ περισσότερο το μεράκι του μάστορα για το έργο του. Οι τάξεις δεν μπορούν να «εξαπατηθούν». Μπορούν αντίθετα να επιτελέσουν τον ιστορικό τους ρόλο με τον υποβοηθητικό ρόλο των εκάστοτε πρωτοποριών. Και αυτό το ιστορικό καθήκον απαιτεί την διαλεκτική προσέγγιση του μαρξισμού, την συγκεκριμένη προσέγγιση του κάθε φορά ξεχωριστού συσχετισμού δυνάμεων και την ιεράρχηση εκείνου του κεντρικού ζητήματος εκείνου του κρίκου της αλυσίδας που ξεχωρίζοντας τον θα ξεδιπλώσουμε όλη την αλυσίδα.
III. Η κεντρικότητα της εργατικής τάξης
Στην Ρωσία των αρχών του 20ου αιώνα το βιομηχανικό προλεταριάτο ήταν μειοψηφία με απόλυτα νούμερα, ήταν όμως η πλέον ανερχόμενη και δυναμική κοινωνική δύναμη, με ισχυρή συγκέντρωση και πολιτικό ρόλο. Η διαλεκτική προσέγγιση του Μαρξισμού και όχι η αντιμετώπιση του ως μια εξωτερική διδασκαλία, δογματικών και ασυζήτητων διαπιστώσεων διαμόρφωσε την πολιτική πεποίθηση ότι δεν είναι απαραίτητο το εξελικτικό πέρασμα της Ρωσίας από την κόλαση του ανεπτυγμένου καπιταλισμού για να βρει μετέπειτα την λύτρωση της στο σοσιαλισμό και κυρίως στην σταθερή επιδίωξη η εργατική τάξη να παίξει ηγετικό ρόλο στο κίνημα και όχι στο να αρκεστεί να παίξει τον ρόλο των υποστηρικτικών δυνάμεων του καπιταλιστικού εκμοντερνισμού.
Η εργατική τάξη είχε κεντρικό ρόλο στις επεξεργασίες του Λένιν όχι ως «ελέω θεού σωτήρας», αλλά ως της μόνης εν δυνάμει επαναστατικής δύναμης, η οποία συνδυάζει την αγανάκτηση λόγω της εκμετάλλευσης στην οποία υπόκειται και τον δημιουργικό ρόλο που έχει ως ο παραγωγός του κοινωνικού πλούτου. Σήμερα σε μια εποχή όπου η εργατική τάξη είναι πλειοψηφική αλλά χάνεται μέσα στην φιλολογία περί «μεσαίας τάξης» και «πολλαπλών ταυτοτήτων», και είναι πολύ πιο πολυδιασπασμένη και κατακερματισμένη το καθήκον της ανασυγκρότησης μιας σύγχρονης εργατικής πολιτικής παίρνει νέα χαρακτηριστικά. Παραμένει κοινό το καθήκον της αυτοτέλειας της εργατικής τάξης από την συγκεχυμένη έννοια της μάζας ή του «πλήθους» ( αντίστοιχα με το ξεχώρισμα εκείνη την εποχή από την συγκεχυμένη και αφηρημένη έννοια του λαού των ναρόντνικων), η διαρκής προσπάθεια μετωπικής της ενοποίησης της κόντρα στον κατακερματισμό και τις πολλαπλές αντιθέσεις στο εσωτερικό της, και κυρίως η κατάκτηση ενός κεντρικού πολιτικού ρόλου μέσα από τα δικά της όργανα και διαδικασίες. Ταυτόχρονά, ακριβώς επειδή η όξυνσή του κοινωνικού ζητήματος δεν σημαίνει μονοσήμαντη επίθεση στην εργατική τάξη (όσο και αν αυτό πάντα είναι το κύριο κρατούμενο) αλλά επίθεση σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής και δοκιμασία όλου του παλιού τρόπου ζωής, κρίσιμο ζητούμενο είναι η εργατική πολιτική να μπορεί να αξιοποιεί όλες τις εκδηλώσεις δυσαρέσκειας απέναντι στις παλιές παρηκμασμένες δομές της κοινωνίας και να τις εντάσσει σε μια συνολική καθολική αντιπαράθεση. Όπως αναφέρει και ο Λούκατς, κριτήριο επιτυχίας θα είναι αν όλοι οι δυσαρεστημένοι της παλιάς κοινωνίας, επιδιώκουν να ενωθούν με το προλεταριάτο ή τουλάχιστον να συμμαχήσουν μαζί του.
