Γιώργος Παυλόπουλος
▸ Η κυβέρνηση επικαλείται τη δημοκρατία την οποία παραβιάζει κατ’ εξακολούθηση με την πολιτική της
Αυτή την εβδομάδα, ο Ταγίπ Ερντογάν παρουσίασε το «Σχέδιο Δράσης για τα Δημοκρατικά Δικαιώματα» — και δεν ήταν πολλοί αυτοί που αντιστάθηκαν στον πειρασμό να γελάσουν ειρωνικά. Δεν χρειάζεται να αναρωτηθεί κανείς γιατί. Σε μια Τουρκία στην οποία, με εντολή του προέδρου της και του κυβερνώντος κόμματος, η Αριστερά, οι αγωνιστές και συνδικαλιστές, οι μειονότητες (κυρίως η Κουρδική) και η ελεύθερη έκφραση και ενημέρωση διώκονται ανηλεώς και διαρκώς, το παραπάνω σχέδιο –όπως και το νέο σύνταγμα που έχει προαναγγελθεί– παραπέμπουν ευθέως στο γνωστό «έβαλαν τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα».
Κάτι παρόμοιο, τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε και για την Ελλάδα και την κυβέρνησή της, η οποία επικαλείται διαρκώς τη δημοκρατία, το δίκαιο και την προάσπισή τους: Όταν απαγορεύει τις διαδηλώσεις και η αστυνομία κυνηγά, χτυπά ή ακόμη και συλλαμβάνει όσους συμμετέχουν σε αυτές. Όταν τα ΜΑΤ εισβάλουν στα πανεπιστήμια και σέρνουν στον δρόμο φοιτητές που τόλμησαν να καταλάβουν το «ιερατείο» της πρυτανείας, αποδεικνύοντας το μένος τους κατά της νεολαίας. Όταν αποκτώνται νέα υπερσύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα χαφιεδισμού, που παρακολουθούν όλες τις επικοινωνίες. Όταν επιβάλλονται αλλεπάλληλα, τυφλά και ταξικά lockdown και επιβάλλονται βαριά πρόστιμα επί δικαίων και αδίκων. Όταν ο λαός έχει καταδικαστεί να πεινάει, να αρρωσταίνει και να πεθαίνει επειδή το ΕΣΥ καταρρέει, έστω κι αν την ίδια στιγμή δίνονται δεκάδες δισ. για να αγοραστούν νέα όπλα, δήθεν για να αντιμετωπίσει η «αμυνόμενη Ελλάς» τους γείτονές της, οι οποίοι προφανώς δεν είναι τόσο… δημοκράτες και δίκαιοι. Όταν εγκαταλείπουν τον πολιτισμό και τους εργαζόμενους σε αυτόν στη μοίρα τους, επιλέγοντας απλώς να αξιοποιήσουν τα φαινόμενα σήψης για να λύσουν τους λογαριασμούς τους με τους αντιπάλους.
Το ίδιο ισχύει κάθε φορά που, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν την κυνική τους στάση στην υπόθεση της απεργίας πείνας και δίψας του Δ. Κουφοντίνα, από το στόμα του πρωθυπουργού, των υπουργών, στελεχών και παρατρεχάμενων της ΝΔ καθώς και των καθεστωτικών μίντια, ακούγεται το γνωστό «η δημοκρατία δεν εκδικείται αλλά και δεν εκβιάζεται». Πολύ περισσότερο καθώς μας κρύβουν ότι είναι αυτοί που έχουν επιλέξει, συνειδητά και στο σύνολό τους, να οξύνουν το συγκεκριμένο μέτωπο και να φτάσουν μέχρι το τέλος (ενώ θα μπορούσαν να έχουν δώσει λύση πολύ νωρίς και ανώδυνα), θεωρώντας πως έτσι πετυχαίνουν με ένα σμπάρο τρία τρυγόνια: Και συσπειρώνουν τις δικές τους γραμμές, αποτρέποντας τις όποιες διαρροές προς τα Ακροδεξιά. Και απευθύνονται προς το πολυπληθές κομμάτι των «νοικοκυραίων», πολλοί από τους οποίους εξακολουθούν να πλανώνται εύκολα παρά την οικονομική καταστροφή που υφίστανται. Και σπέρνουν διχόνοια στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσα στο πιο συστημικό και προεδρικό τμήμα και εκείνο που έχει χρεωθεί το (εξαιρετικά δύσκολο) καθήκον να κρατά επαφή με τα αγωνιζόμενα τμήματα της κοινωνίας, ώστε την κατάλληλη στιγμή να τα λεηλατήσει πολιτικά και εκλογικά.
