Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Το PCI ιδρύθηκε μέσα στις φλόγες της επαναστατικής έξαρσης του 1919-1921 και είχε πρωτοπόρο ρόλο στον ένοπλο αντιφασιστικό αγώνα και στην αντίσταση στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ιστορική του διαδρομή αποτελεί παράδειγμα για το πώς η γραμμή του ρεφορμισμού, του κυβερνητισμού και της ταξικής συνεργασίας οδηγεί το μεγαλύτερο ΚΚ της Δυτικής Ευρώπης στην παρακμή και τελικά στην εξαφάνιση.
Χρονολόγιο
1920 ● Αναπτύσσεται κίνημα εργατικών συμβουλίων στη βόρεια Ιταλία
1921, 21 Ιανουαρίου ● Ιδρύεται το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα
1922, 30 Οκτωβρίου: ● Πρωθυπουργός ο Μουσολίνι
1926, Νοέμβριος ● Το φασιστικό καθεστώς μετατρέπεται σε ολοκληρωτική δικτατορία –
Φυλάκιση του Αντόνιο Γκράμσι και πολλών αγωνιστών
1943 ● Γενική απεργία στη Βόρεια Ιταλία, μαζικό αντάρτικο – Καθαίρεση Μουσολίνι, πρωθυπουργός ο Μπαντόλιο
1944, Ιανουάριος ● Αντιφασιστικό συνέδριο στο Μπάρι με ριζοσπαστικές προτάσεις
1944-1947 ● Κυβέρνηση Εθνικής ενότητας με συμμετοχή του ΚΚΙ
1947, Μάιος ● Εκδίωξη των κομμουνιστών από την κυβέρνηση
1973 ● Διατύπωση από τον Μπερλίνγκουερ του ιστορικού συμβιβασμού
1991 ● Μετασχηματισμός του ΚΚΙ σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα
Η συμμετοχή της Ιταλίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο προκάλεσε οδυνηρές επιπτώσεις στη χώρα. Εκατόμβες νεκρών, καταστροφή των οικονομικών υποδομών, μαζική ανεργία, μεγάλη πτώση της παραγωγής. Η χώρα οδηγήθηκε σε οξεία κρίση. Στη βόρεια ιδίως Ιταλία αναπτύχθηκε ένα βίαιο μαζικό επαναστατικό κίνημα, υπό την επιρροή και της Οκτωβριανής Επανάστασης. Στις εκλογές του 1919 το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΣΚΙ) αναδείχθηκε η ισχυρότερη κοινοβουλευτική δύναμη. Η ταξική πάλη οξύνθηκε με μαζικοποίηση των απεργιών και αγωνιστικών πρωτοβουλιών.
Η κόκκινη διετία και η ίδρυση του ΚΚ Ιταλίας
Το 1920, με πρωτοβουλία της Ordine Nuovo, αριστερής πτέρυγας του ΣΚΙ με επικεφαλής τον Αντόνιο Γκράμσι, οι εργάτες στο Τορίνο ιδίως, οργάνωσαν εργοστασιακά συμβούλια, ενώ οι εργάτες των βιομηχανικών πόλεων του Βορρά αντιδρώντας στο λοκ-άουτ των εργοδοτών προχώρησαν στην κατάληψη των κλειστών εργοστασίων, συστήνοντας εργατικά συμβούλια, που ανέλαβαν τη διαχείρισή τους. Μάλιστα, σε αρκετές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στο Μιλάνο και το Τορίνο, οι εργάτες προχώρησαν στη δημιουργία Κόκκινης Φρουράς. Το εργατικό κίνημα όμως δεν προχώρησε σε αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας, υπό την πίεση της ρεφορμιστικής πλειοψηφίας στην ηγεσία του ΣΚΙ. Μάλιστα, η ηγεσία του ΣΚΙ με την υπόσχεση ορισμένων παραχωρήσεων από την κυβέρνηση έσπευσε να συνάψει συμφωνία μ’ αυτήν για τη λήξη της κατάληψης των επιχειρήσεων. Σε αυτές τις συνθήκες ήταν αναπόφευκτη και επιτακτική η διάσπαση του ΣΚΙ. Στην άρνηση της πλειοψηφίας υπό τον Τζατσίντο Σεράτι να κόψει τον ομφάλιο λώρο με τη δεξιά πτέρυγα υπό τον Φιλίπο Τουράτι, η αριστερή πτέρυγα του κόμματος αποχώρησε και στις 21 Ιανουαρίου 1921 ίδρυσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας (ΚΚΙ).
