Γιώργος Κρεασίδης
Οι Θέσεις για το συνέδριο του ΚΚΕ έχουν αναμφισβήτητη σημασία, καθώς αφορούν ένα κόμμα κομμουνιστικής αναφοράς, με χιλιάδες αγωνιστές και επιρροή στο μαζικό κίνημα. Η πολιτική τους κατεύθυνση όμως δεν συμβάλλει στην αναγκαία αντεπίθεση, καθώς λείπουν η επαναστατική τακτική (που αποτελεί αδιαχώριστη πλευρά και κριτήριο της επαναστατικής στρατηγικής) και ο συνολικός αντικαπιταλιστικός πολιτικός αγώνας.
Κρίσιμο κενό επαναστατικής τακτικής
Τα συνέδρια του ΚΚΕ έχουν αυτονόητα μεγάλη σημασία τόσο για την εσωτερική του ζωή όσο και για το εργατικό κίνημα, καθώς αποτιμάται η δράση του κόμματος τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια και χαράζονται οι γενικές κατευθύνσεις για τα επόμενα. Σε κάθε Συνέδριο, εκτός αν είναι Προγραμματικό, λύνονται τα ζητήματα της τακτικής, και άρα για ένα κόμμα που υποστηρίζει ότι είναι επαναστατικό της «επαναστατικής τακτικής». Δηλαδή καθορίζεται εκείνο το σύνολο των πολιτικών στόχων, του προγράμματος, των μέσων αγώνα και των συμμαχιών, της υποκειμενικής παρέμβασης που σε κάθε συγκεκριμένη περίοδο συμβάλλει ώστε η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα να οργανωθούν, να παλέψουν και να προσεγγίσουν την επαναστατική κατάσταση και την επανάσταση. Όμως αυτό δεν υπάρχει στις Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής για το 21ο Συνέδριο του ΚΚΕ.
Ενώ είμαστε σε μια περίοδο πολύπλευρης δομικής καπιταλιστικής κρίσης, όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και των πολεμικών κινδύνων, ενώ αυτό που απαιτείται ιστορικά είναι μια τακτική που να συνδέεται και να εμπνέεται από την επαναστατική προοπτική, το ΚΚΕ κάνει μια άλλη επιλογή.
Οι Θέσεις απαντάνε τα ερωτήματα με τρόπο οικονομίστικο, ρεφορμιστικό. Δεν προβάλλουν την ανάγκη μιας πολιτικής, ενός προγράμματος και ενός κινήματος σύγκρουσης με τις κεντρικές πολιτικές επιλογές της στρατηγικής του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του, ούτε επιλέγουν αντίστοιχα την κοινή δράση (παρά τις πρωτοβουλίες του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) που αντιστοιχεί σε αυτή την ανάγκη. Επιχειρούν να αναπληρώσουν το κενό επαναστατικής τακτικής με την αναφορά σε μια «επαναστατική» στρατηγική, βαθιάς ξεκομμένης όμως από οποιαδήποτε επαναστατική τακτική καθώς μένει στα ντοκουμέντα και στα κομματικά ράφια.
Η κατεύθυνση των Θέσεων της ΚΕ για το 21ο συνέδριο του ΚΚΕ
Το κεντρικό ζήτημα επεξεργασίας του 21ου Συνέδριου είναι το να γίνει «ακόμα πιο διακριτός στις πλατιές εργατικές-λαϊκές δυνάμεις ο ρόλος του ΚΚΕ ως ισχυρής οργανωμένης ιδεολογικοπολιτικής εργατικής-λαϊκής πρωτοπορίας, ως ο φορέας νέων ιδεών της επαναστατικής κοινωνικής προοπτικής..» (Θέσεις, 1ο κείμενο, σελ 9). Έτσι το «κεντρικό ζήτημα» του Συνεδρίου είναι μια επιδίωξη που επικεντρώνεται στην κομματική επιβεβαίωση και είναι, εκτός των άλλων, διαχρονική.
