Μαριάννα Τζιαντζή
Κάποτε μιλούσαμε για τους «εργαζόμενους-λάστιχο», τώρα βλέπουμε τους μαθητές-λάστιχο, την οικογενειακή, την προσωπική και την κοινωνική ζωή-λάστιχο. Βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι. Σκόρπιες κραυγές, σκόρπια γαμώτο, σκόρπιοι στεναγμοί. Πώς όλα αυτά θα ενωθούν στο δρόμο για την ελευθερία;
Από τα κυλιόμενα μνημόνια, όταν πια είχαμε χάσει τον λογαριασμό και δεν ξέραμε αν βρισκόμαστε στο δεύτερο ή το τρίτο, περάσαμε στα κυλιόμενα lockdown ή στα μέτρα-ακορντεόν, με τη δημόσια σφαίρα να συρρικνώνεται ή (σπανιότερα) να ξεχειλώνει, ενώ ταυτόχρονα ξεχειλώνει η υπομονή μας μέχρι –αναπόφευκτα– να φτάσει στο σημείο θραύσης.
Κάποτε μιλούσαμε για τους «εργαζόμενους-λάστιχο», τώρα βλέπουμε τους μαθητές-λάστιχο, την οικογενειακή, την προσωπική και την κοινωνική ζωή-λάστιχο. Ταυτόχρονα, οι προσδοκίες για τον καθολικό εμβολιασμό, που θα σημάνει την επαναφορά στην «κανονικότητα», επίσης ξεχειλώνουν και μετατίθενται σε ένα αόριστο μέλλον, του τύπου «ζήσε, Μάη μου, να φας τριφύλλι».
Με την υποχρηματοδότηση του ΕΣΥ, με την απουσία μέτρων προστασίας στις συγκοινωνίες και τους μεγάλους χώρους εργασίας, η κυβέρνηση επιμένει στο σκουριασμένο αφήγημα περί ατομικής ευθύνης. Πρέπει να θεωρούμε τον εαυτό μας τυχερό και προνομιούχο επειδή δεν έχουμε νοσήσει ή δεν έχουμε χάσει δικούς μας ανθρώπους από τον κορονοϊό; Πόσο τυχερός όμως μπορεί να θεωρηθεί ο άνθρωπος που αναγκάζεται να ζει μες στο αόρατο κελί του φόβου, φτάνοντας στο σημείο να βλέπει την κανονικότητα της φρίκης σαν τη μόνη δυνατή κανονικότητα; Πόσες φορές την ημέρα δίνουμε τις μικρές αμυντικές μας μάχες ενάντια στον «αόρατο εχθρό» και πόσες φορές υποτασσόμαστε στις άνωθεν εντολές;
Στο Καφενείον «Εμιγκρέκ» του Βασίλη Βασιλικού, μια πολύτιμη ιστορική μαρτυρία, αφού γράφτηκε εν θερμώ τον πρώτο χρόνο της χούντας, ένας πολιτικός εξόριστος στη Γαλλία λέει: «Εμένα η μέρα αυτή, η 21η Απριλίου, χαράχτηκε εδώ πάνω (δείχνει το στέρνο του) σαν τις στάμπες εκείνες που σφραγίζουνε τις αγελάδες. Κι ώσπου να φύγει η μελανιά, εγώ σας το λέω, δεν θα ησυχάσω, δεν θα νιώσω ελεύθερος».
Ο φόβος της ασθένειας, ο φόβος του θανάτου χαράζεται μέρα τη μέρα στο στέρνο μας χωρίς τη χρήση πυρακτωμένου σίδερου. Χαράζεται σιγά σιγά, ακόμα και πάνω στο δέρμα των μικρών παιδιών, καθώς, όπως εύστοχα έχει ειπωθεί, «από την απαγόρευση της κανονικότητας οδεύουμε στην κανονικότητα των απαγορεύσεων». Μόνο που η μελανιά δεν είναι ο κορονοϊός αλλά ο αρπακτικός, ο βάναυσος, ο αδηφάγος καπιταλισμός, με την ανεργία και τα λουκέτα να ζωγραφίζουν μια μόνιμη και όχι έκτακτη κανονικότητα.
