Μπάμπης Συριόπουλος
Οι σημερινοί «κληρονόμοι» της γαλλικής δημοκρατίας απεμπολούν τα κοινωνικά συμβόλαια, τον εξισωτισμό και τη λαϊκή ευημερία και κρατάνε μόνο το μονοπώλιο της νόμιμης βίας. Η δημοκρατία είναι γι αυτούς απλά ένα κράτος και η αστυνομία έχει δίκιο απλά επειδή είναι η αστυνομία.
Έκφραση βαθύτερων τάσεων η ενίσχυση διεθνώς της ακροδεξιάς
Η επικράτηση σε πολλές χώρες, κομμάτων, ηγετών και καθεστώτων με περισσότερο ή λιγότερο ακροδεξιούς προσανατολισμούς δεν μπορεί παρά να αποκαλύπτει βαθύτερες τάσεις του σύγχρονου καπιταλισμού, της ταξικής πάλης και της αστικής δημοκρατίας. Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες σε ένα μεγάλο κομμάτι του καπιταλιστικού κόσμου τα αστικά κόμματα εξουσίας είχαν «σοσιαλδημοκρατικά» χαρακτηριστικά, ακόμα και τα συντηρητικά. Από τη δεκαετία του 1980, με αυξανόμενους ρυθμούς όλα τα αστικά κόμματα εφάρμοζαν νεοφιλελεύθερες πολιτικές με διαφορετικές αποχρώσεις, ταχύτητες (και φρασεολογία βέβαια). Όπως «σοσιαλδημοκρατικές» πολιτικές υλοποιούνταν από δεξιά κόμματα, οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις υλοποιούνταν από «αντινεοφιλελεύθερους».
Τα φαινόμενα Τραμπ, Μπολσονάρου, Όρμπαν και Μόντι (Ινδία) είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου. Η αστική δημοκρατία ενσωματώνει την κατάσταση εξαίρεσης στην κανονικότητά της και η νεοφιλελεύθερη πολιτική ενισχύεται με ισχυρές δόσεις αυταρχισμού, εθνικισμού και ρατσισμού που διαποτίζουν το σύνολο των αστικών κομμάτων εξουσίας, σε διαφορετικό βαθμό βέβαια.
Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς γράφει (Ναυτεμπορική 15/1): «Πολλοί που επωφελήθηκαν όταν μείωσε τους φόρους στις εταιρείες και στους πλούσιους, ανέτρεψε τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς και διόρισε φιλικούς προς τις επιχειρήσεις δικαστές ήξεραν ότι έκαναν μια συμφωνία με τον διάβολο. Είτε πίστευαν ότι μπορούσαν να ελέγξουν τις εξτρεμιστικές δυνάμεις που εξαπέλυσε, είτε δεν τους ένοιαζε». Ο νομπελίστας οικονομολόγος διαπιστώνει τη στήριξη του Τραμπ από ισχυρές μερίδες του κεφαλαίου, είναι όμως εγκλωβισμένος στις πολιτικές δυνάμεις που εξέθρεψαν τον Τραμπ: «Θα πρέπει να είναι για το συμφέρον των Ρεπουμπλικάνων, όχι λιγότερο από των Δημοκρατικών, να δείξουν ότι κανείς, ούτε καν ο πρόεδρος, δεν υπερισχύει του νόμου».
Η δικαιολόγηση της αστυνομικής βαρβαρότητας
Το γαλλικό παράδειγμα δείχνει πως ακριβώς εννοούν το «νόμο» τα αστικά δημοκρατικά κράτη σήμερα. Το αποκαλυπτικό άρθρο των Μικαέλ Λεβί, Ελένης Βαρίκα και Σόνιας Χέρτσμπρουν-Νταγιάν (Εφημερίδα των Συντακτών 9/1) φωτίζει την αστικοδημοκρατική νομιμότητα σε μια, υπεράνω υποψίας για ακροδεξιό «λαϊκισμό», κυβέρνηση. Σύμφωνα με το άρθρο, επί κυβέρνησης Μακρόν, η αστυνομική βία κατά του κινήματος είχε ως αποτέλεσμα 3 θανάτους, πέντε κομμένα χέρια και 28 βγαλμένα μάτια (από «αμυντικές βολίδες»). Ο Μακρόν έχει δηλώσει από τις 2 Μαρτίου 2019 ότι οι λέξεις «καταστολή και αστυνομικές βιαιότητες» είναι «απαράδεκτες σ’ ένα κράτος δικαίου».