Κεντρικό στοιχείο για την ενίσχυση αυτής της διακριτότητας είναι ότι «η καθοδήγηση και δράση ξεκινούν από την στρατηγική. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται εξειδίκευση της στρατηγικής σε κάθε φάση στον καθημερινό αγώνα….» (Θέση 9), ότι «πρέπει να κάνουμε σημαντική ακόμα καθοδηγητική δουλειά…(ώστε) να απαλλαγούμε από τις γνωστές αδυναμίες, άλλοτε να συνδέουμε τεχνητά τα αιτήματα της καθημερινής πάλης με την προοπτική, καταλήγοντας με ένα σύνθημα για την ‘’εργατική εξουσία’’ και άλλοτε άθελά μας να καλλιεργούμε αντιλήψεις ότι μπορεί να υπάρξουν λύσεις και ‘’νησίδες’’ σοσιαλιστικές μέσα στον καπιταλισμό…» (Θέση 10).
Έτσι οι Θέσεις βλέπουν τους κινδύνους της «φυγής» στην αόριστη, τυπική, «προπαγάνδα της εργατικής εξουσίας» («τεχνητή σύνδεση») και των «διαχειριστικών αυταπατών» («λύσεις μέσα στον καπιταλισμό»), αλλά δεν συνειδητοποιούν ότι η βασική υποκειμενική πηγή αυτών των κινδύνων και άλυτων αντιφάσεων είναι οι ίδιες οι Θέσεις, είναι η ανυπαρξία επαναστατικής τακτικής, που ακριβώς «γεφυρώνει» το σήμερα με το αύριο, που «υπολογίζει» το σημερινό πολιτικό επίπεδο συνείδησης των μαζών για να το ανεβάσει μέσα από τον πολιτικό αγώνα ως την σύγκρουση με την αστική στρατηγική, τις κεντρικές επιλογές του κεφαλαίου (καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στο οικονομία και το πολιτικό σύστημα, διαρκής επιτροπεία και συμμετοχή στην ΕΕ, αποπληρωμή του χρέους, γεωστρατηγική αναβάθμιση, συμμετοχή στο ΝΑΤΟ κλπ) έως την διεκδίκηση άλλης πολιτικής και τελικά άλλης εξουσίας.
Αν πάρουμε ένα παράδειγμα από τον Λένιν, από τα εκατοντάδες σχετικά, στις Θέσεις του Απρίλη που καθόρισαν την πορεία της επανάστασης. Ο Λένιν πρόβαλλε ένα πολιτικό πρόγραμμα όπως: «Άμεση συγχώνευση όλων των τραπεζών της χώρας σε μια πανεθνική τράπεζα και άσκηση ελέγχου πάνω σ’ αυτήν…», «Δήμευση όλης της γης των τσιφλικάδων», «Εθνικοποίηση όλης της γης της χώρας, διάθεση της γης από τα τοπικά Σοβιέτ των εργατών γης και των αγροτών βουλευτών», «κατάργηση της αστυνομίας, του στρατού, της υπαλληλίας..». Μαζί με την έξοδο της Ρωσίας από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, συγκροτούσε εκείνο το πρόγραμμα των άμεσων, πολιτικών στόχων πάνω στα θεμελιακά προβλήματα της κοινωνίας, , που οι εργαζόμενοι μπορούσαν να καταλάβουν ότι είναι αναγκαίοι για να σταματήσει η καταστροφή, σε σύγκρουση με τις θεμελιακές συντεταγμένες του καθεστώτος, που μέσα από την πάλη για αυτά οι μάζες των εργατών θα έφταναν να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη να καταλάβουν την εξουσία, να οικοδομήσουν την «δημοκρατία των Σοβιέτ των εργατών, των εργατών γης και των αγροτών βουλευτών».