Η μεγαλοαστική τάξη θορυβημένη από την έξαρση του εργατικού κινήματος αποφάσισε να ενισχύσει το φασιστικό κίνημα του Μπενίτο Μουσολίνι, τέως σοσιαλιστή. Οι φασίστες σχημάτισαν ένοπλα αποσπάσματα και χτυπούσαν τις εργατικές και δημοκρατικές οργανώσεις. Έτσι, όταν ο Μουσολίνι επικεφαλής μερικών χιλιάδων φασιστών μελανοχιτώνων εισήλθε στη Ρώμη (Πορεία προς τη Ρώμη), ο βασιλιάς Ουμβέρτος, δήθεν για ν’ αποφύγει την εμφύλια αιματοχυσία, ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Μουσολίνι, που έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την πλειοψηφία των βουλευτών των αστικών κομμάτων. Είναι αδιαμφισβήτητη η στήριξη του αστικού κρατικού μηχανισμού στον Μουσολίνι, αφού στη Ρώμη στάθμευαν ισχυρότατες στρατιωτικές δυνάμεις, που θα μπορούσαν εύκολα να συντρίψουν τις λίγες χιλιάδες μελανοχιτώνων του Μουσολίνι.
Φασιστική αντεπανάσταση και τρομοκρατία
Το νέο καθεστώς εξαπέλυσε τρομοκρατία κατά της αντιπολίτευσης και ιδίως κατά του ΚΚΙ . Μετά τη δολοφονία του σοσιαλιστή ηγέτη Τζάκομο Ματεότι το 1923, τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, με συμμετοχή και του ΚΚΙ υπό την ηγεσία του Γκράμσι, σχημάτισαν αντιφασιστικό συνασπισμό. Η πρόταση του ΚΚΙ να κληθούν σε γενική απεργία οι μάζες δεν έγινε αποδεκτή από τα άλλα κόμματα, με αποτέλεσμα οι φασίστες να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους.
Τον Νοέμβριο του 1926 το φασιστικό καθεστώς απέβαλε τον κοινοβουλευτικό μανδύα. Η ολοκληρωτική δικτατορία επιβλήθηκε με την έκδοση έκτακτων διαταγμάτων, με τα οποία τέθηκαν εκτός νόμου όλα τα πολιτικά κόμματα και οι οργανώσεις, εκτός από το φασιστικό. Κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας είχε το Μεγάλο Συμβούλιο του Φασιστικού Κόμματος, πού είχε τον έλεγχο της κυβέρνησης. Οι φασίστες το 1927 οργάνωσαν το συντεχνιακό κράτος, με την ίδρυση του Εθνικού Συμβουλίου των Συντεχνιών (υποκατάστατο της βουλής) με σκοπό τη συνεργασία των τάξεων. Το συμβούλιο περιέλαβε αντιπροσώπους των εργατικών ενώσεων, των ενώσεων επιχειρηματιών και του Φασιστικού Κόμματος. Εξασφαλίζοντας τον ολοκληρωτικό πολιτικό και κοινωνικό έλεγχο της δημόσιας ζωής, οι φασίστες προχώρησαν στην εξόντωση της αντιπολίτευσης, δρώντας με ιδιαίτερη σκληρότητα κατά του κύριου αντιπάλου τους, του ΚΚΙ. Οι ηγέτες του ΚΚΙ, συμπεριλαμβανομένου και του Γκράμσι, αλλά και ηγέτες άλλων αντιπολιτευόμενων κομμάτων, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν από το Ειδικό Δικαστήριο του καθεστώτος σε εξοντωτικές ποινές.
Κατά του φασιστικού καθεστώτος εκδηλώθηκε λαϊκή αντίσταση που εντάθηκε στη δεκαετία του 1930, ιδίως στο δεύτερο μισό της. Σε πολλές περιοχές ξέσπασαν απεργίες και διαδηλώσεις. Πρωταγωνιστική δύναμη στο αντιφασιστικό κίνημα υπήρξε το ΚΚΙ παρά τα ισχυρά πλήγματα που είχε δεχτεί απ’ τη φασιστική δικτατορία. Τον αντιφασιστικό αγώνα ενδυνάμωσε η συμφωνία του Κομμουνιστικού και του Σοσιαλιστικού κόμματος για ενότητα δράσης.
Από τον αντιπολεμικό αντιφασιστικό αγώνα στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας
Τον Ιούνιο του 1940 η Ιταλία εισήλθε στον παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Ιταλικά εκστρατευτικά σώματα στάλθηκαν σε διάφορες χώρες. Οι στρατιωτικές αποτυχίες του φασιστικού καθεστώτος και η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης ενδυνάμωσαν τον αντιφασιστικό αγώνα.
