Άννα Μπαχτή
Αιμιλία Τσαγκαράτου
Εκπαιδευτικοί, μαθητές, φοιτητές, ο κόσμος της δουλειάς βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα καταιγισμό νομοθετικών ρυθμίσεων της κυβέρνησης, που έχουν ήδη ψηφισθεί ή αναμένονται το αμέσως επόμενο διάστημα και υλοποιούν ένα συνολικό σχέδιο αντιδραστικής αναδιάρθρωσης της δημόσιας εκπαίδευσης, σύμφωνα με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και τις κατευθύνσεις ΕΕ και ΟΟΣΑ.
Το παζλ των αντιδραστικών αλλαγών στην εκπαίδευση
Το 2021 βρίσκει τον κόσμο της εκπαίδευσης αντιμέτωπο με ένα καταιγισμό νομοθετικών ρυθμίσεων της κυβέρνησης, που έχουν ήδη ψηφισθεί ή αναμένονται να κατατεθούν στη Βουλή το αμέσως επόμενο διάστημα και αφορούν όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Έχουν στρατηγική στόχευση την υλοποίηση ενός συνολικού σχεδίου αντιδραστικής αναδιάρθρωσης της δημόσιας παιδείας. Τα «σκονάκια» του ΟΟΣΑ και της ΕΕ, του ΣΕΒ και του Πισσαρίδη, αλλά και οι δρομολογημένες από τις προηγούμενες κυβερνήσεις (ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΣΥΡΙΖΑ) αναδιαρθρώσεις αποτελούν πολύτιμο αρωγό της. Οι κοσμογονικές αλλαγές στην οικονομία και στην εργασία, με αφορμή την πανδημία, πρέπει να κουμπώσουν με αντίστοιχες αλλαγές στην εκπαίδευση.
Η προσπάθεια «αποδελτίωσης» των βασικών αναδιαρθρώσεων επιδιώκει να συνθέσει το παζλ για τον τρόπο που η καθεμία και όλες μαζί υπηρετούν τις βασικές επιδιώξεις της κυβέρνησης και του κεφαλαίου για την στροφή της νέας γενιάς στην κατάρτιση και τις δεξιότητες προσαρμοσμένη στο νέο εφιαλτικό εργασιακό μοντέλο, για την εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και περιστολής κάθε δημοκρατικού συλλογικού δικαιώματος και ελευθερίας.
Πρώτο, χιλιάδες μαθητές θα βρεθούν εκτός Λυκείου και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η ένταση του εξεταστικού συστήματος με πρώτο σοβαρό βήμα την εφαρμογή της Τράπεζας Θεμάτων από φέτος στις προαγωγικές εξετάσεις της Α΄ Λυκείου, οι αλλαγές του τρόπου πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η επιβολή χρονικού ορίου φοίτησης στα ΑΕΙ αποτελούν ένα ισχυρό χτύπημα στη νεολαία και ιδιαίτερα το φτωχό τμήμα της, με «κόφτες» να μπαίνουν σε κάθε βήμα της εκπαιδευτικής της διαδρομής. Διαμορφώνεται ένα πλαίσιο σκληρής ταξικής επιλογής, με χιλιάδες μαθητές να μένουν εκτός όχι μόνο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και του Λυκείου. Η επαγγελματική ισοτιμία ιδιωτικών κολεγίων και ΑΕΙ κινείται και αυτή σε αυτή την κατεύθυνση, με σαφή προσπάθεια να ευνοηθούν αυτοί που έχουν να πληρώσουν.