Φυσικά όλα αυτά είναι γνωστά στην ηγεσία του ΚΚΕ. Η έλλειψη επαναστατικής τακτικής έχει βαθύτερες αιτίες. Αποτελεί μια επιλογή, μια στρατηγική επιλογή που βασίζεται τόσο σε μια λαθεμένη εκτίμηση για τις συνθήκες, όσο και σε μια (ακόμα πιο) λαθεμένη αντιμετώπιση αυτής της εκτίμησης.
«Από την άλλη μεριά, συνεχίζεται η μεγάλη υποχώρηση του εργατικού κινήματος – και του κομμουνιστικού- η οποία κατά διαστήματα παρουσιάζει εξάρσεις μαζικότερων αντιδράσεων, αρκετές φορές με αποπροσανατολιστικά ή αντιδραστικά αιτήματα» (Θέση 2). Έτσι η πορεία από το 1989-90, οπότε και οι καταρρεύσεις (ή «ανατροπές» κατά το ΚΚΕ) παρουσιάζεται σαν μια διαρκής, γραμμική πορεία «υποχώρησης» κατά την οποία όλοι οι ενδιάμεσοι σταθμοί, και γεγονότα υποβαθμίζονται στο επίπεδο κάποιων «εξάρσεων μαζικότερων αντιδράσεων», παρά τα συγκλονιστικά γεγονότα που ακολούθησαν από το 1990 μέχρι σήμερα (καπιταλιστική κρίση, πόλεμοι, εξεγέρσεις, «αριστερές κυβερνήσεις») και έδωσαν το αντικειμενικό έδαφος για βήματα ανασυγκρότησης. Αν μέσα σε όλο αυτόν τον κύκλο των τεκτονικών αλλαγών το κομμουνιστικό κίνημα δεν ανασυγκροτήθηκε και αντίθετα « η υποχώρηση συνεχίζεται», μήπως πρέπει το ίδιο να σκεφτεί τι δεν έκανε καλά, από το να αντικειμενοποιεί διαρκώς την «υποχώρηση»;
Μέσω της εκτίμησης της διαρκούς υποχώρησης δικαιολογείται όμως ένα συμπέρασμα: «Πρέπει να συνειδητοποιηθεί συνολικά ότι έχει ειδικές απαιτήσεις η πάλη μέσα στον καπιταλισμό και μάλιστα σε συνθήκες συνολικής αντεπανάστασης και υποχώρησης του κινήματος όπου δεν είναι ρεαλιστικό να ανατραπούν οι στρατηγικές επιλογές του καπιταλισμού χωρίς να έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις επαναστατικής κατάστασης. Ταυτόχρονα χωρίς μοιρολατρία, οφείλουμε να δείχνουμε ότι η ορμητική άνοδος της ταξικής πάλης μπορεί να φέρει σε δυσκολία το σύστημα, άρα το εργατικό κίνημα μπορεί να καθυστερεί ή να αποτρέπει αντιλαϊκές επιλογές, να κερδίζει κάτι, ως μικρό βήμα για την άνοδο της ταξικής πάλης ως την γενικότερη αντεπίθεση…». (Θέση 10)
Οι Θέσεις, βασισμένες στην εκτίμηση ότι «δεν είναι ρεαλιστικό να ανατραπούν οι στρατηγικές επιλογές», αφήνουν έξω από το πεδίο της πάλης ακριβώς τις «στρατηγικές επιλογές» της άρχουσας τάξης
Έτσι οι Θέσεις, βασισμένες στην εκτίμηση ότι «δεν είναι ρεαλιστικό να ανατραπούν οι στρατηγικές επιλογές», αφήνουν έξω από το πεδίο της πάλης ακριβώς τις «στρατηγικές επιλογές» της άρχουσας τάξης, δεν τις θέτουν στο κέντρο της πάλης, «τραβιούνται» στον αγώνα για το επιμέρους, για το άμεσο, στον αγώνα για να «καθυστερήσουμε», για να «κερδίσουμε κάτι», «για το μικρό βήμα». Μιλώντας με πάθος ενάντια στην «σταδιοποίηση» και στις «λύσεις εντός του συστήματος» φτάνει να αναζητά βασικά κάποια «μικρά βήματα» εντός του συστήματος.
