Βασλης Μηνακάκης
Η κοινωνικότητα και η συλλογικότητα επιβάλλεται να ανακτηθούν από το πιο στοιχειακό έως το πιο γενικευμένο επίπεδο — αυτό που μετασχηματίζεται σε μαζικούς διεκδικητικούς αγώνες και γενικευμένο κίνημα ανατροπής, με αιχμή ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και έμπνευση μια σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική.
Οι εκρηκτικές αντιφάσεις του σύγχρονου καπιταλισμού
Το φθινόπωρο του 1989 –εν μέσω των διαδικασιών πλήρους καπιταλιστικής παλινόρθωσης στις χώρες του ανύπαρκτου σοσιαλισμού– δημοσιεύτηκε το άρθρο του Φράνσις Φουκουγιάμα, με τίτλο Τέλος της ιστορίας;. Στη συνέχεια, ο συντάκτης του ανέπτυξε έτι περαιτέρω τις ιδέες του, δίνοντάς τους τη μορφή βιβλίου, με τίτλο Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος. Ενός διάσημου βιβλίου, στο οποίο είχε πλέον αφαιρεθεί το ερωτηματικό και το οποίο «τεκμηρίωνε» ότι, μετά και την ήττα των επαναστατικών αποπειρών, ο μόνος δρόμος που μπορούσε να βαδίσει η ανθρωπότητα ήταν αυτός που οριοθετούν η αγορά, η φιλελεύθερη δημοκρατία, η ιδιωτική ιδιοκτησία, το κέρδος.
Τρεις δεκαετίες αργότερα (2019), ο Σέρβος ακαδημαϊκός Μπράνκο Μιλάνοβιτς, ο οποίος έχει διατελέσει και επικεφαλής οικονομολόγος στην Παγκόσμια Τράπεζα, δημοσιεύει ένα βιβλίο με έναν εξίσου προκλητικό τίτλο: Καπιταλισμός χωρίς αντίπαλο. Το μέλλον του συστήματος που κυβερνά τον κόσμο (Πόλις, 2020).
Καθώς αφήνουμε πίσω μας το «κολασμένο» 2020, εύλογα προκύπτει το ερώτημα: Δικαιώθηκε ο Φουκουγιάμα; Έχει δίκιο ο Μιλάνοβιτς; Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική: Πράγματι, σε κινηματικό και πολιτικό επίπεδο, παρά τις κατά καιρούς και κατά τόπους εκρήξεις, δεν μπορεί να ανιχνευθεί επικίνδυνος και υπολογίσιμος για την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων αντίπαλος. Αυτό, όμως, σε πρώτο επίπεδο. Γιατί μια πιο διεισδυτική προσέγγιση αποκαλύπτει ότι υπάρχει αντίπαλος. Είναι οι ίδιες οι εκρηκτικές αντιφάσεις του σύγχρονου καπιταλισμού. Και πάνω από όλα η αντίθεσή του με τις ανάγκες και τις δυνατότητες της εργαζόμενης πλειονότητας. Μέσα από αυτές αναβλύζουν τα υπόγεια –για την ώρα– ρεύματα που μπορούν να σηματοδοτήσουν τη μετάβαση από την εκμεταλλευτική προϊστορία στη χειραφετητική ιστορία της ανθρωπότητας.
Ένας χρόνος μετά
Ενας μόλις χρόνος έχει περάσει από τη στιγμή που διαπιστώθηκε στην Ουχάν της Κίνας η ύπαρξη του νέου κορονοϊού. Τι χρόνος όμως! Και τι δεν άλλαξε στη διάρκειά του — πόσο βαθιά είναι δύσκολο ακόμη να προβλεφθεί, μιας και η «περιπέτεια» δεν έχει φτάσει στο τέλος της, είναι κάτι που θα φανεί στη συνέχεια. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένες τάσεις –και οι απολήξεις τους στους όρους της ταξικής αντιπαράθεσης– ήδη σκιαγραφούνται λιγότερο ή περισσότερο ευδιάκριτα.