Σαν να φοράμε στο ύψος του αστράγαλου ένα αόρατο βραχιολάκι γεωεντοπισμού, σαν να ’μαστε φυλακισμένοι σε κατ’ οίκον περιορισμό. Το βραχιολάκι επιτρέπει τη μετακίνησή μας μέχρι τον κάδο των σκουπιδιών — αν κινηθούμε παραπέρα, θα αρχίσει να βαρά ο εσωτερικός συναγερμός. Η «μελανιά» είναι βαθιά.
Δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να φοβόμαστε, δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να κρυβόμαστε
Ζούμε ιστορικές στιγμές. Ήδη εξοικειωνόμαστε με την ιδέα ότι οι νέες μεταλλάξεις του κορονοϊού θα είναι μόνιμο στοιχείο της μελλοντικής μας κανονικότητας. Η παγκοσμιοποίηση, που κάποτε ταυτιζόταν με τις ανεμπόδιστες μετακινήσεις και τις τάχα αμέτρητες ευκαιρίες, τώρα λειτουργεί σαν μέτρο σύγκρισης ή μάλλον σαν προειδοποίηση για τα χειρότερα: «Η Θεσσαλονίκη θα γίνει Μπέργκαμο», έλεγαν πριν λίγες εβδομάδες, ενώ τώρα ακούμε για τον κίνδυνο της «πορτογαλοποίησης». Και ένα-ένα τα δόγματα της «επιχειρηματικότητας» καταρρέουν: από το «think big» μέχρι το «think globally». Τι «big» να σκεφτεί κανείς, όταν μας εκπαιδεύουν να ζούμε από μέρα σε μέρα, κλεισμένοι στους τοίχους του σπιτιού ή καθηλωμένοι μπροστά σε μια οθόνη; Μικραίνει ο κόσμος μας, μικραίνει η σκέψη μας, ψαλιδίζονται οι προσδοκίες μας.
Το κόκκινο της επανάστασης, το κόκκινο του κομμουνισμού και της απελευθέρωσης του ανθρώπου γίνεται σήμερα το κόκκινο του κινδύνου. Το «έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη», με τη φωνή της Μαρίας Δημητριάδη δεν φέρνει στο νου μας μια παγκόσμια έκρηξη ελευθερίας, όπως συνέβαινε στις αρχές της μεταπολίτευσης. Το ίδιο και οι στίχοι από την Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου «έχ’ η πλάση κοκκινήσει / κι άλλος ήλιος έχει βγει/ σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη». Πάντως, οι διεθνείς θύτες, το κεφάλαιο και οι υπηρέτες του, δεν πρόκειται να κοκκινίσουν από ντροπή.
Οι τρεις τελευταίες δεκαετίες μάς έχουν διδάξει ότι στην Ιστορία δεν υπάρχει «έτσι κι αλλιώς», δεν υπάρχει «έτσι θα γίνει, έτσι πρέπει να γίνει». Όμως αυτά που τώρα συμβαίνουν, μας ψιθυρίζουν ότι «έτσι ΔΕΝ πρέπει να γίνει». Δεν πρέπει να γίνει ό,τι επιδιώκουν ο Μητσοτάκης, οι υπουργοί του και τα συμφέροντα που εκπροσωπούν. Παραφράζοντας έναν μεγάλο ποιητή, θα λέγαμε ότι «δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε», αλλά και «δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να φοβόμαστε, δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να κρυβόμαστε».
Βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι. Σκόρπιες κραυγές, σκόρπια γαμώτο, σκόρπιοι στεναγμοί. Πώς όλα αυτά θα ενωθούν στον δρόμο για την ελευθερία; Δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο.