Πλύστρες, βιβλιοδέτριες, μαγείρισσες, δημοσιογράφοι… αυτές που οι αντίπαλοί τους θα αποκαλέσουν «πυρπολήτριες[1]» παρεμβαίνουν με θαυμάσιο τρόπο στις μάχες της Κομμούνας: τις μάχες που θα γίνουν με τα όπλα στα χέρια, που θα επιχειρήσουν να δημιουργήσουν έναν κόσμο πιο δίκαιο και πιο ευτυχισμένο. Στερούνται το δικαίωμα ψήφου, αλλά θα καταφέρουν να ακουστούν μέσα στους συνοικιακούς συλλόγους, ζητούν την ισότητα των μισθών και τη δημιουργία βρεφονηπιακών σταθμών, διεκδικούν την αναγνώριση της ελεύθερης ένωσης. Η Κομμούνα εξοντώθηκε, οι ιδέες και τα ιδεώδη επιβίωσαν.
Σήμερα 18 Μαρτίου 2021 συμπληρώνονται 150 χρόνια από την Παρισινή Κομμούνα. την «κυβέρνηση της εργατικής τάξης» όπως την χαρακτήρισε ο Μαρξ
Του Éloi Valat*
*Ο Éloi Valat είναι ζωγράφος και σχεδιαστής, συγγραφέας πολλών έργων για την Κομμούνα, όπως το L’Enterrement de Jules Vallès, Bleu autour, Σεν-Πουρσάν-συρ-Σιούλ, 2010.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Monde Diplomatique. Κείμενα της γαλλικής εφημερίδας δημοσιεύονται στα ελληνικά στην Αυγή και στον Πολίτη της Κύπρου.
Επιμέλεια: Γιάννης Ντινιακός
Στις 26 Μαρτίου 1871, 229.167 ψηφοφόροι προσέρχονται στις κάλπες για να αναδείξουν το κοινοτικό συμβούλιο «Παρίσι, ελεύθερη πόλη». Μια επαναστατική πλειοψηφία επικρατεί. Σοσιαλιστές, μπλανκιστές, ριζοσπάστες ή μετριοπαθείς ρεπουμπλικάνοι συνθέτουν την καινούρια συνέλευση όπου οι χειρώνακτες εργάτες είναι οι πιο πολυάριθμοι, δίπλα σε υπαλλήλους, βιοτέχνες, δημοσιογράφους και μέλη ελευθέρων επαγγελμάτων, στην πλειοψηφία τους νέοι άνδρες. Στερημένες από το δικαίωμα ψήφου, οι γυναίκες είναι απούσες. Δεν υπάρχουν πολίτισσες για να νομοθετήσουν στην «κοινωνική επανάσταση». Εντούτοις, οι γυναίκες είναι δραστήριες και αναμιγνύονται – και, όπως το λέει ο Ζιλ Βαλές, «Σημάδι! Όταν οι γυναίκες ανακατεύονται, όταν η νοικοκυρά σπρώχνει τον άντρα της, όταν αρπάζει τη μαύρη σημαία, που κυματίζει πάνω στη χύτρα για να την τοποθετήσει ανάμεσα σε δύο πλακόστρωτα, τότε είναι που ο ήλιος θα ανατείλει σε μια πόλη εξεγερμένη»[2].
