«Λοιπή νοσηρότητα»
Σημαντικές και –προς το παρόν– «σιωπηλές» είναι οι απώλειες στην δημόσια υγεία εξαιτίας της μετατροπής του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) σε ΕΣΥ μιας νόσου. Τόσο κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, την περασμένη άνοιξη, όσο και στο πολύ πιο ισχυρό δεύτερο κύμα από τις αρχές φθινοπώρου, οι ασθενείς που αντιμετωπίζουν άλλα σοβαρά νοσήματα και ασθένειες έχουν έρθει αντιμέτωποι με νέα ανυπέρβλητα προβλήματα. Η επιλογή του υπουργείου Υγείας για την λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων αλλά και των δομών πρωτοβάθμιας περίθαλψης σχεδόν αποκλειστικά για την αντιμετώπιση της Covid-19, έχει ανυπολόγιστες επιπτώσεις για την υγεία χιλιάδων συνανθρώπων μας.
Η άρνηση της κυβέρνησης για ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ παρά τα συνεχή αιτήματα του υγειονομικού κινήματος, σε συνδυασμό με την έξαρση της πανδημίας μετά το καλοκαίρι, έχει δημιουργήσει μια ασφυκτική κατάσταση συνολικά στην δημόσια υγεία με αποτέλεσμα ασθενείς –πολύ περισσότερο οι καρκινοπαθείς, οι καρδιοπαθείς και όσοι πάσχουν από χρόνιες πνευμονοπάθειες– να στερούνται την πρόσβασή τους σε στοιχειώδεις υπηρεσίες περίθαλψης, τις οποίες κάθε δημόσιο σύστημα υγείας θα έπρεπε να προσφέρει και να εγγυάται, ακόμα και μέσα σε συνθήκες επιδημίας.
Η ήδη υποβαθμισμένη πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας έχει «επιστρατευτεί» και εκείνη –χωρίς «όπλα» και «στρατιώτες» – στην μάχη κατά του κορονοϊού, ενώ στα δημόσια νοσοκομεία τακτικά ραντεβού και προγραμματισμένα χειρουργεία ακυρώνονται. Έτσι εκατοντάδες «τακτικά» ιατρικά προβλήματα έχουν ήδη μετατραπεί ή υπάρχει αυξημένος κίνδυνος να μετατραπούν σε «οξέα».
Η λεγόμενη «λοιπή νοσηρότητα» δεν κάνει lockdown και είναι πολλαπλάσια της νοσηρότητας από τον κορονοϊό. Μέρα με την ημέρα γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι χωρίς άμεση και «γενναία» αύξηση της χρηματοδότησης, μαζικές μόνιμες προσλήψεις υγειονομικού προσωπικού και παροχή του αναγκαίου εξοπλισμού σε όλο το ΕΣΥ, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ούτε η Covid-19 ούτε πολύ περισσότερο τα υπόλοιπα νοσήματα, τα οποία δεν είναι λιγότερο επικίνδυνα.
Κυριάκος Νασόπουλος
Η αθέατη «πανδημία»: Αναμονή μέχρι και έξι μήνες για χειρουργείο
Αρχοντούλα Βαρβάκη
Η συνεχής προσπάθεια της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τον Covid-19 με «μπαλώματα» αντί για αποτελεσματική ενίσχυση του ΕΣΥ, έχει δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην αντιμετώπιση των άλλων νοσημάτων. Η αδυναμία κάλυψης των συγκεκριμένων αναγκών οδηγεί τους ασθενείς ή στον πανάκριβο ιδιωτικό τομέα ή ακόμα και στο σπίτι τους, με βαριές –ακόμα και καταδικαστικές σε ορισμένες περιπτώσεις– συνέπειες για την υγεία τους.
Η απόφαση που ανακοινώθηκε στα μέσα του Νοέμβρη –δια στόματος του υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων Νίκου Χαρδαλιά– για μείωση των τακτικών χειρουργείων κατά 80% ισχύει ακόμα. Βέβαια, αντίστοιχη τακτική, είχε ακολουθηθεί «αθόρυβα» από την κυβέρνηση και το υπουργείο Υγείας και την περασμένη άνοιξη κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας. Στην Αττική μπορεί να σημειωθεί αναμονή για χειρουργείο και πάνω από έξι μήνες. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος μπορεί να πραγματοποιεί χειρουργεία και να έχει τεράστιο κέρδος από την παρούσα κατάσταση.
