Λίτσα Φρυδά
▸ Οι σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης παράγουν βία
Καταιγιστικές είναι οι εξελίξεις μετά την καταγγελία της Ολυμπιονίκη Σοφίας Μπεκατώρου ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον αντιπρόεδρο της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας και στέλεχος της ΝΔ Αριστείδη Αδαμόπουλο, που φέρνει επιτακτικά στη δημόσια συζήτηση ζητήματα σεξισμού και έμφυλης βίας, που στην τρέχουσα συγκυρία, λαμβάνουν τεράστιες διαστάσεις και στη χώρα μας. Το συμβάν που καταγγέλλει η Ολυμπιονίκης και παγκόσμια πρωταθλήτρια στην ιστιοπλοΐα έλαβε χώρα το 1998, στο περιθώριο του παγκόσμιου πρωταθλήματος στην Ισπανία, όπου νεαρό κορίτσι η Σοφία Μπεκατώρου μαζί με την συναθλήτριά της Αιμιλία Τσουλφά μόλις είχαν κατακτήσει την πρόκριση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϋ.
Η αρχική αντίδραση του ΔΣ της ΕΙΟ στις καταγγελίες της Σ. Μπεκατώρου ήταν μια κατάπτυστη ανακοίνωση με την οποία την παρότρυναν να γίνει συγκεκριμένη, επιχειρώντας ουσιαστικά να επιρρίψουν την ευθύνη στην ίδια για την κακοποίησή της, αφήνοντας αιχμή για τον χρόνο που επέλεξε να καταγγείλει το συμβάν. Ο Γιάννης Παπαδημητρίου, έφορος των Εθνικών Ομάδων της ομοσπονδίας, παραιτήθηκε διαχωρίζοντας τη θέση του από την ανακοίνωση αυτή.
Η Νέα Δημοκρατία, από την πλευρά της, ανακοίνωσε την αναστολή της κομματικής ιδιότητας του μέλους της τοπικής οργάνωσης Ραφήνας Αριστείδη Αδαμόπουλου, και η ΕΙΟ ζήτησε την παραίτηση του. Ακολούθησε η παραίτηση και των 13 μελών της Επιτροπής Ανοικτής Θαλάσσης της Ομοσπονδίας, που κατήγγειλαν ανοιχτά την ΕΙΟ για την στάση της.
Η καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου έριξε φως στο σκότος που βιώνουν οι κακοποιημένες γυναίκες και, σπάζοντας τον κύκλο της οδυνηρής σιωπής, δυο ακόμα αθλήτριες, η διεθνής πολίστρια Μάνια Μπίκοφ και η κολυμβήτρια τεχνικής κολύμβησης Ραμπέα Ιατρίδου αποκάλυψαν περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης σε βάρος τους, δηλώνοντας την στήριξή τους στην συναθλήτριά τους, ενώ το φως της δημοσιότητας είδε και περίπτωση σεξουαλικής κακοποίησης 12χρονης αθλήτριας, προ δεκαετίας.
Το μπαράζ καταγγελιών για αντίστοιχα περιστατικά σε βάρος γυναικών μοιάζει να μην έχει τελειωμό, με αποκαλύψεις που αφορούν πολλούς επαγγελματικούς, κοινωνικούς, και πολιτικούς χώρους, ενώ ήδη πάνω από 100 φοιτήτριες του ΑΠΘ καταγγέλλουν συγκεκριμένους καθηγητές για αντίστοιχα περιστατικά.
Παράλληλα, ένα τεράστιο κύμα αλληλεγγύης και υποστήριξης εκφράστηκε προς τα θύματα έμφυλης βίας, ενώ με περισσή υποκρισία το αστικό πολιτικό σύστημα, σπεκουλάρει πάνω στο αποτρόπαιο γεγονός, για να αποκομίσει πολιτικά οφέλη. Έτσι ο Μητσοτάκης και η ΝΔ, δηλώνοντας την υποστήριξή τους στην αθλήτρια, ψαρεύουν στο πεδίο του δικαιωματισμού, τη στιγμή που είναι γνωστές οι σχέσεις που διατηρούν με τις αθλητικές ομοσπονδίες, αλλά και η στήριξη που παρέχουν στον επαγγελματικό αθλητισμό, με ό,τι αυτός συνεπάγεται.
Εξοργιστική είναι και η γεμάτη υποκρισία δήλωση του Ανδρέα Λοβέρδου, που «στέκεται» στο πλευρό της Μπεκατώρου, όταν ως Υπουργός Υγείας, είχε διαπομπεύσει και κακοποιήσει ηθικά, δίνοντας στη δημοσιότητα ονόματα και διευθύνσεις, τοξικοεξαρτημένων οροθετικών γυναικών.
Η μαρτυρία της Μπεκατώρου έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί καθιστά προφανές ότι η σεξουαλική βία απορρέει από εξουσιαστικές σχέσεις που επιβάλλονται από τον θύτη στο θύμα και όχι από την υποτιθέμενη προκλητική συμπεριφορά του δεύτερου που προκαλεί τον πρώτο. Γιατί, η αλληλεγγύη που εκφράστηκε με αφορμή τη μαρτυρία αυτή προς όλα τα θύματα, βοηθάει να νιώσουν πως δεν είναι μόνα και αβοήθητα, αλλά πως υπάρχει γύρω τους ένα πλέγμα προστασίας και φροντίδας και τα στηρίζει να αποτινάξουν από πάνω τους την ενοχή και το αίσθημα αναξιότητας που δημιουργούν αυτά τα τραυματικά γεγονότα. Είναι σημαντική γιατί φανερώνει πως η πολλαπλή βία που υφίσταται καθημερινά μια γυναίκα αποτελεί αίσχιστη μορφή εκμετάλλευσης, με την οποία ο εκμεταλλευτής υποτάσσει όχι μόνο τη φυσική υπόσταση του εκμεταλλευομένου, αλλά προσβάλλει τον ίδιο τον πυρήνα της ύπαρξής του συνολικά.
Φαντάζεται λοιπόν κανείς, αν κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να συμβεί στην περίπτωση ενός προσώπου ευρέως αναγνωρισμένου όπως η Μπεκατώρου, τις πολλαπλές κακοποιήσεις, βιασμούς και παρενοχλήσεις που μπορεί να υφίστανται στον εργασιακό τους χώρο γυναίκες των λαϊκών και εργατικών στρωμάτων που παλεύουν για την επιβίωση, ή άνεργες κατά την αναζήτηση εργασίας, χωρίς να έχουν καμιά δυνατότητα αντίδρασης. Χωρίς να μειώνουμε με κανέναν τρόπο τον φυσικό βιασμό, οφείλουμε να επισημάνουμε και τον «βιασμό» που υφίστανται οι γυναίκες με την άνιση αντιμετώπισή τους στην εργασία και τον μονόπλευρο καταμερισμό των οικιακών εργασιών και καθηκόντων, που το καπιταλιστικό σύστημα ενισχύει και αναπαράγει.