Μπάμπης Συριόπουλος
▸ Η συμμετοχή στην ΕΕ αποτελεί μονόδρομο για το κεφάλαιο και την αστική τάξη, αλλά και «ταμπού» για αρκετές δυνάμεις της Αριστεράς
Φέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια από την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), πρόδρομο της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Γενάρη του 1981. Η ένταξη είχε δρομολογηθεί από τη συμφωνία σύνδεσης Ελλάδας-ΕΟΚ τον Ιούνη 1961, ενώ «αρχιτέκτονας» ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, είτε ως αρχηγός της ΕΡΕ είτε της ΝΔ.
Στο πλαίσιο της επετείου διοργανώθηκε «πανηγυρική συνεδρίαση» της Βουλής την περασμένη Πέμπτη, 18 Φεβρουαρίου, όπου από τους βουλευτές της ΝΔ και τον επίτροπο της ΕΕ, Μαργαρίτη Σχοινά, η ένταξη συνδέθηκε με την επανάσταση του 1821 ως η ολοκλήρωσή της, καθώς, όπως ειπώθηκε, η επανάσταση καθόρισε την ταυτότητά μας ως Ευρωπαίων. Ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, αναπληρωτής ΥΠΕΞ, χαρακτήρισε την ένταξη ως τη λήξη της «εσωτερικής ταυτοτικής αναζήτησης» του ελληνικού λαού που «ταλάνιζε επί χρόνια τη χώρα» και έκανε πράξη ότι «η Ελλάς ανήκει στη Δύση», υπογραμμίζοντας ότι «η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων» επικύρωσε αυτή «τη βασική πολιτική επιλογή της χώρας», ακόμα και με τρία μνημόνια. Η κυβέρνηση και οι βουλευτές της ΝΔ επιβεβαιώνουν έτσι το γεγονός ότι η ένταξη και η πάση θυσία παραμονή στην ΕΕ ταυτίζεται με την παραμονή στη «Δύση» –το άλλο όνομα, από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου– του κόσμου του κεφαλαίου και της ατομικής ιδιοκτησίας. Συνολικά, δε, η αστική τάξη παρέμεινε αταλάντευτη στην επιλογή της και την τελευταία δεκαετία της κρίσης και των μνημονίων, κάνοντας επώδυνους και ταπεινωτικούς συμβιβασμούς με τους «θεσμούς» της ΕΕ και τις ηγέτιδες χώρες της.
Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρξε ούτε ένας εργοδοτικός φορέας, ούτε ένα εμποροβιομηχανικό επιμελητήριο σε κάποια επαρχιακή πόλη που να τοποθετηθεί υπέρ της αποδέσμευσης από την ΕΕ ή την ευρωζώνη. Παρέμειναν πιστοί παρά τις δυσκολίες, γιατί ο μηχανισμός της τους θωρακίζει πάνω απ’ όλα από τον «εσωτερικό εχθρό», την εργατική τάξη της Ελλάδας, ενώ διασφαλίζει τους όρους απόσπασης της υπεραξίας, έστω κι αν υποχρεώνονται να τη μοιράζονται με το δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο. Από την πλευρά τους, τα αστικά κόμματα οποιασδήποτε απόχρωσης έχουν ευθυγραμμιστεί απόλυτα με αυτή την ταυτοτική επιλογή, παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις. Αυτό εκφράστηκε ανεπιφύλακτα στη συνεδρίαση της Βουλής, εκτός από τη ΝΔ, από τον εκπρόσωπο του ΚΙΝΑΛ και από τον βουλευτή της Ελληνικής Λύσης που δήλωσε –παρά τις ρητορείες για τις τράπεζες και τα μνημόνια– ότι στο κόμμα του είναι «100% ευρωπαϊστές».
Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Δημήτρης Παπαδημούλης ως αντιπρόεδρος της Ευρωβουλής αναφέρθηκε στα «ελλείμματα» της ΕΕ στην πανδημία, στο προσφυγικό και στη δημοκρατία και ο Ιωάννης Μπουρνούς στην αποτυχία της σύγκλισης ανάμεσα στον βορρά και στον νότο, καθώς και σε «πραξικοπηματικές μεθόδους εκβιασμού» από τους θεσμούς. Ωστόσο, αμφότεροι έκριναν συνολικά θετικό τον απολογισμό αυτών των 40 ετών. Η Σοφία Σακοράφα, από το ΜέΡΑ25, αναγνώρισε ότι ο ελληνικός λαός δεν ωφελήθηκε από την ένταξη και ανέδειξε τον ρόλο της ΕΕ στη στρατιωτική αντιπαράθεση με τη Ρωσία, όμως δεν είπε τίποτα για το τι πρέπει να κάνει σε σχέση με την ΕΕ, ούτε έθεσε ζήτημα αποχώρησης.