Η αιτιολογία της απόφασης, από πλευράς κυβέρνησης, για μείωση των χειρουργείων ήταν η «αποφυγή ενδονοσοκομειακής διασποράς της Covid-19 λοίμωξης». «Κι αν όντως η κυβέρνηση κόπτεται για τον κίνδυνο “ενδονοσοκομειακής διασποράς της Covid λοίμωξης στα δημόσια νοσοκομεία” λόγω των πολλών τακτικών χειρουργείων, γιατί δεν διασφαλίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την αποφυγή της με τακτικά επαναλαμβανόμενα τεστ στους υγειονομικούς, στους συνοδούς των ασθενών, με ενίσχυση των μέσων ατομικής προστασίας, με ειδικά πρωτόκολλα διαχείρισης των ασθενών, με αύξηση της στελέχωσης κτλ;», αναρωτιέται σε σχετική ανακοίνωση του Δεκεμβρίου η Ένωση Ιατρών Νοσοκομείων Αχαΐας.
Το μεγάλο πρόβλημα των νοσοκομείων ήταν και παραμένει η μεγάλη έλλειψη προσωπικού. Πριν από την πανδημία ήταν γνωστό πως πανελλαδικά τα κενά υγειονομικών υπολογίζονταν στις 35.000. Τώρα, με ελάχιστες προσλήψεις συμβασιούχων, τα ίδια νοσοκομεία έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ μεγαλύτερες ανάγκες, αλλά και το γεγονός πως και οι ίδιοι οι υγειονομικοί ασθενούν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο «Άγιος Σάββας», νοσοκομείο αντικαρκινικό, ογκολογικό με ασθενείς που έχουν αυξημένη ανάγκη προστασίας. Το προσωπικό του αντιμετωπίζει την υποστελέχωση και φυσικά και τις λόγω πανδημίας μετακινήσεις σε άλλα νοσοκομεία (που είναι γνωστή μέθοδος του υπουργείου Υγείας για την κάλυψη κενών). Οι ασθενείς που επισκέπτονται το νοσοκομείο για τακτικά ραντεβού σχηματίζουν ουρές έξω από αυτό περιμένοντας για το τεστ, εκτεθειμένοι στις καιρικές συνθήκες. Κάτι που θα μπορούσε να αποφευχθεί με περισσότερο προσωπικό και τον κατάλληλο εξοπλισμό ή αν ήταν δωρεάν και η απογευματινή λειτουργία. Επίσης ελλείψει συνοδών (λόγω πανδημίας) έχει γίνει ακόμα πιο αισθητή η εδώ και χρόνια έλλειψη βοηθών θαλάμου, τους οποίους αντικαθιστούσαν οι συνοδοί παρέχοντας στον ασθενή ψυχολογική και πρακτική υποστήριξη.
Στην Αττική μπορεί να σημειωθεί αναμονή για χειρουργείο και πάνω από έξι μήνες. Δεν ισχύει το ίδιο για τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος μπορεί να πραγματοποιεί χειρουργεία και να έχει τεράστιο κέρδος από την παρούσα κατάσταση
Σε αυτό το πλαίσιο όταν κατά τους προηγούμενους μήνες νόσησαν ή χρειάστηκε να μπουν σε καραντίνα γιατροί και νοσηλευτές του νοσοκομείου, το αποτέλεσμα ήταν το κλείσιμο κάποιων τμημάτων, μείωση των τακτικών ραντεβού και των χημειοθεραπειών. Όχι μόνο δεν ικανοποιήθηκε το αίτημα του προσωπικού για προσλήψεις που θα βοηθούσαν την αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά υπήρξε και επίθεση σε βάρος τους. Η διοίκηση ορθότερη απάντηση θεώρησε τη διενέργεια ΕΔΕ για να ερευνήσει το γιατί ασθένησαν οι υγειονομικοί, αλλά και τις εκδικητικές μετακινήσεις ως μέσο τρομοκράτησης του συλλόγου εργαζομένων του νοσοκομείου. Ο Σύλλογος όμως με τις πιέσεις του κατάφερε τη συχνότερη διενέργεια τεστ στο προσωπικό και τον γρήγορο εμβολιασμό τους.