Απ’ αυτή την γραμμή άρνησης του συνολικού πολιτικού αγώνα δεν ξεμπερδεύει κανείς με την «φυγή» στην επαγγελία της «εργατικής εξουσίας». Δεν ξεμπερδεύει με φράσεις όπως «Η στρατηγική μας, συνεπώς, αφορά και την καθημερινότητα, την πάλη για διάφορα άμεσα ζητήματα (;), έχοντας θέσει τις καθοδηγητικές μας απαιτήσεις σε αυτά, που δεν είναι άλλες (!) από την ανάγκη της πάλης για την εξουσία..» αναπαράγοντας όλο τον διχασμό και την αγεφύρωτη απόσταση ανάμεσα στο «να κερδίσουμε κάτι» και την «ανάγκη της πάλης για την εξουσία».
Για αυτό και οι «Θέσεις» δεν αισθάνονται την ανάγκη να διατυπώσουν, να στηρίξουν και να δέσουν με τον καθημερινό αγώνα ακριβώς τους πολιτικούς στόχους που αντιπαλεύουν τη «στρατηγική της αστικής τάξης», όπως την έξοδο από την ΕΕ (Θέση 12 του 2ου κειμένου) ή την διαγραφή του χρέους. Αλλά νοιώθουν την ανάγκη να δικαιολογήσουν τις εξαιρετικά αμφίσημες θέσεις που παίρνει κατά καιρούς το ΚΚΕ στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων στρατηγικών επιχειρήσεων (όπως ο ΟΛΠ), που διαμορφώνει μια θέση του τύπου «είναι ψευτοδίλημμα το κρατικό-ιδιωτικό εμείς παλεύομε να γίνουν λαϊκή περιουσία». (βλ. πχ. Θέση 28 του 3ου κειμένου).
Εργατικός διεθνισμός ή «εθνικός» αντιιμπεριαλισμός;
Πλήρης αποδοχή των «εθνικών» αστικών θέσεων ως αντικειμενικών
Σε ότι αφορά την διεθνή κατάσταση, τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τις αστικές αντιθέσεις το κείμενο ξεκινάει από την επιδίωξη της ελληνικής αστικής τάξης για την γεωπολιτική της αναβάθμιση σε «Βαλκάνια και ΝΑ Μεσόγειο όπου έχει μεγάλα οικονομικά συμφέροντα». Εντάσσει σε αυτή την επιδίωξη την «Συμφωνία των Πρεσπών» χωρίς να επαναλαμβάνει τα έωλα επιχειρήματα περί «αλυτρωτισμού των Σκοπίων», που αποτέλεσε βασικό μοτίβο του ΚΚΕ την περίοδο της Συμφωνίας, αφήνοντας χώρο στο εθνικιστικό ρεύμα.
Στο θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων επαναλαμβάνει την μονομερή κριτική στην «τουρκική επιθετικότητα» που «κλιμακώθηκε με την αμφισβήτηση των συνόρων σε Αιγαίο και Έβρο… την επιδίωξη να αποκτήσει τμήμα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, που με βάση την Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας δεν της ανήκει» (Θέση 16 δεύτερο κείμενο), αποδεχόμενο σαν «αντικειμενικές» το σύνολο των διεκδικήσεων της ελληνικής αστικής τάξης και υποβαθμίζοντας τα συγκεκριμένα συμφέροντά της στην περιοχή. Εξαιρετικά υποβαθμισμένη είναι η ανάλυση για τον ρόλο της ΕΕ στην ελληνική κοινωνία.