Δέκα μέρες πιο νωρίς, κατά τη διάρκεια της νύχτας από τις 17 προς τις 18 Μαρτίου, ο Αντόλφ Τιέρ, επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας της Γαλλικής Δημοκρατίας, διέταξε την απομάκρυνση των κανονιών της εθνοφρουράς από τα πάρκα του πυροβολικού των λόφων Βιτ-Σομόν, Μπατινιόλ, Μονμάρτη… Κυβερνητική σύνεση. Αλλά τα κανόνια είχαν πληρωθεί από τους παριζιάνους. Η φρουρά αρνείται. Στις 5 και μισή, ο στρατός αναπτύσσεται στους δρόμους του Παρισιού. Τα στρατιωτικά τηλεγραφήματα διαδέχονται το ένα το άλλο. «10 και 20΄. Μεγάλη αναταραχή στο 12ο [διαμέρισμα]. Κυβερνητικοί φρουροί έφραξαν την οδό Ροκέτ με δύο οδοφράγματα· άλλοι κατεβαίνουν προς τη Βαστίλη… 10 και 30΄. Πολύ κακό νέο από τη Μονμάρτη. Η φρουρά αρνήθηκε να αντιδράσει. Οι εξεγερμένοι ανέκτησαν τους Λόφους, τα μικρά στρατιωτικά τμήματα[3] και τους φυλακισμένους και δεν φαίνονταν να υποκύπτουν»[4]. Η καμπάνα ξεσηκώνει τα λαϊκά προάστια από την Μπελβίλ μέχρι το φράγμα της Κόλασης (σήμερα πλατεία Ντενφέρ-Ροσρό). Στη Μονμάρτη, οι γυναίκες και τα παιδιά αντιστέκονται έντονα στους αξιωματούχους του 88ου τάγματος. Νοικοκυρές αρπάζουν τα χαλινάρια των αλόγων, σπάνε τις ιπποσκευές, φωνάζουν: «Δεν θα τουφεκίσετε το λαό!», «Ζήτω το τάγμα!».
Το 88ο τάγμα αδελφοποιείται με το πλήθος. Η Λουίζ Μισέλ όρμησε, με την καραμπίνα της κάτω από το παλτό της: «Ανεβαίναμε βιαστικά, ξέροντας πως στην κορυφή υπήρχε μια στρατιά παραταγμένη για μάχη. Σκεφτόμαστε ότι θα πεθάνουμε για την ελευθερία. Ήμασταν σαν να πετάγαμε. Εμείς νεκροί, το Παρίσι θα ξεσηκωνόταν. Τα πλήθη κάποιες φορές είναι η πρωτοπορία του ανθρώπινου ωκεανού. Ο λόφος είχε τυλιχθεί με ένα λευκό φως, μια εκπληκτική αυγή λύτρωσης. (…) Δεν μας περίμενε ο θάνατος πάνω στους Λόφους (…) αλλά η έκπληξη μιας λαϊκής νίκης». Οι στρατηγοί Κλωντ Μαρτέν Λεκόντ και Ζακ Λεονάρ Τομά (o επονομαζόμενος Κλεμάν Τομά), που είχαν φυλακιστεί από τους εξεγερμένους στρατιώτες, τουφεκίστηκαν στην οδό Ροζιέ. Για την Λουίζ Μισέλ, «η Επανάσταση ήταν γεγονός. Ο Λεκόντ, που συνελήφθη τη στιγμή που για τρίτη φορά διέταζε το πυρ, οδηγήθηκε στην οδό Ροζιέ, όπου οδηγήθηκε κι ο Κλεμάν Τομά, ο οποίος αναγνωρίστηκε μολονότι φορούσε πολιτικά ρούχα, ενώ μελετούσε τα οδοφράγματα της Μονμάρτης. Σύμφωνα με τους νόμους του πολέμου έπρεπε να πεθάνουν. (…) Το βράδυ της 18ης Μαρτίου, οι αξιωματικοί που είχαν φυλακιστεί με τον Λεκόντ και τον Κλεμάν Τομά απελευθερώθηκαν»[5].