Με πρωτοβουλία του ΚΚΙ κηρύχθηκε στη βόρεια Ιταλία γενική εργατική απεργία τον Μάρτιο του 1943. Η απειλή στρατιωτικής κατάρρευσης και αντιφασιστικής επανάστασης τρομοκράτησε την αστική τάξη που εγκατέλειψε τον πόλεμο και καθαίρεσε τον Μουσολίνι από τη θέση του πρωθυπουργού, τοποθετώντας στη θέση του τον στρατηγό Πιέτρο Μπαντόλιο, που τον Σεπτέμβρη του 1943 υπέγραψε μυστική συμφωνία ανακωχής με την Αγγλοαμερικανική διοίκηση. Όταν αποκαλύφθηκε η συμφωνία οι Γερμανοί κατέλαβαν το σύνολο σχεδόν της χώρας, εγκαθιδρύοντας το φασιστικό καθεστώς του Σάλο με επικεφαλής τον Μουσολίνι.
Η πτώση του δικτάτορα έδωσε μεγάλη ώθηση στον αντιφασιστικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Με ηγεμονική δύναμη το ΚΚΙ, οι αντιφασιστικές δυνάμεις δρούσαν ανοιχτά, ίδρυαν παντού αντιφασιστικές επιτροπές, που όριζαν επιτρόπους στα συνδικάτα και επιτροπές απελευθέρωσης. Πολλαπλασιάστηκαν οι απεργίες. Κηρύχθηκε γενική απεργία στην βόρεια Ιταλία, κινητοποιώντας ένα εκατομμύριο εργάτες. Πολύ γρήγορα αναπτύχθηκε και το αντάρτικο κίνημα, φτάνοντας τους 100.000 άντρες το καλοκαίρι του 1944. Στον βιομηχανικό Βορρά διαμορφωνόταν λαϊκή εξουσία σε δυαδική συνύπαρξη με τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις και τα υπολείμματα του φασισμού. Αλλά και στη νότια Ιταλία το ΚΚΙ και τα άλλα αντιφασιστικά κόμματα κινούνταν δραστήρια. Στα τέλη του Γενάρη του 1944 συγκλήθηκε στο Μπάρι Συνέδριο των αντιφασιστικών κομμάτων, που ζήτησε την άμεση παραίτηση του βασιλιά και του Μπαντόλιο, μετατροπή του συνεδρίου σε αντιπροσωπευτική συνέλευση για τη χώρα μέχρι τις εκλογές για συντακτική συνέλευση. Οι ριζοσπαστικές προτάσεις του Συνεδρίου ήταν απαράδεκτες για τους δυτικούς ιμπεριαλιστές, που είχαν απελευθερώσει τη νότια Ιταλία. Ήταν όμως αμφίβολο ότι θα επιχειρούσαν να τις ματαιώσουν με τη βία των όπλων, όπως έκαναν οι Άγγλοι στην Ελλάδα, αφού ο πόλεμος συνεχιζόταν στην Ιταλία με αποφασιστική συμμετοχή των αντάρτικων δυνάμεων και του λαϊκού κινήματος. Τελικά, αντί της ριζοσπαστικής κυβέρνησης που απαιτούσαν το ΚΚΙ και το ΣΚΙ, στην Ιταλία συγκροτήθηκε κυβέρνηση εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό μάλιστα τον στρατάρχη Μπαντόλιο και τη συμμετοχή των χριστιανοδημοκρατών, των κομμουνιστών και των σοσιαλιστών, με ηγεσία των πρώτων. Ήταν δεξιά ερμηνεία των αποφάσεων του 7ου Συνεδρίου της Διεθνούς για την αντιφασιστική εθνική συμμαχία των κομμουνιστών όχι μόνο με τους σοσιαλιστές, αλλά και με αστικοδημοκρατικές δυνάμεις. Στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία αυτή η εξέλιξη αποφασίστηκε στη συνδιάσκεψη των τριών υπουργών Εξωτερικών ΗΠΑ, Αγγλίας και ΕΣΣΔ στη Μόσχα.