Και πρώτα απ’ όλα, αυτές που αφορούν το πεδίο της εργασίας — της αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης. Είναι άγνωστη η έκταση που θα πάρει η τηλεργασία, σίγουρα όμως δεν θα γίνει κυρίαρχη μορφή απασχόλησης, όπως συχνά λέγεται. Όπου κι αν κατασταλάξει, ωστόσο, θα αφορά πλέον ένα εκτεταμένο τμήμα της εργατικής τάξης. Ενώ, πολύ εκτεταμένα θα είναι, επίσης, τα τμήματα που θα βρίσκονται υπό διαρκή εργασιακή ελαστικότητα και ρευστότητα ή υπό καθεστώς πλήρους ή καλυμμένης ανεργίας. Η πραγματικότητα αυτή θα καταφέρει το τελειωτικό –από άποψη ουσίας– πλήγμα στο υπάρχον συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο οφείλει το μοντέλο ύπαρξης, συγκρότησης και δράσης του σε άλλα εργασιακά και κοινωνικά πρότυπα. Ακόμα κι αν συνεχίσει να υπάρχει, δεν θα είναι τίποτα παραπάνω από μια γραφειοκρατική σφραγίδα, ένα πουκάμισο αδειανό. Στην καλύτερη περίπτωση. Γιατί στη χειρότερη, θα είναι κολαούζος και δεκανίκι της αστικής πολιτικής και των εργοδοτών — κάτι που ήδη βλέπουμε σε πολλές περιπτώσεις. Έρχεται, συνεπώς, με πίεση στο προσκήνιο το ζήτημα: Ποιο εργατικό κίνημα; Με ποια συγκρότηση, ποια πρότυπα λειτουργίας και πάλης; Όποιος εθελοτυφλεί απέναντί του, δεν έχει κανένα μέλλον. Θα σέρνει απλώς το ιστορικά «κουρασμένο βήμα του» –ανεξαρτήτως πολιτικής ηλικίας– αδυνατώντας να ανιχνεύσει νέους δρόμους, να πειραματιστεί, να συμβάλει στην τόσο αναγκαία ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος.
Δεν είναι μόνο στο πεδίο της εργασίας που φαίνεται να αλλάζουν αρκετά. Ας δούμε δύο στοιχεία: Μέσα στο 2020, το παγκόσμιο χρέος εκτοξεύτηκε από 320% σε 365% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ κινητοποιήθηκαν για τη στήριξη της –καπιταλιστικής– οικονομίας 28 τρισ. δολάρια, ποσό αντίστοιχο με το ένα τρίτο του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η κατάσταση αυτή, πέραν του ότι δημιουργεί μια τεράστια αστάθεια –η οποία επιπροστίθεται στην αστάθεια που δημιουργεί η πορεία της COVID-19 και στην αβεβαιότητα για τον χρόνο επανόδου σε συνθήκες ομαλότητας μιας σειράς κλάδων– γεννά κι ένα ερώτημα: Πώς θα καλυφθεί αυτή η «μαύρη τρύπα»; Τι πρέπει να περιμένουμε; Ασφαλώς θα προκληθεί ένταση του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, ώστε η «καυτή πατάτα» να περάσει στα χέρια άλλων καπιταλιστών. Κυρίως όμως, θα υπάρξει μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία οικονομικής λεηλασίας των εργαζομένων εντός κι εκτός παραγωγής, με έμμεσους και άμεσους τρόπους.
Η εν μέσω πανδημίας μείωση των δαπανών υγείας στον νέο ελληνικό προϋπολογισμό δεν καταδεικνύει απλώς κοινωνική αναλγησία. Κυρίως αποτελεί σήμα πορείας της πολιτικής που θα ακολουθηθεί. Ξεκάθαρα, λοιπόν, στήνεται ένα κορυφαίο χαράκωμα της ταξικής αντιπαράθεσης την επόμενη περίοδο: «Ποιος θα πληρώσει;», «πώς θα κινηθούν οι εργατικοί μισθοί;», «τι θα γίνει με τις λεγόμενες κοινωνικές δαπάνες;». Αλίμονο αν αυτό το μέτωπο υποτιμηθεί ή αν αντιμετωπιστεί ως οικονομίστικο ζήτημα. Όποιος κάνει αυτό το λάθος πορεύεται σίγουρα προς το διαζύγιο με τις ανάγκες της εργατικής-νεολαιίστικης πλειονότητας, κατευθύνεται με μαθηματική βεβαιότητα στην περιθωριοποίηση.