Ο Γκαστόν ντα Κόστα, στο πλευρό, εκείνη τη στιγμή, των εξεγερμένων, θα επιχειρήσει, στις Αναμνήσεις του, να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι: «Μέχρι τη στιγμή που ο στρατός αποσύρεται, είναι οι γυναίκες που κυριαρχούν. Στην οδό Ροζιέ, την ώρα του φόνου, θα έχουν στην πλειοψηφία τους εξαφανιστεί». Αλλά, δεν υποκύπτει, αυτός, ο κομμουνάρος, στις εικόνες που πλάθονταν συχνά και διαχέονταν από τους αντιπάλους της Κομμούνας: «Εντούτοις, τις συζύγους, τις μητέρες διαδέχτηκε, μέσα σε αυτό το πολύ αναμεμιγμένο πλήθος, που θα συνοδεύσει μέχρι τους Λόφους τους φυλακισμένους του Σατώ-Ρουζ, η τρομερή φάλαγγα των υπάκουων και ανυπάκουων κοριτσιών (…) που βγήκαν από τα ξενοδοχεία, τα καφέ και τα μπουρδέλα (….). Στο μπράτσο των στρατιωτών του πεζικού, συνοδευόμενες από το πλήθος των μαστροπών, ξεπρόβαλαν, θλιβερός αφρός της πορνείας πάνω στο κύμα της επανάστασης. Και να τες, μεθυσμένες σε κάθε μπάρα, ουρλιάζοντας τη διακονιάρικη χαρά τους για αυτή την ήττα. (…) Προσθέστε μερικές φτωχές ανήθικες λόγω των δηλητηριωδών προσβολών της φτώχειας, οι οποίες, στη γωνία της οδού Ουντόν, κομματιάζουν την ακόμα ζεστή σάρκα του αλόγου ενός αξιωματούχου που σκοτώθηκε λίγες στιγμές πιο πριν. Όλες ξεχύνονται στη Μονμάρτη, περιφέροντας τη μέθη τους, τη γεμάτη μίσος τρέλα τους και θα συντροφέψουν με αποτρόπαιο τρόπο το δυστυχή Λεκόντ και τους αξιωματικούς του, ενώ αυτοί θα ανεβαίνουν το Γολγοθά των Λόφων»[6].
Δέκα ημέρες πιο αργά, την 28η Μαρτίου, στην πλατεία του Δημαρχείου, η Κομμούνα ανακηρύχθηκε «στο όνομα του λαού». Η γιορτή είναι μεγαλοπρεπής. Το κανόνι βροντά για να χαιρετίσει το γεγονός, η καμπάνα μένει μουγκή. Η Βικτορίν Μπροσέ γράφει: «Αυτή τη φορά είχαμε την Κομμούνα! (…) Μετά από τόσες ήττες, μιζέριες και πένθη, υπήρξε μια εκτόνωση, όλοι ήταν χαρούμενοι. (…) Επικεφαλής των ταγμάτων που αναπαύονταν, μαγείρισσες με διαφορετικά ρούχα ακουμπούν με τους αγκώνες τους τα πολυβόλα. (…) Ένα μέλος της Κομμούνας ανακοινώνει τα ονόματα των εκλεγμένων, μια φωνή υψώνεται, ομόφωνα: ”Ζήτω η Κομμούνα!”»[7].
Οι γυναίκες δεν έχουν θέση στη συνέλευση της Κομμούνας. Διαδηλώνουν, οργανώνουν τις επιτροπές τους (διαμερίσματος ή επιφυλακής), καταρτίζουν ομιλίες και μανιφέστα, οι οδηγοί ασθενοφόρων, οι μαγείρισσες για το στράτευμα, στρατολογημένες στην καρδιά των ταγμάτων των μαχητών της Κομμούνας για την υπεράσπιση των οχυρών του Ισσύ και της Βαβν, και σύντομα στα οδοφράγματα της «αιματηρής εβδομάδας».
Στις 11 Απριλίου, στην «Επίσημη Εφημερίδα» – της Κομμούνας – εμφανίζεται το κάλεσμα μιας ομάδας «από πολίτισσες»: «Το Παρίσι αποκλείστηκε, το Παρίσι βομβαρδίστηκε … (…) Είναι ο εχθρός που έρχεται να εισβάλει στη Γαλλία; (…) Όχι, αυτοί οι εχθροί, αυτοί οι δολοφόνοι του λαού και της ελευθερίας είναι Γάλλοι!…. (…) Είδαν το λαό να εξεγείρεται φωνάζοντας: “Όχι καθήκοντα χωρίς δικαιώματα, όχι δικαιώματα χωρίς καθήκοντα! (…) Θέλουμε τη δουλειά αλλά για να κερδίζουμε το προϊόν της …. Όχι πια εκμεταλλευτές, όχι πια αφεντικά!… Η δουλειά και η αξιοπρεπής ζωή για όλους, η κυβέρνηση του λαού που προέρχεται από τον ίδιο, η Κομμούνα, να ζεις ελεύθερα δουλεύοντας ή να πεθάνεις αγωνιζόμενος!”».