Η στάση απέναντι στην ΕΕ του κεφαλαίου αποτελεί σαφή διαχωριστική γραμμή — έξω τώρα!
Η ΕΕ, άλλωστε, είναι το «ιερό δισκοπότηρο» του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, το κομβικό σημείο συναίνεσης των αστικών κομμάτων όλου του αστικού πολιτικού φάσματος. Τελευταίο παράδειγμα η Ιταλία, όπου διορίστηκε από τον ιταλό πρόε-
δρο πρωθυπουργός ο Μάριο Ντράγκι, πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ κι εκλεκτός των Βρυξελλών. Ο τραπεζίτης πρωθυπουργός, τον οποίο δεν εξέλεξε κανένας, υποστηρίζεται από έξι κόμματα όλου του πολιτικού φάσματος, μαζί και του ακροδεξιού Σαλβίνι, που θεωρεί το ευρώ αδιαπραγμάτευτη επιλογή, αλλά και των «αντισυστημικών» Πέντε Αστέρων. Τα συμφέροντα του κεφαλαίου, η ΕΕ και η αυταρχική επιβολή ενός πρωθυπουργού με τη συναίνεση των αστικών κομμάτων οδήγησαν σε ένα μίγμα που ελάχιστα θυμίζει τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό.
Ο βουλευτής του ΚΚΕ, Νίκος Καραθανασόπουλος, ανέδειξε τον επιτελικό ρόλο της ΕΕ στην αντεργατική επίθεση. Μίλησε για «την ανάγκη αποδέσμευσης από την ΕΕ, συνδυασμένη με την πορεία για γενικότερες ρήξεις και ανατροπές σε επίπεδο εξουσίας και οικονομίας, για την εργατική εξουσία δηλαδή και το νσοσιαλισμό». Εξέφρασε, παράλληλα, την αντίθεση του ΚΚΕ στον «ευρωσκεπτικισμό» απ’ όπου κι αν προέρχεται, «συντηρητικής απόχρωσης είτε οπορτουνιστικής απόχρωσης», γιατί έτσι εγκλωβίζονται οι λαοί «μέσα στη βαρβαρότητα του συστήματος».
Το σίγουρο είναι πως η στάση απέναντι στην ΕΕ και η προβολή της ανάγκης της αποδέσμευσης άμεσα, για την υπεράσπιση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, ως κεντρικού κόμβου μιας αντικαπιταλιστικής ανατροπής, αποτελεί βασικό κριτήριο και διαχωριστική γραμμή για την Αριστερά. Τα μισόλογα και οι υπεκφυγές με διάφορα προσχήματα δείχνουν απλά ταλαντεύσεις και συμβιβαστικές διαθέσεις. Δεν μπορεί η Αριστερά να είναι διεθνιστική, αν δεν αντιπαλεύει τον ευρωπαϊκό εθνικισμό, δεν μπορεί να είναι αντιρατσιστική, αν δεν βλέπει την ΕΕ που πνίγει τους πρόσφυγες, δεν μπορεί να υπερασπίζεται την ελευθερία απέναντι στον φασισμό και την Ακροδεξιά, αν ανέχεται αυτόν που οργανώνει νομότυπα πραξικοπήματα, δεν μπορεί να επαγγέλλεται την επανάσταση και την εργατική εξουσία, αν από σήμερα δεν καλεί τον λαό να γκρεμίσει έναν βασικό πυλώνα της αστικής εξουσίας.
Για την αστική τάξη της Ελλάδας η πρόσδεση στην ΕΕ είναι στρατηγική. «2021 – 40 χρόνια πιο δυνατοί μαζί», είναι το λογότυπο της καμπάνιας για την επέτειο. Έχουν κάνει την επιλογή τους. Για την εργαζόμενη πλειονότητα είναι αναγκαία από τώρα η «εσωτερική ταυτοτική αναζήτηση» ενός άλλου δρόμου, έξω από την ΕΕ του κεφαλαίου.