Ωστόσο, οι χριστιανοδημοκράτες και οι Άγγλοι και Αμερικανοί πάτρωνές τους δεν αντιμετώπιζαν τους κομμουνιστές ως ισότιμους πραγματικούς συμμάχους, αλλά ως δύναμη ανάσχεσης του λαϊκού ριζοσπαστισμού, συχνά αυθόρμητα, αφού τα λαϊκά όργανα που είχαν δημιουργηθεί μέσα στον αγώνα (λαϊκός στρατός, επιτροπές απελευθέρωσης) προσπαθούσαν να διευρύνουν την εξουσία τους, δημιουργώντας μία κατάσταση δυαδικής εξουσίας.
Στη βόρεια Ιταλία μετά την απελευθέρωσή της από τους Γερμανούς για δύο εβδομάδες περίπου τον έλεγχο της εξουσίας είχαν οι λαϊκές επαναστατικές δυνάμεις, οι 300.000 ένοπλοι μαχητές, οι επιτροπές εθνικής απελευθέρωσης. Παρέδωσαν όμως την εξουσία στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, που κυριαρχούσαν οι χριστιανοδημοκράτες.
Ο ταξικός χαρακτήρας της κυβέρνησης εθνικής ενότητας αποσαφηνίστηκε και λειτούργησε με την έναρξη του ψυχρού πολέμου των χθεσινών συμμάχων. Έτσι, τον Μάη του 1947, ο Ιταλός πρωθυπουργός Ντε Γκάσπερι απομάκρυνε τους κομμουνιστές υπουργούς από την κυβέρνηση χωρίς πραγματικές εξηγήσεις.
Επιμονή στον κυβερνητισμό, πορεία προς τον «ιστορικό συμβιβασμό»
Παρά τη διάψευση της επιλογής του κυβερνητισμού αντί της επανάστασης τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης σε ιδεολογικοπολιτική σύμπλευση με την ΕΣΣΔ απ’ τη δεκαετία του 1950 υιοθέτησαν την στρατηγική των σταδίων, με πρώτο στάδιο την αντιμονοπωλιακή αλλαγή και δεύτερο τον σοσιαλισμό. Στο πρώτο στάδιο της αντιμονοπωλιακής αλλαγής ή της προχωρημένης δημοκρατίας στόχος ήταν μεταρρυθμίσεις που θα περιόριζαν τη δύναμη των μονοπωλίων με την ανάδειξη κυβέρνησης από τη συμμαχία κομμουνιστών, σοσιαλδημοκρατών ή και προοδευτικών αστικών δυνάμεων. Δεν επρόκειτο για αριστερή συμμαχία, αφού τα σοσιαλιστικά- σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είχαν μεταλλαχθεί σε κόμματα διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτή τη στρατηγική είχε υιοθετήσει το ΚΚΙ, σε διάφορες παραλλαγές, στη μεταπολεμική περίοδο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄70, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα σχημάτισε με τους σοσιαλιστές του Μιτεράν κυβέρνηση της Αριστεράς, ενώ στη μεταπολίτευση και το ΚΚΕ επιδίωξε συμμαχία με το ΠΑΣΟΚ, που δεν πραγματοποιήθηκε σε κυβερνητικό επίπεδο.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στη Γαλλία και ιδίως στις αρχές του 1970 στην Ιταλία εκδηλώνεται εκτεταμένη κοινωνική αναταραχή στα όρια επαναστατικής κατάστασης. Στα μεγάλα εργοστάσια του Ιταλικού Βορρά εκδηλώνεται εξέγερση των εργατών μεγάλων εργοστασίων. Αυτή η αναταραχή οδηγεί σε μεταρρυθμίσεις (εργατικός έλεγχος, συμβούλια στις επιχειρήσεις, αυξήσεις). Παράλληλα, αναπτύσσεται η ριζοσπαστικοποίηση της φοιτητικής και εργατικής νεολαίας. Το σύστημα απαντά με μεταρρυθμίσεις, αλλά και με κρατική και παρακρατική βία και τρομοκρατία, όπως η σφαγή στην Piazza Fontana του Μιλάνου τον Δεκέμβρη του 1969.