Στις 12 Απριλίου, στην εφημερίδα Η Φωνή του λαού[8]: «Η Κομμούνα να ανοίξει λοιπόν άμεσα τρεις καταλόγους για τις γυναίκες με τους ακόλουθους τίτλους: Ένοπλη Δράση, Θέσεις βοήθειας στους τραυματίες, Μεταφερόμενοι φούρνοι. Οι γυναίκες θα εγγραφούν κατά πλήθη, ευτυχισμένες που θα χρησιμοποιήσουν τον άγιο πυρετό που καίει τις καρδιές».
Στις 14 Απριλίου, στην Επίσημη Εφημερίδα, η «Ένωση των γυναικών για την υπεράσπιση του Παρισιού και τη φροντίδα των τραυματιών»[9] υπογραμμίζει: «Είναι καθήκον και δικαίωμα όλων να αγωνιστούμε για τη μεγάλη υπόθεση του λαού, για την Επανάσταση (…). Η Κομμούνα, που εκπροσωπεί τη μεγάλη αρχή της κατάργησης κάθε προνομίου, κάθε ανισότητας, με τον ίδιο τρόπο είναι αναγκασμένη να λάβει υπόψη της τις σωστές διεκδικήσεις όλου του πληθυσμού, χωρίς διάκριση φύλου, διάκριση που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε από την ανάγκη του ανταγωνισμού στον οποίο στηρίζονται τα προνόμια των τάξεων που κυβερνούν» .
Στους συλλόγους, που ανοίγουν μέσα στις εκκλησίες και μερικές φορές είναι αποκλειστικά γυναικείοι, ο λόγος είναι ελεύθερος. Κάθε τι υπόκειται σε κηρύγματα και σε διαμάχες: η υπεράσπιση της επανάστασης, η εκπαίδευση των κοριτσιών, η ισότητα των μισθών, οι κοινωνικοί νόμοι, η ελεύθερη ένωση, η δειλία των ανδρών, το τέλος της εκμετάλλευσης της εργασίας… Στις 3 Μαΐου, στο άνοιγμα του Συλλόγου της κοινωνικής επανάστασης, μέσα στην κατάμεστη εκκλησία Σαν Μισέλ, στη Μπατινιόλ, «καταλάβαινε κανείς πως φεύγοντας για να αγωνιστούν για την Κομμούνα οι σύζυγοι είχαν αφήσει στην εστία ένα σταθερό σπόρο επαναστατικών ιδεών». Πριν διαλυθούν τραγούδησαν Το Τραγούδι της Αναχώρησης[10] και τη Μασσαλιώτιδα κι έβαλαν στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης το θέμα: «Η γυναίκα υπό την Εκκλησία και υπό την Επανάσταση»[11].