Οι καταγγελίες των Θέσεων (και ορισμένων άρθρων στο διάλογο) του «οπορτουνισμού», ότι άδικα κατηγορείται το ΚΚΕ για αποδοχή των επιθετικών διεκδικήσεων της ελληνικής αστικής τάξης στην περιοχή με αφορμή την μην ψήφιση της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια στα Ιόνια, δεν πείθουν δεδομένου ότι το ΚΚΕ δεν καταψήφισε την επέκταση, ενώ δεν είναι και πολύ αριστερό να ψηφίζεις «παρόν» με το επιχείρημα ότι «η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης σε ένα τμήμα της επικράτειας, και όχι στο σύνολο, μπορεί να ερμηνευτεί από την πλευρά της Τουρκίας -και όχι μόνο- ως αποδοχή από την ελληνική πλευρά της ύπαρξης ειδικής περίπτωσης και “γκρίζων ζωνών” στο Αιγαίο». (Γ Μαρίνος).
«Κοινωνική συμμαχία»: υποκείμενο ανατροπής ή συνδικαλιστικής παρέμβασης;
Η «κοινωνική συμμαχία» που προωθεί το ΚΚΕ στο κοινωνικό επίπεδο ορίζεται και περιγράφεται στις Θέσεις ως μία συμπαράταξη κοινωνικών δυνάμεων για τα άμεσα λαϊκά προβλήματα. Όμως η πάλη για τα άμεσα λαϊκά προβλήματα, παρά την μεγάλη της σημασία, μένει αντικειμενικά στο επίπεδο του «συγκεκριμένου», του «μερικού». Η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα ενώνονται τελικά στον αγώνα για τα «μεγάλα», τα πανκοινωνικά πολιτικά ζητήματα (όπως έγινε π.χ. στη μάχη ενάντια στα μνημόνια) σε σύγκρουση με τις κεντρικές, «στρατηγικές» πολιτικές επιλογές της αστικής τάξης. Μόνο έτσι το κίνημα υπερβαίνει τον στενό οικονομικό του ορίζοντα, πολιτικοποιείται, υψώνεται σε υποκείμενο του αντικαπιταλιστικού πολιτικού αγώνα. Αυτός είναι ο ρόλος της επαναστατικής κομμουνιστικής πρωτοπορίας.
Αρκετά σημεία (Θέσεις 32, 34 του 3ου κειμένου) στέκονται αυτοκριτικά στην «περιχαράκωση» δυνάμεων του ΚΚΕ απέναντι σε «πρωτοβουλίες που παίρνουν άλλες δυνάμεις», την «παραταξικοποίηση του ΠΑΜΕ» κλπ. Αυτή η κριτική θα μπορούσε να ανοίξει δρόμους στην τόσο αναγκαία κοινή δράση (βλ υγεία, φοιτητές κλπ).
Από την άλλη πλευρά όμως οι Θέσεις «τσουβαλιάζουν» σε έναν «οπορτουνιστικό χώρο» από τους 53 του ΣΥΡΙΖΑ και το ΜΕΡΑ 25 έως το ΝΑΡ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ(!) , εκτιμώντας ότι «κοινός παρανομαστής τους είναι η υιοθέτηση απόψεων… της «αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών των ΗΠΑ»! Ενώ η ενωτική απεύθυνση στην δράση στις δυνάμεις του ΚΚΕ καταγγέλλεται ως «καμουφλαρισμένη συνεργασία διαφόρων πολιτικών συνιστωσών», δυνάμεων που «πολεμούν επιθετικά την κοινωνική συμμαχία».
Η εκτός τόπου και χρόνου ισοπεδωτική εκτίμηση και η καλλιέργεια εχθρότητας με την αντικαπιταλιστική αριστερά δείχνουν άρνηση συμβολής στην αναγκαία ανατρεπτική ενωτική δράση, που θα διαμορφώσει έναν νικηφόρο συσχετισμό δυνάμεων. Ευτυχώς σε πολλές περιπτώσεις αυτές οι λογικές έχουν πάει στην άκρη.