Θεοπίστη Καπέτα
▸ Κρατική συμβολή στη μισθοδοσία και του λαϊκού εκκλησιαστικού προσωπικού.
Ακόμη μια είδηση ιδιαίτερου ενδιαφέροντος αποσιωπήθηκε από την κυβέρνηση και τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, την οποία όμως περιχαρής δεν δίστασε να δημοσιοποιήσει η ίδια η Ιερά Σύνοδος. Άλλωστε πρόκειται για κάτι που πέτυχε κατόπιν «διαπραγμάτευσης» με τον πρωθυπουργό-συνεργάτη της.
Εν καιρώ πανδημίας και κρίσης οικονομικής, υγειονομικής και κοινωνικής, η Εκκλησία λειτούργησε για ακόμη μια φορά σαν ιδιωτική επιχείρηση, αδιαφορώντας για την πληττόμενη κοινωνία και διεκδικώντας περισσότερα χρήματα από το Δημόσιο. Συγκεκριμένα, την Τρίτη 2 Μαρτίου ανακοινώθηκε ότι κατόπιν συνεννόησης με την Ιερά Σύνοδο, ο Κ. Μητσοτάκης ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα για συμβολή του Δημοσίου στη μισθοδοσία και του λαϊκού προσωπικού της Εκκλησίας.
«Το κράτος δεν εκβιάζεται», ήταν η δικαιολογία της κυβέρνησης για τη μη υλοποίηση του δίκαιου αιτήματος του Δ. Κουφοντίνα, όμως απ’ ό,τι φαίνεται το κράτος εκβιάζεται κατ’ επιλογή μόνο από συγκεκριμένα μετερίζια. Ανοιγοκλείνουν τα σχολεία και το λιανεμπόριο, δεκάδες άλλες δραστηριότητες και υπηρεσίες αναστέλλονται πλήρως, πορείες χαρακτηρίζονται παράνομες και οι διαδηλωτές διώκονται με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο και με όλα τα δυνατά μέτρα καταστολής.
Όμως, οι εκκλησίες επίσημα και ανεπίσημα λειτουργούσαν σχεδόν καθ’ όλην τη διάρκεια της πανδημίας χωρίς καμία ουσιαστική ενέργεια από το κράτος για την «απειθαρχία» της Εκκλησίας.
Η υπόθεση όμως με τα χατίρια της κυβέρνησης προς την Εκκλησία συνεχίζεται με την επιπλέον χρηματοδότησή της. Την ώρα που ο μέσος εργαζόμενος είτε βγάζει ελάχιστα χρήματα για τον βιοπορισμό του είτε αδυνατεί να έχει ακόμη και τα βασικά, την ώρα που υπάρχουν τρομερές ελλείψεις σε ΜΕΘ, ιατρικές εγκαταστάσεις και προσωπικό, που χιλιάδες παιδιά δεν έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, το κράτος δεν διστάζει να δώσει και άλλα από τα λεφτά των πολιτών για την ενίσχυση ενός κλάδου με ιδιαίτερα υψηλή οικονομική κάλυψη.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν στη δημοσιότητα, ο μισθός ενός αρχιεπισκόπου ανέρχεται στα 2.600 ευρώ, ενός μητροπολίτη στα 2.210, 1.820 ευρώ παίρνουν οι επίσκοποι και πάνω από 1.000 οι κληρικοί με περισσότερα από δέκα χρόνια προϋπηρεσίας.
Το φέσι του Δημοσίου όμως δεν τελειώνει εκεί καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει φροντίσει και για τις εξωτερικές υποθέσεις της Εκκλησίας, για να μην μείνει κανένας παραπονεμένος. Εξάλλου πρόκειται για ένα… πολυεθνικό μαγαζί. Χρηματοδότηση ύψους 2 εκατ. ευρώ παρέχεται ετησίως στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη.
Τα ελληνικά πανεπιστήμια από την άλλη, ήδη εδώ και χρόνια υπό διάλυση λόγω της υποχρηματοδότησης και των πολιτικών ιδιωτικοποίησης, πλήττονται τώρα ακόμα περισσότερο με τον νέο αντιεκπαιδευτικό νόμο Κεραμέως.
Η Εκκλησία, ως μια έμπειρη εταιρεία, συνεχίζει να έχει έναν ιδιαίτερα ικανοποιητικό τζίρο ακόμη και σήμερα σε τέτοιες συνθήκες, μπαίνει ξανά δυναμικά στην υπόθεση real estate με περισσότερα από 1.400 ακίνητα εκατοντάδων χιλιάδων στρεμμάτων, όμως δεν δύναται να… καλύψει τους μισθούς των υπαλλήλων της και «ζητάει» την οικονομική διευκόλυνση του Δημοσίου.
Για ακόμη μια φορά λειτουργεί ανενόχλητη ως μια παράλληλη εξουσία, συνεχίζοντας αμέριμνη να ασχολείται με τα επιχειρησιακά της σχέδια, ακριβώς όπως η κυβέρνηση των «αρίστων», αφήνοντας πίσω τους εκατομμύρια κόσμου να παλεύουν για επιβίωση από την πολυεπίπεδη κρίση που διανύουμε.
Το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» εδραιώνεται όλο και περισσότερο από την κυβέρνηση της Δεξιάς.