Η πολιτική της κυβέρνησης ενισχύει τους ταξικούς φραγμούς στην εκπαίδευση, ενεργοποιώντας εξεταστικούς και άλλους «κόφτες» σε κάθε βήμα της σχολικής διαδρομής
Είναι πρωτοφανές για τα εκπαιδευτικά δεδομένα της χώρας μας η αλλαγή του τρόπου πρόσβασης στα ΑΕΙ εν μέσω της σχολικής χρονιάς, και μάλιστα με εντελώς διαφορετικές εκπαιδευτικές συνθήκες λόγω της πανδημίας. Θεσπίζεται λοιπόν ελάχιστη βάση εισαγωγής στα τμήματα, η οποία θα καθορίζεται από το μέσο όρο των επιδόσεων όλων των υποψηφίων σε όλα τα μαθήματα κάθε επιστημονικού πεδίου και από συντελεστή που θα ορίζει το κάθε πανεπιστημιακό τμήμα, παραπάνω ή λίγο παρακάτω από το μέσο όρο των υποψηφίων. Σε συνδυασμό με το «διπλό μηχανογραφικό» – στην πρώτη φάση με περιορισμένες επιλογές και στη δεύτερη με ότι έχει «περισσέψει» και τη μείωση του αριθμού των εισακτέων, δημιουργείται ένα τοπίο όπου χιλιάδες μαθητές θα βρεθούν εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ειδικά για τους μαθητές που τις δύο τελευταίες σχολικές χρονιές έχουν στερηθεί για μήνες την ζωντανή εκπαιδευτική διαδικασία, τα αποτελέσματα αυτών των αλλαγών θα είναι ολέθρια.
Δεύτερο, άμεση σύνδεση με τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας και αγοράς
Ο νόμος για την Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΕΚ) που ψηφίστηκε είναι το πιο σημαντικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση. Οι αλλαγές γίνονται με βάση την καπιταλιστική οικονομία, με βασικό στόχο τη μαζική «παραγωγή» εργατικού δυναμικού, με καταρτίσεις και επαγγελματικές δεξιότητες που γρήγορα θα απαξιώνονται και που θα χρειάζεται να επαναπροσδιορίζονται. Στόχος είναι το 70% των μαθητών να επιλέξει την ΕΕΚ και οι περισσότεροι από αυτούς τις μεταγυμνασιακές Επαγγελματικές Σχολές Κατάρτισης (ΕΣΚ) και τις Σχολές Μαθητείας του ΟΑΕΔ του επιπέδου 3 των επαγγελματικών προσόντων (ΓΕΛ και ΕΠΑΛ αντιστοιχούν στο επίπεδο 4). Λένε στους μαθητές που δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στον εξεταστικό αγώνα δρόμου για μια θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση να «ξεμπερδεύουν» με μια δίχρονη σχολή μαθητείας που θα τους προσφέρει(;) μια θέση κακοπληρωμένου εργαζόμενου στις τοπικές ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής και οικονομίας. Η ίδρυση των πρότυπων ΕΠΑΛ με κυρίαρχο ρόλο και λόγο των επιχειρήσεων στα κριτήρια και στην επιλογή τομέων και ειδικοτήτων, στα προγράμματα σπουδών, σύμφωνα με τις τοπικές ανάγκες των επιχειρήσεων συνιστούν μία συνολικά αντιδραστική νεοφιλελεύθερη τομή στη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση. Οδηγούν σε απόφοιτους απόλυτα ευάλωτους από τις αλλαγές στην αγορά εργασίας. Ταυτόχρονα οδηγεί σε συρρίκνωση των ΕΠΑΛ, με τομείς και ειδικότητες που δε θα είναι χρήσιμοι στις επιχειρήσεις.
Τρίτο, «το στοίχημα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών θα κερδηθεί τούτη τη φορά»;
Η κυβέρνηση θέλει να απαντήσει το ερώτημα θετικά, για σχολεία και εκπαιδευτικούς. Πατά στο ήδη υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο ενώ αναμένεται ο νόμος για τη διαμόρφωση των δομών που θα την αναλάβουν και ο τρόπος ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Το σχέδιο που φαίνεται να προκρίνεται είναι κάθε εκπαιδευτικός να αξιολογείται από δύο αξιολογητές με μια σειρά κριτήρια και δείκτες και με συνέντευξη που θα «μετρά» την προσαρμογή και υποταγή στο αστικό εκπαιδευτικό σύστημα. Απαραίτητο και το portfolio το οποίο θα περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία της διαδρομής του/της στην εκπαίδευση. Η αξιολόγηση εκπαιδευτικών και δομών πηγαίνει πακέτο με την «αυτονομία» της σχολικής μονάδας και τη «λογοδοσία» των φορέων της εκπαίδευσης, όπου οι ευθύνες για την «αποτελεσματική» ή όχι λειτουργία της εκπαίδευσης μεταφέρεται κατά κύριο λόγο στους εκπαιδευτικούς.