Το ίδιο, βέβαια, θα πάθει και όποιος υποτιμήσει την τεράστια βαρύτητα που αποκτούν τα ζητήματα των λαϊκών ελευθεριών, της δημοκρατίας. Το Πολυτεχνείο, η 6η Δεκέμβρη, το νομοσχέδιο για την «καθολική ασφάλεια» στη Γαλλία, η δολοφονία Φλόιντ τα έφεραν με οξύ τρόπο στο προσκήνιο — για την ακρίβεια ανέδειξαν τόσο την επιχειρησιακή αναβάθμιση των κατασταλτικών μηχανισμών του αστικού κράτους όσο και την αναβαθμισμένη χρησιμοποίηση και τη βιαιότητά τους. Φάνηκε, ταυτόχρονα, ότι αυτό που προσπαθούσαν να καταστείλουν δεν ήταν ούτε κατ’ ελάχιστο η διάδοση του κορονοϊού, αλλά και ότι πλέον έχει οικοδομηθεί ένα κατασταλτικό τέρας που κάθε ριζοσπαστική απόπειρα, κάθε εργατικός και νεολαιίστικος αγώνας θα το βρίσκει απέναντί του.
Φάνηκε, όμως, και κάτι άλλο. Αυτό το κατασταλτικό τέρας δεν είναι παρά ένα από τα πολλά κεφάλια μιας καταπιεστικής Λερναίας Ύδρας, της οποίας τα υπόλοιπα είναι η πολύμορφη και γενικευμένη επιτήρηση και παρακολούθηση. Έτσι που η καταστολή να έρχεται να συμπληρώσει ό,τι μέσω της ψηφιακής και ηλεκτρονικής επιτήρησης, ασφυκτικού ελέγχου και χειραγώγησης δεν έχει κατορθωθεί να αποτραπεί, και επιμένει να… ενοχλεί.
Αλλεπάλληλες είναι οι αντιδραστικές τομές που συντελούνται στο πεδίο της εργασίας, της οικονομίας, της υγείας, της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων, της εκπροσώπησης
Μοιάζει με ένα από εκείνα τα ειρωνικά παιχνίδια της ιστορίας το γεγονός ότι μεσούσης της πανδημίας κυκλοφορούσε το βιβλίο της Σοζάνα Ζούμποφ με τίτλο Κατασκοπευτικός καπιταλισμός (Εκδόσεις Καστανιώτης). Το βιβλίο καταγράφει, όπως και η παλαιότερη Αυτοκρατορία της επιτήρησης του Ιγνάσιο Ραμονέ (Εκδόσεις Εικοστού Πρώτου), αυτό το πολύμορφο δίχτυ παρακολούθησης-επιτήρησης που χρησιμοποιήθηκε –νομιμοποιημένο τώρα πια στις συνειδήσεις των πολιτών και ανεκτό, αν όχι αποδεκτό– για την αντιμετώπιση της πανδημίας και την ιχνηλάτηση πιθανών φορέων μετάδοσης. Αίφνης, λοιπόν, μοιάζει να μην ενοχλεί και τόσο το γεγονός ότι χώρες όπως κάποιες της νοτιοανατολικής Ασίας συμπλήρωσαν τα αναγκαία μαζικά τεστ με τη μαζική χρήση τέτοιων μεθόδων ψηφιακής επιτήρησης, αλλά και να μην απασχολεί ιδιαιτέρως η χρήση αυτών των μεθόδων και σε πολλές άλλες χώρες. Τίθεται, όμως, το ερώτημα: Το αστικό κράτος, που πλέον έχει αποκτήσει εμπειρία από τη χρήση τους, θα αντισταθεί στον πειρασμό να τις χρησιμοποιήσει και αλλού; Ο κάτοχος των συλλεγόμενων στοιχείων, που καταλήγουν να διαμορφώνουν μια προσωπογραφία δισεκατομμυρίων ανθρώπων, της δυνατότητας επεξεργασίας των big data, της αξιοποίησης του υπολογιστικού νέφους, θα αντισταθεί στον πειρασμό να τα πουλήσει όταν κάποιος αναζητά δουλειά, πρόκειται να υπογράψει ένα ασφαλιστικό συμβόλαιο ή να επιλέξει ποιο κόμμα θα ψηφίσει;
