Είναι, άραγε, μόνο η εμμονή με την εξουσία και ο φόβος για το τι θα ακολουθήσει εάν την χάσουν, που κάνει τους στρατιωτικούς της Μιανμάρ να χτυπούν στο ψαχνό και να μην κάνουν βήμα πίσω; Προφανώς όχι, καθώς και στην περίπτωση αυτή ισχύει το γνωστό «follow the money» (ακολούθα τη γραμμή του χρήματος).
Πράγματι, καθώς η ομάδα των στρατηγών και ανώτατων στελεχών που πρωταγωνίστησαν στο πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου
είναι σχεδόν ίδια με εκείνη της προηγούμενης χούντας, η οποία κυβερνούσε τη χώρα την περίοδο 1997-2011, είναι φανερό ότι υπάρχει μια συνέχεια. Η οποία διασφαλίζεται, όπως ανέφερε σχετικό και εξαιρετικά αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του BBC, από δύο ομίλους συμμετοχών που
ιδρύθηκαν από τον στρατό τη δεκαετία του ’90, όταν δηλαδή άρχισε η ιδιωτικοποίηση της κρατικής περιουσίας.
Έτσι, αντί για τις άμεσες κρατικές επιδοτήσεις, ο στρατός άρχισε να αντλεί την οικονομική του ισχύ από την αγορά, έχοντας μεγάλο μερίδιο σε μια σειρά κλάδους —τράπεζες, εξορύξεις, καπνά, τουρισμό. Σύμφωνα με έκθεση του ίδιου του στρατού που διέρρευσε πρόσφατα, ανάμεσα στο 1990 και το 2011 μοιράστηκαν στους μετόχους του ενός εκ των δύο ομίλων μερίσματα ύψους 16,6 δισ. δολαρίων — ενώ
παράλληλα, οι πάσης φύσης απείθαρχοι απειλούνταν με διακοπή κάθε απολαβής και με χρεοκοπία.
Άμεση εμπλοκή στον πλουτισμό των στρατηγών έχουν, επίσης, μεγάλοι όμιλοι της Δύσης. Καθώς η Μιανμάρ διαθέτει μεγάλα κοιτάσματα φυσικού αερίου (τουλάχιστον 1,2 τρισ. κυβικών μέτρων), στο έδαφός της δραστηριοποιούνται η αμερικανική Chevron και η γαλλική Total, που έχουν πληρώσει στην κρατική και επίσης ελεγχόμενη από τον στρατό ενεργειακή εταιρεία της χώρας MOGE, με τη μορφή δικαιωμάτων, ποσό άνω του ενός δισ. δολαρίων για την πενταετία 2015-19.