Γιώργος Νικολαΐδης
Ψυχίατρος, Διευθυντής Ψυχικής Υγείας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, πρόεδρος Επιτροπής Lanzarote
για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική θυματοποίηση
▸ Διαχρονικό φαινόμενο με νέες πλευρές πολλαπλής θυματοποίησης
Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε περίσταση εμπλοκής ανηλίκων σε σεξουαλικές πρακτικές. Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σεξουαλική κακοποίηση παιδιών «θεωρείται η συμμετοχή ή η έκθεση παιδιών και έφηβων σε πράξεις με σεξουαλικό περιεχόμενο υποκινούμενες από ενήλικα, που συνήθως έχει σχέση φροντίδας ή οικειότητας με το παιδί και οι οποίες έχουν ως σκοπό τη σεξουαλική διέγερση ή/και ικανοποίηση του ενήλικα». Με αυτή την έννοια, δεν αποτελούν σεξουαλική κακοποίηση ούτε το φυσιολογικό ενδιαφέρον, η «περιέργεια» ή η ενασχόληση των παιδιών και των εφήβων με σεξουαλικά θέματα ούτε οι φυσιολογικές εκδηλώσεις της σεξουαλικότητας των παιδιών και των έφηβων ούτε το σεξουαλικό «παιχνίδι» των παιδιών, ακόμα και όταν υπερβαίνει όρια που οφείλουν να τηρούνται. Και φυσικά δεν πρέπει να θεωρείται κάτι τέτοιο η οποιαδήποτε εκδήλωση τρυφερότητας από τα παιδιά προς ενήλικες ή από εκείνους απέναντι στα παιδιά.
Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών είναι ένα διαχρονικό, οικουμενικό φαινόμενο. Αντίθετα με τη σωματική κακοποίηση των παιδιών όπου οι αντιλήψεις των κοινωνιών φαίνεται να άλλαξαν ανά τους αιώνες (από το «ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» στην απαγόρευση της σωματικής βίας κατά των παιδιών), στην περίπτωση της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών οι ιστορικές κοινωνίες (ίσως με την εξαίρεση της Αιγύπτου και της Περσίας στους πρώτους αιώνες μ.Χ.), πάντα έθεταν νομικές, θρησκευτικές και ηθικές απαγορεύσεις σε σεξουαλικές πρακτικές εμπλοκής παιδιών με ενήλικα άτομα. Κι αυτό, παρότι η ηλικία ένταξης ενός παιδιού στην κοινότητα των ενεργών σεξουαλικά ατόμων διέφερε: πριν όμως από αυτό το εκάστοτε καθοριζόμενο όριο, η εμπλοκή ενός μικρού παιδιού σε πρακτικές ικανοποίησης των σεξουαλικών επιθυμιών ενηλίκων περιβαλλόταν με απαξία. Και όπως ακριβώς είναι γνωστές οι απαγορεύσεις αυτές ανά τους αιώνες, έτσι είναι γνωστές και οι περιστάσεις παραβίασης των απαγορεύσεων αυτών. Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών δεν φαίνεται να αλλάζει καν συχνότητα ανά τους αιώνες ή τις διάφορες κοινωνίες. Η αίσθηση που δημιουργείται τις τελευταίες δεκαετίες πως «γεμίσαμε παιδόφιλους» δημιουργείται μάλλον επειδή πλέον ολοένα και περισσότερο θύματα βρίσκουν το κουράγιο να μιλήσουν και να καταγγείλουν, ενώ σε πιο παραδοσιακές κοινωνίες έπαιρναν το ένοχο μυστικό στον τάφο τους.
Η σεξουαλική κακοποίηση μικρών σε ηλικία παιδιών είναι και το πρωτοτυπικό παράδειγμα του φαινομένου. Σε αυτές τις περιστάσεις, ψυχολογικά, η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών έχει χαρακτήρα αιμομιξίας, άσχετα αν το ενδιαφέρον του παιδόφιλου έχει μετατοπιστεί και στα παιδιά άλλων. Σε αυτές τις περιπτώσεις –που είναι μάλλον η πλειονότητα των περιστατικών– δράστης είναι ένας γονέας, φροντιστής ή άλλο άτομο από τον στενό «κύκλο εμπιστοσύνης» του παιδιού. Εκείνο δε που έλκει τον/τη δράστη/δράστρια σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η αφυλία, η παιδικότητα, εξ ου και τα θύματα είναι σχεδόν εξίσου αγόρια ή κορίτσια, ενώ οι δράστες είναι επίσης άνδρες ή γυναίκες ενήλικες ή παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας (π.χ. έφηβοι).