Στη Θεσσαλονίκη, όπου το βάρος της πανδημίας είναι μεγαλύτερο, είναι ακόμα δυσκολότερη και η αντιμετώπιση των άλλων νοσημάτων. Στα νοσοκομεία της πόλης δεν πραγματοποιούνται καθόλου τακτικά ραντεβού. Από χειρουργεία γίνονται μόνο τα επείγοντα και σε κάποια νοσοκομεία γίνονται και χειρουργεία καρκινοπαθών. Τα περισσότερα χειρουργεία στα νοσοκομεία της πόλης έχουν μετατραπεί σε πρόχειρες Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Έχουν ανοίξει κάποιες κλινικές για γενική νοσηρότητα αλλά και αυτές λειτουργούν με περιορισμένο αριθμό κλινών.
Όσον αφορά την πρωτοβάθμια υγεία, σημειώνουμε ότι 144 Κέντρα Υγείας σε όλη τη χώρα πρόκειται να μετατραπούν και σε εμβολιαστικά κέντρα. Τα Κέντρα Υγείας, παρότι ήταν επίσης υποστελεχωμένα προ πανδημίας, κλήθηκαν να γίνουν μέρος της αντιμετώπισής της. Συγκεκριμένα, 161 Κέντρα Υγείας και 42 Περιφερειακά Ιατρεία επέκτειναν το ωράριο λειτουργίας τους έτσι ώστε να μπορούν να χειριστούν περιστατικά με συμπτώματα Covid-19. Τώρα καλούνται να συμμετέχουν και στον εμβολιασμό χωρίς επιπλέον προσωπικό. Ενώ θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια πρώτη και σημαντική άμυνα απέναντι στην πανδημία, αντιμετωπίζοντας άμεσα κάποια ήπια νοσήματα ή ασθένειες και βοηθώντας τα νοσοκομεία, η κυβέρνηση δεν έδειξε ποτέ πρόθυμη να τα ενισχύσει.
Υπάρχουν καθυστερήσεις ή αναβολές ραντεβού ακόμα και για καρκινοπαθείς ή ασθενείς με καρδιοπάθειες
Βέβαια εμβολιαστικά κέντρα θα γίνονταν βάσει του αρχικού πλάνου, που προς το παρόν δεν εφαρμόζεται, αφού τα πρώτα τουλάχιστον εμβόλια φαίνεται πως θα γίνουν στα νοσοκομεία. Αυτό είναι πρόβλημα τόσο για τα επιβαρυμένα νοσοκομεία, όσο και για τους ανθρώπους μεγάλης ηλικίας που θα χρειαστεί να πραγματοποιήσουν μεγάλες μετακινήσεις, ενώ όλη αυτή η κινητικότητα ενισχύει τη διασπορά του ιού.
Οι ίδιοι οι ασθενείς αντιλαμβάνονται φυσικά όλη αυτή τη δυσκολία που αντιμετωπίζει το ΕΣΥ και φαίνεται πως συχνά επιλέγουν να αποφύγουν να απευθυνθούν σε γιατρό. Είναι σαν να χάνουν το δικαίωμά τους στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Παρατηρείται καθυστέρηση των επισκέψεων σε Κέντρα Υγείας και νοσοκομεία, ακόμα και από ασθενείς με καρδιοπάθειες. Είναι σημαντικό τα συμπτώματα να μην αγνοούνται και όχι να φτάνουν οι ασθενείς να ζητήσουν ιατρική βοήθεια όταν η υγεία τους έχει επιβαρυνθεί αρκετά, πράγμα που δυσκολεύει τη θεραπεία.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σύμφωνα με το Βρετανικό Ίδρυμα Καρδιολογίας, από την αρχή της πανδημίας μέχρι τα μέσα Οκτώβρη στην Αγγλία οι θάνατοι από καρδιακά προβλήματα ήταν 4,622 περισσότεροι από το αναμενόμενο, λόγω του δισταγμού των ασθενών να επιβαρύνουν το σύστημα υγείας ή λόγω του φόβου τους μήπως με μια επίσκεψή τους προσβληθούν από τον νέο κορονοϊό ή λόγω των καθυστερήσεων που παρατηρούνται στα χειρουργεία και την ιατρική φροντίδα.