IV. Ο ρόλος του κόμματος
Οι παραπάνω πλευρές (συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, πρωταγωνιστικός πολιτικός ρόλος της εργατικής τάξης κ.α.) συνιστούν ορισμένες από τις μεταβλητές του λενινιστικού τρόπου σκέψης, μένουν όμως λειψές χωρίς την βασική μεθοδολογική αρχή του Λένιν, ότι κάθε πολιτικό και ιδεολογικό προχώρημα, για να αποτελέσει πραγματικό βήμα μπροστά πρέπει να έχει και την οργανωτική του αποκρυστάλλωση. Στο επίπεδο της συνολικής πολιτικής αντιπαράθεσης αυτό μεταφράζεται στην ανάγκη για το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης. Πρώτα και κύρια αυτή η πλευρά είναι καθοριστική για την συγκρότηση της εργατικής τάξης σε επαναστατικό υποκείμενο. Μόνο αν η εργατική τάξη αποσπαστεί από την ιδεολογική & πολιτική ηγεμονία των άλλων τάξεων, μπορεί να γίνει τάξη για τον εαυτό της. Για να γίνει κάτι τέτοιο, είναι απαραίτητη προϋπόθεση η αυτοτελής έκφραση των στρατηγικών συμφερόντων της εργατικής τάξης σε ρήξη με τον μικροαστικό ριζοσπαστισμό με τον οποίο παραδοσιακά συνυπήρχε. Η ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς μετέτρεψε το μέχρι τότε οριζόντιο σχίσμα εντός της εργατικής τάξης (η ενότητα υπό την Β διεθνή στην ουσία διασπούσε την εργατική τάξη οριζόντια, ωθώντας την εργατική τάξη της μιας χώρας να πολεμήσει ενάντια στις εργατικές τάξεις άλλων χωρών) σε κάθετο, τέμνοντας την εργατική τάξη όχι κατά χώρα πλέον, αλλά σε επαναστατική και ρεφορμιστική. Η ενότητα σε οπορτουνιστική βάση καταστράφηκε, για να κατακτηθεί η προλεταριακή ενότητα «σε ένα ανώτερο επίπεδο». Η στρατηγική αυτή στόχευση είχε στο οπλοστάσιο της ένα πλούτο εργαλείων από την σκοπιά της ανώτερης συγκέντρωσης δυνάμεων, ανάμεσα σε αυτές και την προσωρινή συμμαχία με το ταλαντευόμενο καουτσκικό κέντρο στην διεθνή του Τσίμερβαλντ, προδρόμου της Γ’ Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντερν), αλλά καθοριστικό στοιχείο που σφράγιζε όλη την πορεία ήταν αυτό της επιμονής στον τελικό στόχο.
Η ξεχωριστή συμβολή του Λένιν ήταν ότι ξεχώρισε το ζήτημα αυτό και ασχολήθηκε εκτενώς τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική άποψη. Από την μια ανέδειξε τον ρόλο του κόμματος ως τον καθοριστικό υποκειμενικό παράγοντα σε μια κρίσιμη κατάσταση. Η επανάσταση δεν αναδύεται από κάθε επαναστατική κατάσταση, αλλά μόνο στην περίπτωση που στις αντικειμενικές συνθήκες έρχεται να προστεθεί μια καθοριστική υποκειμενική αλλαγή. Η ικανότητα της τάξης να διεξάγει επαναστατικό αγώνα, κάτω από τον καθοριστικό ρόλο της πρωτοπορίας που συμβάλλει στην μετουσίωση του χαώδους ριζοσπαστισμού σε μια συνολική πρόταση εξουσίας. Με βάση τα παραπάνω ο ρόλος του κόμματος παρουσιάζεται υπό ένα νέο φως. Όπως αναφέρει και πάλι ο Μπενσαΐντ: Για τον Λένιν, δεν είναι πια το αποτέλεσμα μιας σωρευτικής εμπειρίας, ούτε ένας ταπεινός παιδαγωγός επιφορτισμένος να βγάλει τους προλετάριους από το σκοτάδι της άγνοιας για να τους οδηγήσει στο φως του ορθού λόγου. Γίνεται ένας στρατηγικός παράγοντας, ένα είδος κιβωτίου ταχυτήτων και κλειδούχου της πάλης των τάξεων.