Ωστόσο η σεξουαλική κακοποίηση εμπεριέχει και άλλα τελείως διαφορετικά φαινόμενα όπως, για παράδειγμα, τη θυματοποίηση στην εφηβεία. Σε εκείνες τις περιπτώσεις συχνότερα θύματα είναι κορίτσια, δράστες άντρες και τα περιστατικά συμβαίνουν περισσότερο στην κοινότητα και λιγότερο ενδοοικογενειακά. Οι όλοι χαρακτήρες σε αυτή την υποκατηγορία περιστατικών μοιάζουν με τη σεξουαλική βία μεταξύ ενηλίκων (δηλαδή από την επικράτηση ή μη ανδροκρατικών και βίαιων στερεοτύπων για τους ρόλους των φύλων), ενώ η μικρή ηλικία των θυμάτων επιτείνει το αίσθημα της κυριαρχίας στους δράστες.
Μια άλλη κατηγορία περιστατικών αφορά τα λεγόμενα «πολυθυματοποιημένα» παιδιά: είναι παιδιά που μεγαλώνουν σε δυσλειτουργικά οικογενειακά πλαίσια, συχνά στον κοινωνικό αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση, και στη διαδρομή της παιδικής τους ηλικίας θα υποστούν επανειλημμένες και διαφορετικές θυματοποιήσεις (σωματική βία, παραμέληση κ.ο.κ. και σεξουαλική). Αυτά τα παιδιά (π.χ. παιδιά που μεγαλώνουν σε ιδρύματα, παιδιά «του δρόμου») κάποια στιγμή θα εκτεθούν και στη σεξουαλική βία και εκμετάλλευση.
Τέλος, υπάρχει και το κομμάτι της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών, που αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο ιστορικό πλαίσιο της τρέχουσας πανδημίας και των μέτρων περιορισμού που έχουν επιβληθεί σε μεγάλο μέρος του πλανήτη, καθώς η διαδικτυακή δραστηριότητα των παιδιών έχει αυξηθεί εκθετικά και αναλόγως φαίνεται να αυξάνονται και τα περιστατικά διαδικτυακής σεξουαλικής θυματοποίησής τους. Στις περιπτώσεις αυτές, ψυχολογικά, το ερμηνευτικό κλειδί είναι η διαστροφική ανάγκη των δραστών για έλεγχο του σεξουαλικού τους αντικειμένου: οι δράστες αυτοί δεν θυματοποιούν καθαυτό ένα παιδί αλλά ένα βίντεο ή μια φωτογραφία που αναπαριστά ένα παιδί. Το πρόβλημα είναι, ωστόσο, ότι για να παραχθεί το μέσο σεξουαλικής ικανοποίησης των δραστών (οι οποίοι είναι συχνά καλοβαλμένοι και ενταγμένοι κοινωνικά εύποροι κάτοικοι του αναπτυγμένου κόσμου) κάποια πραγματικά παιδιά θυματοποιήθηκαν, συνηθέστερα στις πιο φτωχές χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Η αίσθηση που δημιουργείται πως «γεμίσαμε παιδόφιλους» δημιουργείται μάλλον επειδή ολοένα και περισσότερο θύματα βρίσκουν το κουράγιο να μιλήσουν και να καταγγείλουν
Η έκταση του φαινομένου είναι μεγαλύτερη από όσο πιστεύεται. Το Συμβούλιο της Ευρώπης υπολογίζει ότι ένα στα πέντε παιδιά θα υποστούν κάποιας μορφής σεξουαλική θυματοποίηση στην παιδική τους ηλικία. Το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού για την Ελλάδα υπολογίζει πως ένα στα είκοσι παιδιά θα έχουν μια τουλάχιστον εμπειρία σεξουαλικής κακοποίησης με σωματική επαφή και ένα στα τριάντα παιδιά θα έχουν μια εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού μέχρι την ενηλικίωση.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου είναι δύσκολη, καθώς τα περισσότερα περιστατικά ούτε αφήνουν σωματικά-ιατροδικαστικά ίχνη ούτε υπάρχουν μάρτυρες — οπότε το μόνο πειστήριο είναι η μαρτυρία των παιδιών-θυμάτων. Υπάρχουν σήμερα κοινωνικές τεχνολογίες και μέτρα που αποδεδειγμένα έχουν συμβάλει στην πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου. Στη χώρα μας ωστόσο τα περισσότερα από αυτά δεν έχουν εφαρμοστεί, ακόμα κι αν μερικά εξ αυτών έχουν ψηφιστεί με νόμο (όπως π.χ. η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, το screening των επαγγελματιών που έρχονται σε καθημερινή επαφή με παιδιά κ.λπ.).