Τέταρτο, μηδενικοί διορισμοί και επέκταση ελαστικής εργασίας.
Η επέκταση της ελαστικής εργασίας σε συνδυασμό με τη συνεχή μείωση των δαπανών για τη δημόσια εκπαίδευση έχουν οδηγήσει σε ασφυξία τη λειτουργία των σχολείων και των ΑΕΙ. Στην πανδημία η κυβέρνηση υλοποίησε το προσοντολόγιο του νόμου Γαβρόγλου και στο όνομα έκτακτων αναγκών προχώρησε σε νέες μορφές ελαστικής εργασίας με τριμηνίτες εκπαιδευτικούς και προσλήψεις ωρομισθίων από διευθυντές εκπαίδευσης. Η ραγδαία αύξηση της ελαστικής εργασίας εκτός από το πρόβλημα της λειτουργίας των σχολείων, κατοχυρώνει την σταθερή επιδίωξη ΟΟΣΑ, ΕΕ, ΣΕΒ για τον ευέλικτο εργασιακά και αναλώσιμο εκπαιδευτικό, ο οποίος είναι πιο αποδοτικός και αποτελεσματικός στην υλοποίηση της κυρίαρχης πολιτικής.
Πέμπτο, χτύπημα στα δημοκρατικά δικαιώματα και ένταση της καταστολής
Με αφορμή την πανδημία η κυβέρνηση επιδιώκει τη διάλυση κάθε συλλογικής και κινηματικής διαδικασίας, γνωρίζοντας ότι πρέπει να κλείσει κάθε χαραμάδα από όπου μπορεί να βγει με ορμητικό τρόπο η οργή και η αντίδραση σε όλα τα παραπάνω. Η προσπάθεια ηλεκτρονικών εκλογών για τους αιρετούς των υπηρεσιακών συμβουλίων στην εκπαίδευση έπεσε μεν στο κενό, όμως η νομοθετική πρόβλεψη για διεξαγωγή των γενικών συνελεύσεων και των αρχαιρεσιών των πρωτοβάθμιων σωματείων με τη «χρήση σύγχρονων ψηφιακών μέσων» δηλώνει την προσπάθεια να εμπεδωθεί ότι πρέπει να ξεμπερδεύουμε πια με τις ζωντανές διαδικασίες των εργαζομένων. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η απόφαση για ηλεκτρονική ψηφοφορία για ανάδειξη των εκπροσώπων των φοιτητών στα συλλογικά όργανα των ΑΕΙ. Ταυτόχρονα η ένταση της καταστολής με τον αναμενόμενο νόμο για την πανεπιστημιακή αστυνομία, το νόμο για τις απεργίες, το χτύπημα κάθε κινηματικής διαδικασίας φτιάχνουν έναν γενικότερο δυστοπικό πλαίσιο.
Μηχανισμός ελέγχου, μέτρησης, αξιολόγησης
Η χρήση της τηλε-«εκπαίδευσης» και των ηλεκτρονικών δεδομένων
Το βάθεμα των κοινωνικών και μορφωτικών ανισοτήτων με την εφαρμογή της εξ αποστάσεως «εκπαίδευσης» στα κλειστά σχολεία είναι κοινός τόπος. Η διαδικασία του «πομπού» εκπαιδευτικού και του «δέκτη» μαθητή σε καμία περίπτωση δεν είναι εκπαίδευση, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη δια ζώσης διδασκαλία.
Η μονιμοποίησή της στη μικτή ή υβριδική της μορφή όπως αναφέρεται σε όλα τα ντοκουμέντα –υπερεθνικά και κυβερνητικά– είναι βασική στόχευση. Και μάλιστα με μια επιχειρηματολογία που μετατρέπει το πρόβλημα στην απάντησή του. «Η ψηφιακή εκπαίδευση θα πρέπει να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην αύξηση της ισότητας και την χωρίς αποκλεισμούς συμμετοχή», δηλώνει η ΕΕ στο πρόσφατο σχέδιο δράσης της για την ψηφιακή εκπαίδευση 2021-2027. «Παρέχει μεγαλύτερη ελευθερία από τους περιορισμούς που συνεπάγεται η φυσική τοποθεσία και το χρονοδιάγραμμα», αναφέρεται στο ίδιο κείμενο. Η κοινωνική διάσταση που έχει η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να εξοβελιστεί.