Η ηγεσία του ΚΚΙ απάντησε «κυβερνητικά» στην κοινωνική έκρηξη του ΄70
Αυτή την κοινωνική αναταραχή που από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 συναντάται και με την οικονομική κρίση του καπιταλισμού η ηγεσία του ΚΚΙ, κατά τη διαμορφωμένη αντίληψη της, θεωρεί ότι μόνο αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση μπορεί να την αντιμετωπίσει και όχι αξιοποιώντας και ηγεμονεύοντας τις κοινωνικές εκρήξεις. Για την ανάδειξη όμως αποτελεσματικής κυβέρνησης θεωρεί ανεπαρκή την «αριστερή» συμμαχία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ο ηγέτης του ΚΚΙ Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, με τα κείμενά του για την πραξικοπηματική ανατροπή στη Χιλή της κυβέρνησης της «Λαϊκής Ενότητας» (συμμαχία Κομμουνιστών-Σοσιαλιστών) καταλήγει στη θέση ότι ένας αριστερός συνασπισμός με ισχνή πλειοψηφία στη βουλή (51%), δεν θα είναι ικανός να ασκήσει μιαν αποτελεσματική και βιώσιμη διακυβέρνηση. Απεναντίας, χρειάζεται μία ισχυρή κυβέρνηση εδραζόμενη σε μιαν ευρύτατη πλειοψηφία, απαρτιζόμενη από τα τρία βασικά ρεύματα, το κομμουνιστικό, το σοσιαλιστικό, το χριστιανοδημοκρατικό. Υπάρχει μία οπισθοδρόμηση του ΚΚΙ από την «αριστερή» συμμαχία με το ΣΚΙ στην αστικού τύπου κυβέρνηση εθνικής ενότητας του 1943-1947. Η πρόταση για κυβέρνηση εθνικής ενότητας στη δεκαετία του 1970 είναι γνωστή ως «ιστορικός συμβιβασμός», και θεωρούνταν αναγκαία για την εξασφάλιση όχι μόνον της ευρείας λαϊκής, αλλά και της αστικής συναίνεσης. To ΚΚΙ παρά τη «μετριοπάθειά» του, παρά τη διαφοροποίησή του από την ΕΣΣΔ, παρά την αποδοχή της ένταξης στο ΝΑΤΟ, θεωρείται αντίπαλος από την Ιταλική αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό. Γι’ αυτό, το ΚΚΙ είναι μόνιμα αποκλεισμένο απ’ τη διακυβέρνηση, ώστε να μονοπωλούν την εξουσία τα αστικά κόμματα. Κατά την άποψη της ηγεσίας του κόμματος η κυβερνητική συνεργασία του ΚΚΙ με τη Χριστιανοδημοκρατία θα προσέδιδε σ’ αυτό το χρίσμα του κόμματος εξουσίας. Η υλοποίηση αυτής της πολιτικής πραγματοποιήθηκε με τη στήριξη της κυβέρνησης Τζούλιο Αντρεότι, μέσω της αποχής των κομμουνιστών από τη βουλή το 1976 και τη διαμόρφωση του Κοινού Προγράμματος τον Ιούνιο του 1977. Η συγκυβέρνηση του ΚΚΙ με τη Χριστιανοδημοκρατία σε εποχή έντονων εργατικών αιτημάτων και κοινωνικών αναταραχών, που αντιφάσκουν όμως στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου και στην ανάταξη του μέσου ποσοστού κέρδους, αναπόφευκτα οδήγησαν σε μία «κομμουνιστική λιτότητα», στη μείωση των δημοσίων δαπανών και στον περιορισμό των δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Η ολοκλήρωση της σοσιαλδημοκρατικοποίησης
Το ΚΚΙ εγκαταλείπει τον Ιστορικό Συμβιβασμό στα τέλη του 1980 και προτείνει τη «Δημοκρατική Αλτερνατίβα», μια μορφή ενότητας της Αριστεράς. Στη δεκαετία του 1980 όμως κυριαρχεί η κυβερνητική συμμαχία Χριστιανοδημοκρατίας-Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος με ηγετική φυσιογνωμία τον Μπετίνο Κράξι.
Μετά την πτώση του Τείχους, το πάλαι ποτέ μεγάλο ΚΚΙ με πρόταση του γραμματέα του Ακίλε Οκέτο, απεμπολεί την κομμουνιστική φυσιογνωμία του και μετεξελίσσεται σε ευρωαριστερό κόμμα, σε επαφή και σχέση με τη Σοσιαλιστική Διεθνή. Η μετεξέλιξη ολοκληρώθηκε το 1991 με τη μετονομασία του κόμματος σε «Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς». Όπως επιχειρηματολόγησε ο Οκέτο το κόμμα βρισκόταν ήδη σε διαδικασία μετασχηματισμού σε κόμμα σοσιαλδημοκρατίας, αλλά το όνομα και τα σύμβολα του εμπόδιζαν την προσέγγιση του με ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Δυστυχώς, αυτή την πορεία συστημικής μετάλλαξης ακολούθησαν τα κομμουνιστικά κόμματα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αλλά και η πλειοψηφία των κομμάτων της καπιταλιστικής Ευρώπης.