Ο Πολ ντε Φοντουλιέ, με μια πικρόχολη πένα βουτηγμένη στο «αγιασματάριο» των βασιλικών, περιγράφει με απέχθεια αυτό που λέει πως είδε κι άκουσε εκεί: «Σύλλογος Ελουά – Μεταξύ των ομιλητριών, συγγνώμη για τη λέξη, (…) η πολίτισσα Βαλεντάν, κορίτσι ελαφρών ηθών, που στις 22 Μαΐου, πυροβόλησε το μαστροπό της στο κεφάλι, γιατί αυτός δεν ήθελε να πάει στα οδοφράγματα. Και η πολίτισσα Μορέλ, που είχε υποστεί πέντε καταδικαστικές αποφάσεις (…): “Ζητώ, για να τελειώσω, να πετάξουμε μέσα στο Σηκουάνα όλες τις καλόγριες, υπάρχουν τέτοιες στα νοσοκομεία που δίνουν δηλητήριο στους στρατιώτες της Κομμούνας”. Εκκλησία Σεν-Λαμπέρ στο Βοζιρά, σύλλογος των πατριωτισσών γυναικών – Στη συνέλευση του Βοζιρά προήδρευσε μια γυναίκα αυστριακής καταγωγής, με το όνομα Ράιντενχερθ, (…) ένα είδος μορφωμένης επαναστάτριας που είχε καταδικαστεί στη Βιέννη για έγκλημα προσβολής των ηθών, για το οποίο υπερηφανευόταν, εξάλλου, σαν να επρόκειτο για έναν τίτλο τιμής. (…) Η Αγία Τριάς, Σύλλογος της λύτρωσης – (…) Μόνο γυναίκες. Η ημερήσια διάταξη περιελάμβανε: “Μέσα για την αναγέννηση της κοινωνίας”. Μια γυναίκα τριάντα ετών: “Η κοινωνική πληγή που πρέπει κατ’ αρχή να κλείσουμε είναι αυτή των αφεντικών, που εκμεταλλεύονται τον εργάτη και πλουτίζουν από τον ιδρώτα του. Τα περισσότερα αφεντικά θεωρούν τους εργάτες μια μηχανή παραγωγής! Οι εργάτες πρέπει να συνεταιριστούν μεταξύ τους, να αξιοποιήσουν τον κόπο τους από κοινού και θα είναι ευτυχισμένοι. Μια άλλη διαφθορά της σημερινής κοινωνίας είναι οι πλούσιοι, που δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να πίνουν και να διασκεδάζουν, χωρίς να καταβάλλουν κανέναν κόπο. Πρέπει να τους ξεριζώσουμε, όπως και τους ιερείς και τις καλόγριες. Δεν θα είμαστε ευτυχισμένες παρά μόνο όταν δεν θα έχουμε ούτε αφεντικά ούτε πλούσιους ούτε ιερείς!” Σύλλογος Σεν Σουλπίς – (…) Μια ονόματι Γκαμπριέλ, κόρη μια υπάκουης γυναίκας: “Τους ιερείς, πρέπει να τους τουφεκίσουμε· είναι αυτοί που μας εμποδίζουν να ζούμε όπως θέλουμε. Οι γυναίκες έχουν άδικο να πηγαίνουν στην εξομολόγηση, το ξέρω αυτό. Παρακινώ, λοιπόν, όλες τις γυναίκες να συλλάβουν όλους τους εφημέριους και να τους τουφεκίσουν! Όταν δεν θα υπάρχουν πια αυτοί, θα είμαστε ευτυχισμένες. ” (…) Η Λουίζ Μισέλ, η πιο ευέξαπτη, η πιο βίαιη από όλες: “Η μεγάλη μέρα έχει φθάσει, η μέρα της αποφασιστικής σημασίας για την απελευθέρωση ή την υποδούλωση του προλεταριάτου. Αλλά κουράγιο, πολίτες· ενεργητικότητα, πολίτισσες, και το Παρίσι θα μας ανήκει· ναι το ορκίζομαι, το Παρίσι θα ανήκει σε εμάς ή το Παρίσι δεν θα υπάρχει πια! Είναι για το λαό θέμα ζωής ή θανάτου”»[12], φώναζε στη συνεδρίαση της 17ης.
Με την είσοδο των βασιλικών δυνάμεων στο Παρίσι την 21 Μαΐου 1871, αρχίζει η «αιματηρή εβδομάδα», «αυτές οι τραγικές νύχτες που επτά φορές θα ηχήσουν», σύμφωνα με την Βικτορίν Μπροσέ. «Σάββατο 27. Ένας τουφεκισμός από τους πιο καταιγιστικούς ρίχνεται πάνω μας, δημιουργείται πανικός, το πλήθος φθάνει φωνάζοντας: “H Μπελβίλ έχει σχεδόν καταληφθεί, το δημαρχείο εγκαταλείφτηκε, οι δρόμοι είναι γεμάτοι από νεκρούς και τραυματισμένους, πυροβολούν επάνω μας από όλες τις πλευρές· οι στρατιώτες της Κομμούνας και οι εθελοντές μάχονται σαν λιοντάρια.” Με τη σημαία μας ψηλά, συγκεντρωνόμαστε για την υπέρτατη μάχη· υπήρχαν απώλειες από όλα τα τάγματα (…) Στις 28 το μεσημέρι, η τελευταία κανονιά των στρατιωτών της Κομμούνας ρίχνεται από ψηλά από την οδό του Παρισιού· η επιφορτισμένη με διπλά καθήκοντα μονάδα αναδίδει την τελευταία ανάσα της Κομμούνας που ξεψυχά. Αφού το όνειρο έγινε πραγματικότητα, το ανθρωποκυνηγητό ξεκινά! Συλλήψεις! Σφαγές!» [13].