Σε μια εποχή που ακόμη κι ο Μπόρις Τζόνσον μιλά για «ψηφιακή τυραννία» και στην πολιτική φιλολογία επανέρχονται το Πανοπτικόν του Τζ. Μπένθαμ και το 1984 του Τζ. Όργουελ, θα καταδείκνυε απουσία επαφής με την πραγματικότητα και τα κρίσιμα πεδία της ταξικής πάλης τόσο η υποτίμηση του μαζικού αγώνα για τις λαϊκές ελευθερίες όσο και ο περιορισμός αυτού του αγώνα στενά στην αντικατασταλτική δράση ή η μη οργανική σύνδεσή του με τη συλλογική πάλη για το κοινωνικό ζήτημα.
Αλλά ακριβώς αυτή η επανοικοδόμηση της συλλογικότητας και της συλλογικής πάλης μοιάζει με ένα ακόμη από τα μεγάλα ζητούμενα της περιόδου. Έχοντας πληγεί από την καραντίνα και την κοινωνική αποστασιοποίηση, έχοντας υπονομευτεί από τον φόβο της μετάδοσης του «αόρατου εχθρού» και την τηλεργασία, έχοντας ναρκοθετηθεί από την ανεργία και την οικονομική καθίζηση, η κοινωνικότητα και η συλλογικότητα επιβάλλεται να ανακτηθούν από το πιο στοιχειακό έως το πιο γενικευμένο επίπεδο — αυτό που μετασχηματίζεται σε μαζικούς διεκδικητικούς αγώνες και γενικευμένο κίνημα ανατροπής.
Ριζοσπαστική οικολογία και αντικαπιταλισμός
▸ Η νέα δυνατότητα ως θετική παρακαταθήκη που αφήνει το 2020
Η συζήτηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας συχνά εστιάζει στον αριθμό των τεστ και των κρεβατιών ΜΕΘ ή στο εμβόλιο. Όλα αυτά έχουν, φυσικά, τη σημασία τους και ό,τι γίνεται ή δεν γίνεται στα εν λόγω πεδία συνδέεται με το καπιταλιστικό στάτους, άρα και με κινηματική-πολιτική δράση που τοποθετείται από τη σκοπιά της υγείας της κοινωνικής πλειοψηφίας, χωρίς να φυλακίζεται στα όρια αυτού του στάτους. Δεν αποτελούν, ωστόσο, γραμμή ριζικής αντιμετώπισης του προβλήματος. Η ανάγκη μιας τέτοιας γραμμής είναι ζητούμενο σήμερα περισσότερο από ποτέ.
Είναι, πλέον, επιστημονικά αποδεκτό ότι η άκρη του νήματος της παρούσας –ενδεχομένως και κάποιας επόμενης– πανδημίας είναι η «διάβαση του φραγμού των ειδών»: Η μεταπήδηση ιών από την άγρια ζωή στον άνθρωπο. Στη μεταπήδηση αυτή έχει συντελέσει καταλυτικά η καπιταλιστικοποιημένη γεωργία των πολυεθνικών της αγροτοδιατροφής, που αποψιλώνει τα δάση και αναγκάζει είδη της άγριας ζωής (εν προκειμένω οι νυχτερίδες) να αναζητήσουν ενδιαίτημα κοντά στους ανθρώπους, αυξάνοντας τις πιθανότητες μετάδοσής τους παθογόνων μικροοργανισμών.