Από την άλλη ο Λένιν ξεχώρισε την πρακτικά αποφασιστική πλευρά, την πλευρά της οργάνωσης της εσωτερικής της λειτουργίας, της θεωρίας και του πολιτισμού της. Είναι γνωστό ότι η πρώτη ρήξη με τους μενσεβίκους, επικεντρώθηκε γύρω από το ζήτημα του ποιος μπορεί να είναι μέλος ή όχι του κόμματος. Οι Μενσεβίκοι υποστήριζαν ότι μπορεί να είναι μέλος του Κόμματος αυτός που το υποστηρίζει και να δουλεύει αυτόνομα κάτω από τον έλεγχο του. Οι μπολσεβίκοι αντίθετα, υποστήριζαν ότι πρέπει να συμμετέχει ενεργά στις παράνομες οργανώσεις, να απορροφάται εξολοκλήρου από την κομματική δουλειά και πειθαρχία.
Η διαμάχη αυτή (με τις ιδιαιτερότητες και την απόσταση που έχει φυσικά η Τσαρική Ρωσία με τις σημερινές συνθήκες) μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο κάτω από το πρίσμα του κατά πόσο θεωρείται εφικτή η προλεταριακή επανάσταση και τι ρόλο καλείται να παίξει το κομματικό μέλος σε αυτή. Με την λογική των Μενσεβίκων αντί το κόμμα να συσπειρώσει γύρω του όλες τις συγκεχυμένες ομάδες των καταπιεσμένων, το ίδιο το κόμμα μεταβάλλεται σε ένα συγκεχυμένο κόμμα με διαφορετικά συμφέροντα, που μόνο με διαρκείς εσωτερικούς συμβιβασμούς μπορεί να λειτουργήσει. Αντίθετα οι μπολσεβίκοι θέλουν μέσα από την χαώδη έννοια της τάξης να ξεχωρίσουν μια ομάδα επαναστατών που έχουν συνείδηση του σκοπού και είναι έτοιμοι για τις θυσίες. Αυτή η πολιτική στοχοθεσία συνεπάγεται και μέλη πλήρως αφοσιωμένα στην υπόθεση της επανάστασης και όχι «ριζοσπαστικούς υπεργολάβους» ενός ευρύτερου project που δεν μπορούν να επηρεάσουν.
Η αφοσίωση αυτή του μέλους στο κόμμα και η συγκεντρωτική του λειτουργία δεν συνεπάγεται αυτόματα έναν γραφειοκρατικό δεσποτισμό και μια αντιδημοκρατική λειτουργία, όπως συχνά διαστρεβλώνεται. Αντίθετα το κόμμα των μπολσεβίκων έχει να παρουσιάσει ορισμένες από τις πιο πολύτιμες και ουσιαστικές δημοκρατικές εμπειρίες στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος και μάλιστα σε μια χώρα που στερούνταν στοιχειωδών κοινοβουλευτικών και δημοκρατικών παραδόσεων. Ο ίδιος ο Λένιν είχε σταθερή έγνοια (μέχρι και στα τελευταία του γραπτά) για την δημοκρατική λειτουργία του κόμματος και την εμπέδωση ενός οργανωμένου πλουραλισμού. Η διαπάλη μεταξύ διαφορετικών αποχρώσεων εντός του κόμματος θεωρούνταν αναπόφευκτη και αναγκαία στον βαθμό που εκτυλισσόταν εντός των ορίων «που έχουν εγκριθεί κατόπιν κοινής συμφωνίας».