Και η Λουίζ Μισέλ καταλήγει: «Φεύγω με το 61ο απόσπασμα στο νεκροταφείο της Μονμάρτης, εκεί λαμβάνουμε θέση. (…) Η νύχτα είχε πέσει, είμαστε μια φούχτα πολύ αποφασισμένων. Οβίδες έσκαγαν σε τακτικά χρονικά διαστήματα· είπαμε πως ήταν οι χτύποι ενός ρολογιού, του ρολογιού του θανάτου. Μέσα σε αυτή την καθαρή νύχτα, που μοσχομύριζε από το άρωμα των λουλουδιών, τα μάρμαρα έμοιαζαν να ζουν. (…) Με την κόκκινη σημαία ψηλά, οι γυναίκες πέρασαν· είχαν το οδόφραγμά τους στην πλατεία Μπλανς, ήταν εκεί η Ελιζαμπέτ Νμιτριέφ, η κυρία Λε Μελ, η Μαλβίνα Πουλέν, η Μπλανς Λεφέμπρ, η Εξοφόν. Η Αντρέ Λεό [το ψευδώνυμο της δημοσιογράφου Βικτουάρ Λεοντίν Μπερά] ήταν με αυτές στη Μπατινιόλ. Περισσότερες από δέκα χιλιάδες γυναίκες τις μέρες του Μαΐου, διασκορπισμένες ή μαζί, πάλεψαν για την ελευθερία (…) Οι πιο τρελοί θρύλοι αναφέρονταν στις πυρπολήτριες, δεν υπήρχαν πυρπολήτριες -οι γυναίκες αγωνίζονταν σαν λέαινες, αλλά δεν είδα πάρα μόνο εμένα που φώναζε φωτιά! Φωτιά μπροστά σε αυτά τα τέρατα! Όχι μαχήτριες, αλλά δυστυχισμένες μητέρες οικογενειών, οι οποίες στις συνοικίες στις οποίες είχε γίνει εισβολή πίστευαν πως, κρατώντας κάποιος σκεύος, θα προστατεύονταν κάνοντας πως πήγαιναν να ψάξουν για τροφή για τα μικρά τους παιδιά (ένα μπουκάλι με γάλα για παράδειγμα), θεωρούνταν εμπρήστριες, που μετέφεραν πετρέλαιο για να ανάψουν φωτιές και τις κολλούσαν στον τοίχο! (…) Οι Βερσαλλίες άπλωσαν στο Παρίσι ένα τεράστιο κόκκινο σάβανο από αίμα· μια μόνο γωνία του δεν δίπλωσε ακόμα πάνω στο πτώμα. Τα πολυβόλα βαρούν μέσα στα στρατόπεδα. Σκοτώνουν όπως στο κυνήγι· πρόκειται για μια ανθρώπινη σφαγή: αυτοί που, μισοπεθαμένοι, μένουν όρθιοι ή τρέχουν προς τους τοίχους, τους αποτελειώνουν κατά βούληση. (…) Γοητευμένες από τη σφαγή κι ακολουθώντας τον τακτικό στρατό, είδαμε, καθώς η Κομμούνα πέθαινε, να εμφανίζονται, λίγο πριν τις μύγες των ομαδικών τάφων, μορφές, που προέρχονταν, κι αυτές, από το μακρινό παρελθόν, ίσως εντελώς τρελές, έχοντας τη λύσσα και τη μέθη του αίματος. Ντυμένες με κομψότητα, τριγύριζαν μέσα στη σφαγή, τρεφόμενες με τη θέα των νεκρών, των οποίων τα ματωμένα μάτια ψαχούλευαν με την άκρη της ομπρέλας τους. Μερικές, που θεωρήθηκαν πυρπολήτριες, τουφεκίστηκαν στο σωρό μαζί με τις άλλες»[14].