Η ουσία, βεβαίως, είναι ότι στην πραγματικότητα κάνουν ακριβώς το αντίθετο από αυτά που ισχυρίζονται: Εκδικούνται, ολοένα πιο συχνά δε προληπτικά, όλους όσοι τολμούν να αμφισβητήσουν την καταθλιπτική τάξη πραγμάτων που προσπαθούν να επιβάλλουν, την ελληνική εκδοχή του ΤΙΝΑ. Τους γιατρούς και υγειονομικούς που είναι ήρωες όταν κάνουν αλλεπάλληλες εξοντωτικές εφημερίες χωρίς να βγάζουν άχνα αλλά πολυλογάδες και επικίνδυνοι (σε βαθμό απόλυσης, όπως φάνηκε στην περίπτωση Καταραχιά) όταν καταγγέλλουν τα κακώς κείμενα και απαιτούν τα αυτονόητα. Τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι προσπαθούν με νύχια και με δόντια να στηρίξουν εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά, τόσο για να μη χάσουν την επαφή με τη γνώση και το σχολείο όσο και για να μην κυλιστούν στο βούρκο της διαδικτυακής αποχαύνωσης και της ψυχολογικής καταρράκωσης. Τους πρόσφυγες και μετανάστες, που παραμένουν εγκλωβισμένοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, έρμαια του κορονοϊού και του καιρού, έτσι ώστε να τους σταλεί ένα ακόμη σαφές μήνυμα ότι είναι ανεπιθύμητοι στην Ελλάδα που οι κυβερνώντες ονειρεύονται.
Και φυσικά τη νεολαία, μαθητές, φοιτητές και εργαζόμενους, καθώς γνωρίζουν ότι σε αυτήν θα κριθεί το στοίχημα της επόμενης μέρας. Εδώ, μάλιστα, η επιχείρηση καταστολής και χειραγώγησης έχει πολλά πρόσωπα: Την ωμή βία και την κρατική τρομοκρατία, στα πανεπιστήμια, τους δρόμους και τις γειτονιές — ακόμη και μέσα στα ίδια τα σπίτια. Την πνευματική και πολιτιστική λοβοτομή της, με τη βοήθεια των ασύλληπτων μέσων που έχουν στη διάθεσή τους. Τη διαρκή και συστηματική καλλιέργεια του φόβου, ώστε να μην τολμά καν να ονειρεύεται οτιδήποτε ξεπερνά τα όρια αυτού του μίζερου κόσμου. Αλλά και την παραπλάνησή της μέσα από τα διάφορα «ταυτοτικά» πρότυπα και κινήματα, τα οποία πρώτα έχουν περάσει από τους… θαλάμους αποστείρωσης του συστήματος εξουσίας και των μηχανισμών του.
Είναι πλέον προφανές: Μας έχουν κηρύξει ανοιχτά τον πόλεμο και πρέπει να απαντήσουμε. Να εκβιάσουμε μαζικά τη δημοκρατία του άδικου και των αδίκων με το δίκιο των αναγκών, των αγώνων και των αιτημάτων μας. Θα είναι αμείλικτοι, εάν τους αφήσουμε. Όπως συμβαίνει παντού στον κόσμο — όπως για παράδειγμα στη Μιανμάρ, όπου έχουν γίνει σύμβολο της αντίστασης κατά της χούντας των στρατιωτικών οι φωτογραφίες ενός 19χρονου κοριτσιού το οποίο διαδήλωνε φορώντας μια μπλούζα με το σύνθημα «Όλα θα πάνε καλά», προτού την πυροβολήσουν και την σκοτώσουν οι μπάτσοι.