Ένα από τα «φιλόδοξα» σχέδια της κυβέρνησης είναι η ψηφιοποίηση κάθε πλευράς της εκπαιδευτικής διαδικασίας, δρόμος που άνοιξε διάπλατα με την τηλε-«εκπαίδευση». Η πραγματική στόχευση είναι η δημιουργία ενός πανοπτικού συστήματος που θα μπορεί να ελέγχει και να μετρά το κάθε τι που γίνεται στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια, που θα διευκολύνει τη δημιουργία μηχανισμών αξιολόγησης και άρα αποτελεσματικότερης παρέμβασης από την πλευρά της εξουσίας. Στη Βίβλο Ψηφιακού Μετασχηματισμού προβλέπονται συνολικά 35 έργα για την Παιδεία, ανάμεσά τους η «έξυπνη κατανομή» των αναπληρωτών στα σχολεία και το «ηλεκτρονικό φοιτητολόγιο». Οι αλγόριθμοι θα δυσκολεύουν όλο και περισσότερο την ενεργή παρέμβαση του κινηματικού παράγοντα που θα διεκδικεί.
Μέτωπο πανκοινωνικό συνολικά για την εκπαίδευση
Χρειάζεται βαθιά επίγνωση ότι οι αναδιαρθρώσεις που δρομολογούνται μαζί με αυτές που ήδη έχουν εφαρμοστεί θα έχουν μακρόχρονες επιπτώσεις στη ζωή της νεολαίας, στα μορφωτικά και εργασιακά της δικαιώματα. Γι αυτό λοιπόν το θέμα της παιδείας, όπως και το θέμα της υγείας, αναδεικνύεται σε πρωτεύον κοινωνικό ζήτημα, που αφορά κάθε λαϊκή οικογένεια.
Οι δυσκολίες της περιόδου είναι μεγάλες. Αυτό όμως απαιτεί από τις μαχόμενες δυνάμεις του εκπαιδευτικού κινήματος, από τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές, τους εργαζόμενους να βρουν εκείνους τους τρόπους που θα κάνουν την αγανάκτηση να βγει στους δρόμους, όχι με συμβολικές διαμαρτυρίες αλλά με πραγματικό, μαζικό και μαχητικό τρόπο. Να βρεθούν ξανά να συζητήσουν, να αποφασίσουν και να δράσουν συλλογικά. Αξιοποιώντας όλες τις μορφές και τα μέσα.
Η κυβέρνηση και η εξουσία μιλούν με στρατηγικό τρόπο για τις επιδιώξεις τους στην παιδεία και στην εργασία. Γι’ αυτό είναι απόλυτη ανάγκη να βγουν στο προσκήνιο μαζί με τα άμεσα και τα στρατηγικά συμφέροντα της νεολαίας και της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Δεν αρκεί να μένουμε στη διαπίστωση ότι η πανδημία είναι η ευκαιρία του συστήματος να προχωρήσει με γρήγορους ρυθμούς όλα αυτά που χρειάζεται για την επιβίωσή του. Χρειάζεται επειγόντως να οικοδομήσουμε τις προϋποθέσεις της αντεπίθεσης. Με πολιτική και ιδεολογική αντεπίθεση απέναντι στα ιδεολογήματα της εξουσίας που θέλει να εμφανίζει τα δικά της συμφέροντα ως πανκοινωνικά. Με μέτωπο συνολικό, που θα ξεφεύγει από τους τοίχους των σχολείων, που θα βάζει στην προμετωπίδα το δικαίωμα νεολαίας και της λαϊκής οικογένειας για δημόσια, δωρεάν, σύγχρονη και ολοκληρωμένη εκπαίδευση για όλα τα παιδιά.