Το 2020 ανασύρεται ο Μαξ Βέμπερ και το περίφημο κρατικό «μονοπώλιο της έννομης βίας». Ο υπουργός Εσωτερικών Ζεράρ Νταρμανέν δηλώνει: «Η αστυνομία ασκεί βία, νόμιμη φυσικά, αλλά βία. Αυτό είναι τόσο παλιό όσο ο Μαξ Βέμπερ». Οι αναφορές στο κρατικό μονοπώλιο της βίας και στον Βέμπερ είναι η θεωρητική δικαιολόγηση της αστυνομικής βαρβαρότητας. Σημασία δεν έχει στην περίπτωσή μας η ερμηνεία των κειμένων του Γερμανού κοινωνιολόγου, αλλά ότι η αστυνομική βία σε μια αστική δημοκρατία νομιμοποιείται από μόνη της όπως σε ένα οποιοδήποτε κράτος (δικτατορικό, φασιστικό κτλ). Οποιοδήποτε κράτος έχει δικαίωμα να ασκεί οποιαδήποτε βία καθώς αν δεν βασίζονταν σε νόμους δεν θα ήταν κράτος. Ο Ρουσσώ θεωρούσε προϋπόθεση της δημοκρατίας τη «μεγάλη ισότητα στις τάξεις και στις περιουσίες, χωρίς την οποία η ισότητα στα δικαιώματα και την εξουσία δεν μπορεί να διαρκέσει». Ο Σαιν Ζυστ διακήρυξε το 1791 ότι «ένας λαός που δεν ευτυχεί δεν έχει πατρίδα». Οι σημερινοί «κληρονόμοι» της γαλλικής δημοκρατίας απεμπολούν τα κοινωνικά συμβόλαια, τον εξισωτισμό και τη λαϊκή ευημερία και κρατάνε μόνο το μονοπώλιο της νόμιμης βίας. Η δημοκρατία είναι γι αυτούς απλά ένα κράτος και η αστυνομία έχει δίκιο απλά επειδή είναι η αστυνομία.
Την ευτυχία του λαού, τη μείωση των ανισοτήτων και τη «γενική βούληση» έχει αντικαταστήσει το «δημόσιο συμφέρον» της κοινωνικής αναπαραγωγής του κεφαλαίου και η εξασφάλιση των όρων κερδοφορίας του. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πάντα φωνές, κόμματα, διανοούμενοι και θεσμοί που δυσφορούν με αυτή την αποπτώχευση της αστικής δημοκρατίας (ειλικρινά ή υποκριτικά) αλλά δεν θέλουν να δουν τα αίτια αυτής της αποπτώχευσης, οπότε αρκούνται στην υπεράσπιση ή απλά στην υπενθύμιση ατομικών ή επιμέρους δικαιωμάτων κατηγοριών του πληθυσμού, μειονοτήτων αλλά ποτέ της εργαζόμενης πλειονότητας. Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου δηλώνει: «Στη δίνη των απρόβλεπτων γεγονότων και αναγκών το άτομο υποχωρεί. Το γενικό και το δημόσιο συμφέρον επικρατεί: είτε στη δημοσιονομική του εκδοχή, όπως στη χώρα μας, από το 2010 και έπειτα, είτε, στην υγειονομική του […]». Σε καμία περίπτωση αυτή η φιλελευθεροδημοκρατική πτέρυγα δεν αμφισβητεί την ίδια την εγκατάσταση των νόμων κίνησης του κεφαλαίου στον πυρήνα του δημόσιου συμφέροντος, οπότε συναινεί στο διάχυτο κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό πενθώντας για τη χαμένη αίγλη της αστικής δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του «ατόμου».
Όσο οι πυλώνες της αστικής εξουσίας παραμένουν στο απυρόβλητο τα αστικά κόμματα εξουσίας μπορούν να εμφανίζονται ως άσπονδοι «εχθροί»
Η απουσία ή η αδυναμία μιας εργατικής πολιτικής που θα αρνούνταν αυτό το «δημόσιο συμφέρον» επιτρέπει στις διάφορες εκδοχές της αστικής πολιτικής να αποκρύπτουν την ομοιότητά τους και να μεγεθύνουν τις διαφορές τους. Μόνο με αυτήν την απουσία ο Μπάιντεν και ο ΣΥΡΙΖΑ φαντάζουν πολύ διαφορετικοί από τον Τραμπ και τη ΝΔ. Όσο η σύγχρονη εργατική τάξη και οι φτωχοί δεν προβάλλουν στο προσκήνιο με τους δικούς τους στόχους και οργανώσεις, τόσο θα στρατεύονται κάτω από ξένες σημαίες, με τη μία ή την άλλη αστική τάξη ή μερίδα της, με την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση ή με τον αστικό εθνικισμό, με τον αστικό ορθολογισμό του κέρδους ή με τον ανορθολογισμό, με τα δικαιώματα του απομονωμένου ατόμου ή με τον κρατικό πατερναλισμό, με την απάνθρωπη πρόοδο ή με τις εξίσου απάνθρωπες αξίες του τρίπτυχου «πατρίδα-θρησκεία-οικογένεια», με τη μία ή την άλλη εθνοθρησκευτική ταυτότητα· τελικά με τη μία ή την άλλη εκδοχή της αστικής βαρβαρότητας ή με κάποιο μίγμα τους.
Όσο οι πυλώνες της αστικής εξουσίας παραμένουν στο απυρόβλητο τα αστικά κόμματα εξουσίας μπορούν να εμφανίζονται ως άσπονδοι «εχθροί». Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ ήταν θανάσιμοι αντίπαλοι για δεκαετίες μέχρι να τους ενώσει το λαϊκό κίνημα ενάντια στα μνημόνια και ο κλονισμός της μέχρι τότε λαϊκής συναίνεσης στον ευρωμονόδρομο. Μόνο το κόκκινο μπορεί να δείξει πόσο όλα τα άλλα χρώματα τείνουν προς το γκρίζο.