Είναι χαρακτηριστικά περί αυτού τα πρακτικά της Κ.Ε. του Μπολσεβίκικου κόμματος στην περίοδο της σύναψης της ειρήνης του Μπρεστ-Λιτοφσκ. Σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή του νεοσύστατου σοβιετικού κράτους, η αντιπαράθεση ανάμεσα στην πρόταση του Λένιν για την επίτευξη ενός επώδυνου συμβιβασμού που ανάμεσα στα άλλα περιελάβανε και την απώλεια κρίσιμων εδαφών προκειμένου να σωθεί η νεαρή σοβιετική δημοκρατία, και από την άλλη με τους υποστηριχτές του επαναστατικού πολέμου (να σηκώσει η νεαρή Σοβιετική ένωση το γάντι του πολέμου με την Γερμανία ελπίζοντας σε ένα επαναστατικό κύμα υποστήριξης σε όλη την Ευρώπη) γίνεται όχι μόνο σε υψηλό πολιτιστικό επίπεδο που σέβεται και δεν αμφισβητεί το επαναστατικό ήθος όλων των πλευρών, αλλά και με όλα τα απαραίτητα μέτρα δημοσίευσης και προπαγάνδισης των αντίθετων απόψεων εντός του κόμματος, κάλεσμα έκτακτων συνεδριάσεων με όλους τους εκφραστές των αντίπαλων τάσεων κτλ. Κανένα θέμα επομένως όσο σοβαρό και αν είναι (και δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε δυσκολότερο θέμα από αυτό που απειλούσε την ίδια την υπόσταση της νεαρής επαναστατικής προσπάθειας) δεν μπορεί να παραμερίσει την εσωκομματική δημοκρατία που εξασφαλίζει την ελεύθερη έκφραση των μελών και επιτρέπει την πολυεδρική αντιμετώπιση των εκάστοτε προβλημάτων. Αυτή ήταν η επαναστατική παράδοση των μπολσεβίκων και όχι ο σταλινικοποιημένος «λενινισμός» που αναγορεύτηκε στη συνέχεια σε απόλυτη ορθοδοξία.
V. Κομμουνιστές παιδιά του άχρωμου κομματικού σωλήνα ή πολύπλευρες προσωπικότητες.
Ο Λένιν ήταν οργανικό τμήμα μιας γενιάς όπου η ηγεσία του κομμουνιστικού κινήματος ήταν ξεχωριστές προσωπικότητες με ιδιαίτερη θεωρητική, πολιτιστική και πολιτική παιδεία. Όπως αναφέρει και ο Ραζμιγκ Κετσεγιάν στο έργο του «Αριστερό ημισφαίριο» το να είσαι μαρξιστής διανοούμενος στις αρχές του 20ου αιώνα σήμαινε να βρίσκεσαι στην ηγεσία των εργατικών οργανώσεων της χώρας σου. Ο Λένιν, ο Γκράμσι, η Ρόζα είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της παράδοσης. Στην συνέχεια η συνεχιζόμενη κρίση του κομμουνιστικού κινήματος επέφερε και την σταδιακή αποσύνδεση της διανόησης από τα εργατικά κόμματα μέχρι την σημερινή περίοδο όπου η όποια μαρξιστική διανόηση κατά βάση ευδοκιμεί στα πανεπιστήμια των Η.Π.Α. και του Καναδά, και οι εργατικές οργανώσεις βολοδέρνουν ανάμεσα σε ένα πλέγμα οπορτουνισμού/σεχταρισμού. Είναι η κατάσταση που εύστοχα είχε περιγράψει το ΝΑΡ στο 1ο του συνέδριο ως Θεωρητικοί δίχως εργάτες και εργάτες δίχως θεωρία.