Ηλικιωμένοι απομονωμένοι στα σπίτια τους αλλά και απροστάτευτοι
Οι ηλικιωμένοι και ηλικιωμένες είναι η ομάδα πληθυσμού που πλήττεται περισσότερο από την πανδημία υγειονομικά και μετράει τις περισσότερες απώλειες, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΕΟΔΥ. Ταυτόχρονα υφίσταται μεγάλη πίεση και σε ψυχολογικό επίπεδο. Τα αποτελέσματα του παρατεταμένου εγκλεισμού που δεν δείχνει να αναστέλλεται –εκτός φυσικά για το εργατικό δυναμικό το οποίο υποχρεώνεται στον «εργασιακό προαυλισμό»– είναι εξίσου σοβαρά και με επίδραση σε βάθος χρόνου.
Από την αρχή της πανδημίας, καταρχάς, φάνηκε πόσο ανυπεράσπιστοι είναι οι ένοικοι σε μονάδες φροντίδας, ειδικά σε ιδιωτικές. Από τον περασμένο Απρίλιο, οι πλημμελείς και συχνά, άθλιες συνθήκες διαβίωσης που επικρατούν διαχρονικά σε τέτοιες δομές, προκάλεσαν δεκάδες θύματα, μόλις ενέσκηψε ο κορονοϊός. Ως αποδιοπομπαίοι τράγοι χρησιμοποιήθηκαν συχνά εργαζόμενοι-ες σε δομές, κλάδος που κατηγορήθηκε ως «αποκλειστικά υπεύθυνος» για τη μετάδοση του ιού.
Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ γηροκομεία και οίκοι ευγηρίας λειτουργούν σε καθεστώς αποκλεισμού από τον περασμένο Μάρτιο, μετά τα περιστατικά του καλοκαιριού η κυβέρνηση έσπευσε, αποκλειστικά για επικοινωνιακούς λόγους, να ανακοινώσει… τον αποκλεισμό τους. Μόλις λίγες μέρες μετά την επίσκεψη της αρμόδιας υφυπουργού στα Γιάννενα, κατά την οποία διαβεβαίωνε για τα μέτρα και την κυβερνητική μέριμνα, σημειώθηκαν μαζικά κρούσματα σε ηλικωμένους-ες στο ένα από τα δύο γηροκομεία της πόλης…
Εκτός όμως από την ανάγκη να προστατευτούν και να αποφύγουν να νοσήσουν, οι ηλικιωμένοι πρέπει να παλέψουν την πίεση του εγκλεισμού. Κάτι που απουσιάζει από τις ανακοινώσεις για μέτρα αποτροπής της πανδημίας, είναι ότι πολύ συχνά αυτοί οι άνθρωποι έχουν να δούνε τους οικείους τους εννιά μήνες — ειδικά όσοι και όσες ζούνε σε δομές φιλοξενίας. Αυτή η απουσία και η μη αναπλήρωσή της, συνθέτουν σε μόνιμη βάση μικρές τραγωδίες. Οι δε ασθενείς βιώνουν ακόμα πιο έντονες τις συνέπειες. Έρευνα της Εταιρείας Αλτσχάιμερ Αθηνών σε 204 οικογένειες ατόμων με άνοια, έδειξε ότι η συντριπτική πλειοψηφία (78%) παρουσιάζει επιδείνωση της κατάστασης.
Παράλληλα, οι ελλείψεις και ολιγωρίες έρχονται στην επιφάνεια. Μια από τις βασικότερες δομές στήριξης, το «Βοήθεια στο Σπίτι» είναι υπό συνεχή εργασιακή αίρεση, από τη δημιουργία του μέχρι σήμερα. Τώρα, που χρειάστηκε ακόμα περισσότερο, οι εργαζόμενοι-ες βρίσκονται συχνά χωρίς στοιχειώδη μέσα ατομικής προστασίας ή διεκδικούν τις πληρωμές πέντε και έξι μηνών εργασίας. Εν τέλει, η ίδια η ηλικία γίνεται συχνά πρόφαση στα επιχειρήματα της κυβέρνησης, που προσπαθεί να δικαιολογήσει πλαγίως τις χιλιάδες πλέον απώλειες συνανθρώπων. Η μόνιμη επωδός της «διάμεσης ηλικίας των θανόντων συμπολιτών μας» στις καθημερινές αναφορές του ΕΟΔΥ, καθώς και τα «υποκείμενα νοσήματα», δείχνουν και κάτι ακόμα, εκτός από το υγειονομικό δεδομένο: ότι οι ευάλωτες ομάδες παραμένουν ουσιαστικά απροστάτευτες από τα μέχρι στιγμής μέτρα της κυβέρνησης.
Γιώργος Τσαντίκος