[1] (ΣτΜ): Με τον όρο «πυρπολήτρια» μεταφράζουμε τον όρο “pétroleuse”, ο οποίος χρησιμοποιείτο για τις γυναίκες που, κατά τη διάρκεια της Κομμούνας, φέρονταν, από τους αντιπάλους της Κομμούνας, να προκαλούν πυρκαγιές με πετρέλαιο.
[2] Jules Vallès, L`Insurgé (1886), στο Œuvres Gallimard, coll. “Bibliothèque de la Pléiade”, Paris, 1990. (ΣτΜ): Γάλλος δημοσιογράφος και συγγραφέας της εποχής.
[3](ΣτΜ): “La pièce” στο πρωτότυπο: στη στρατιωτική ορολογία, η λέξη αναφέρεται σε μια μικρή μονάδα στρατιωτών που συγκροτείται γύρω από ένα κανόνι ή ένα βαρύ όπλο.
[4] Τηλεγραφήματα των στρατηγών Joseph Vinoy και Louis Ernest Valentin στον Αντόλφ Τιερ, στο Marc-André Fabre, Vie et mort de la Commune, Hachette, Παρίσι, 1939.
[5] Louise Michel, La Commune, Stock, Παρίσι, 1898. (ΣτΜ): Η Louise Michel αποτελεί σημαντική μορφή του γαλλικού αναρχικού κινήματος.
[6] Gaston Da Costa, La Commune vecue, Ancienne Maison Quantin, Παρίσι, 1903. (ΣτΜ): O Gaston Da Costa ήταν παιδαγωγός, μαχητής της αριστεράς και Γάλλος κομμουνάρος
[7] Victorine B. (Brocher), Souvenirs d`une morte vivante, Librairie Lapie, Lausanne 1909. (ΣτΜ): Η Victorine Brocher-Rouchy (1838-1921) Γαλλίδα που συμμετείχε ενεργά στα γεγονότα της Κομμούνας , αναρχικής κατεύθυνσης, η οποία το 1909 αποφάσισε να γράψει τις αναμνήσεις από τα επαναστατικά γεγονότα.
[8](ΣτΜ): Η Φωνή του λαού (Le Cri du peuple) είναι μια καθημερινή γαλλική εφημερίδα που δημιουργήθηκε από τον Jules Vallès και τον Pierre Denis στις 22 Φεβρουαρίου 1871.
[9] (ΣτΜ): Η «Ένωση των γυναικών για την υπεράσπιση του Παρισιού και τις φροντίδες στους τραυματίες» είναι ένα από τα πρώτα κινήματα που αυτοπροσδιορίζονταν ως φεμινιστικά. Η «Ένωση» ιδρύθηκε στις 11 Απριλίου 1871, μέσα σε ένα καφέ από τη Nathalie Lemel, βιβλιοδέτρια, και την Élisabeth Dmitrieff, ρωσίδα διανοούμενη που κινείτο κοντά στον Καρλ Μαρξ .
[10] (ΣτΜ): Το Τραγούδι της Αναχώρησης (le Chant du depart) είναι ένα τραγούδι επαναστατικό του οποίου η σύνθεση ανάγεται στο 1794.
[11] Journal officiel de la République Française sous la Commune, “Partie non officielle”, 5 Μαΐου 1871.
[12]Paul de Fontoulieu, Les Églises de Paris sous la Commune, E. Dentu, Παρίσι, 1873.
[13]Victorine B. (Brocher), Souvenirs d`une morte vivante, Librairie Lapie, Lausanne, 1909.
[14] Louise Michel, La Commune, όπ.π.