Ειδικά ο Λένιν αποτελεί την πιο χαρακτηριστική περίπτωση σύνδεσης της θεωρίας με την πράξη. Δεν ήταν απλώς ότι συνδύαζε την υψηλή θεωρητική συγκρότηση με την αποφασιστική εμπλοκή με την καθημερινότητα της ταξικής πάλης, όσο πολύ περισσότερο ότι υπογράμμιζε ότι η καλή θεωρητική κατάρτιση δεν χρησιμεύει σε τίποτα αν μένει σε ένα αφηρημένο επίπεδο. Για να καταστεί αποτελεσματική στην πράξη, πρέπει να εκφραστεί στην επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων, και είναι χαρακτηριστικό το πως άφησε μισοτελειωμένο το κράτος και επανάσταση επειδή είχε να καταπιαστεί με την πραγματική επανάσταση. Είναι χαρακτηριστικά δύο αποσπάσματα που αναφέρει ο Λούκατς στο έργο του η σκέψη του Λένιν που δείχνουν το πως έκανε ολόκληρη την ζωή του είναι ότι έκανε την ζωή του μια αδιάκοπη διαδικασία μάθησης » (…) Στα 1914 μετά την κήρυξη του πολέμου και αφού γλίτωσε από διάφορες περιπέτειες με την αστυνομία, έφτασε στην Ελβετία. Αμέσως θεώρησε ότι το πρώτο του καθήκον ήταν να κάνει καλή χρήση αυτών των «διακοπών» και να μελετήσει τη Λογική του Χέγκελ. Ή πάλι μετά τα γεγονότα του 1917 έμεινε παράνομος στο σπίτι ενός εργάτη και τον άκουσε πριν το φαγητό να εγκωμιάζει το ψωμί: «Τώρα δεν τολμούν να μας δώσουν πια άσχημο ψωμί» έλεγε. Ο Λένιν νοιώθει έκπληξη και ικανοποίηση για αυτή την «ταξική εκτίμηση των μερών του Ιούλη». Αναλογίζεται τις δικές του περίπλοκες αναλύσεις αυτών των γεγονότων για αυτό που είναι η βάση όλων, την ταξική πάλη για το ψωμί. Έτσι ο Λένιν μαθαίνει σε όλη του την ζωή, παντού και πάντα, είτε από την λογική του Χέγκελ, είτε από την κρίση ενός εργάτη για το ψωμί.(…)
Αντί επιλόγου
Εν τέλει μπορούμε να πούμε ότι όλα ήταν καλώς καμωμένα; Ίσως και το εν λόγω κείμενο να μην ξεφεύγει από την ωραιοποίηση της συνεισφοράς του Λένιν με βάση την ανάγκη από «κάπου να πιαστούμε» σε μια εποχή έκδηλης στρατηγικής αμηχανίας. Σίγουρα ο Λένιν δεν απέφυγε τα λάθη, και ιδίως εκείνα που οδήγησαν αναγκαίες τακτικές υποχωρήσεις να βαφτιστούν στην συνέχεια κανόνες οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Έχει ευθύνη π.χ. για την ουδέτερη αντιμετώπιση του τεϊλορισμού που έθεσε τις βάσεις για την γραφειοκρατική και αλλοτριωτική οργάνωση της εργασίας στην Σοβιετική Ένωση. Ή από την άλλη η απόλυτη ιεράρχηση από την πλευρά του της ανάγκης επιβίωσης της νεαρής σοβιετικής ένωσης σε βάρος του τρόπου που αυτή έγινε ειδικά σε σχέση με την δυνατότητα της εργατικής τάξης να παίζει ενεργό ρόλο τις εξελίξεις. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι πλευρές της παρακαταθήκης του άφησαν ανοικτή τη δυνατότητα να τροφοδοτηθούν τάσεις για την μετέπειτα πορεία όπου της Σοβιετικής ένωσης όπου από την εξουσία της εργατικής τάξης μεταβήκαμε στην εξουσία του κόμματος και εν τέλει του πολιτικού γραφείου. Σε κάθε περίπτωση όμως κατέκτησε το δικαίωμα των λαθών και των αντιφάσεων του θέτοντας τις ιδέες του στην βάσανο της δοκιμασίας της ταξικής πάλης και αυτό είναι απείρως πολυτιμότερο από οποιαδήποτε «καθαρή» θεωρητική επεξεργασία.
Μια σύγχρονη κομμουνιστική προσπάθεια στο σήμερα έχει μπροστά της ένα συναρπαστικό ταξίδι στο οποίο η παρακαταθήκη του Λένιν μπορεί να είναι πολύτιμη. Να διαβάσουμε επιστημονικά την συναρπαστικά νέα εποχή μας, να εξοπλιστούμε θεωρητικά, πολιτικά & πολιτιστικά τόσο σε ατομικό όσο και στο επίπεδο του αναγκαίου συλλογικού διανοούμενου της εποχής μας, να παρέμβουμε άμεσα πολιτικά για τα βαθιά σημερινά ζητήματα με λαϊκό και κατανοητό τρόπο, να επιμείνουμε στην αναγκαιότητα και στον ρεαλισμό της επαναστατικής αλλαγής του κόσμου.
*Κείμενο Διαλόγου για την πρόταση-Κείμενο Αρχών και Γενικών Κατευθύνσεων της «Πρωτοβουλίας Διαλόγου»