Θα ήταν, ασφαλώς, παράλογο να πιστέψει κανείς ότι είναι δυνατόν να αποφύγει ο άνθρωπος κάθε ιό που υπάρχει στη φύση. Ακόμη περισσότερο παράλογο όμως είναι να αφεθεί στην παραίσθηση ότι μπορεί να υπάρξει πραγματική άμυνα έναντι τέτοιου τύπου λοιμώξεων ενόσω οι καπιταλιστικές σχέσεις διεισδύουν σε κάθε γωνιά της γης, ενόσω ο αγροτοδιατροφικός τομέας κυριαρχείται από τον ιό του κέρδους και της εκμετάλλευσης-κατασπατάλησης της φύσης, ενόσω διαταράσσεται με τόσο ωμό τρόπο η ισορροπία ανθρώπου-φύσης.
Εδώ, λοιπόν, πρέπει να στηθεί η πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι στην εξαιρετικά πιθανή επόμενη πανδημία. Αυτό αποτελεί μια παρακαταθήκη του 2020 και διαμορφώνει ένα ταξικό πεδίο συνάντησης ριζοσπαστικής οικολογίας και αντικαπιταλιστικής πάλης.
«Κοινά αγαθά», κορυφαίο πεδίο της ταξικής αναμέτρησης
Μια ακόμη από τις παρακαταθήκες του 2020 είναι η ένταση με την οποία ήρθαν στο προσκήνιο ζητήματα όπως η υγεία, το φάρμακο, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, η παιδεία, το νερό, ο δημόσιος χώρος, η πληροφόρηση, οι επιστημονικές ανακαλύψεις κ.λπ. Τα δημόσια ή «κοινά» αγαθά, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζονται στη φιλολογία πολλών ριζοσπαστικών ή και αντικαπιταλιστικών ρευμάτων. Πριν κάποιες δεκαετίες, τα ζητήματα αυτά ενίοτε υποτιμούνταν· άλλοτε, θεωρούνταν ότι είναι μεν αντικείμενο ταξικής διαπάλης, δεν αφορούν όμως τον πυρήνα της, περιορίζονται στην περιφέρειά της και αποτελούν αντικείμενο μονοθεματικών κινημάτων.
Το 2020 κατέδειξε ότι μια τέτοια αντιμετώπιση είναι βαθύτατα λαθεμένη. Η εντατική και εκτατική ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων, ο δίκην καρκινώματος χωροκατακτητικός τρόπος με τον οποίο αυτές οι σχέσεις κατακυριεύουν κάθε σφαίρα –με άλλα λόγια, η υπαγωγή των πάντων στην αναπαραγωγή των κεφαλαιοκρατικών φετίχ της ιδιοκτησίας, της εκμετάλλευσης και της κερδοφορίας– έχει αλλάξει άρδην τα δεδομένα σε ό,τι αφορά τα δημόσια αγαθά. Διεργασίες που παραπέμπουν στις διαδικασίες της πρωταρχικής καπιταλιστικής συσσώρευσης, που αναγορεύουν σε απόλυτο θεό τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, την ανταγωνιστικότητα, τη λογική «κόστους-ωφέλειας», δίνουν σε αυτή την υπαγωγή καθολικό και βαθύ χαρακτήρα με πολλαπλές συνέπειες, κάποιες από τις οποίες ήρθαν με ένταση στο προσκήνιο την περίοδο της πανδημίας.
Ξεκάθαρο, συνεπώς, το συμπέρασμα. Τα «κοινά αγαθά» αναδεικνύονται σε κορυφαίο πεδίο της ταξικής πάλης στην περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας. Φτωχαίνει η σημασία και η αποτελεσματικότητα της πάλης για αυτά, αν αντιμετωπίζεται ως περιφερειακό ζήτημα. Εξίσου, βέβαια, φτωχαίνει η εν λόγω πάλη, αν αποσυνδέεται από τον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων (ιδιοκτησία, εκμετάλλευση, εμπορευματοποίηση, κέρδος).