Γιώργος Μουρμούρης
▸ Ας ξεκινήσουμε από το βασικό. Η επίθεση των δύο ανηλίκων στον σταθμάρχη του μετρό είναι μια πράξη απίστευτης βαρβαρότητας, αρκετά ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα και απολύτως καταδικαστέα.
Οποιοδήποτε «όμως» ή «αλλά» δεν αφορά την πράξη καθ’ αυτήν, αλλά τα όσα επακολούθησαν ως προς τον χειρισμό της υπόθεσης από κρατικές αρχές και ΜΜΕ.
Ας δούμε λοιπόν αυτά τα «αλλά». Η αξιολόγηση της πράξης ως υψηλής ηθικής απαξίας, όπως καλώς θεωρείται και είναι, αφορά την κοινωνία. Κανείς δεν όρισε την ΕΛΑΣ ή τα «δελτία των 8» ταγούς της ηθικής τάξης ώστε να ανάγουν ένα ποινικό ζήτημα σε ένδειξη ή απόδειξη ηθικής φθοράς της κοινωνίας και κατάπτωσης της νεολαίας. Επιφυλάσσοντας στην οικογένεια των ανηλίκων μεταχείριση που ως τώρα είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε σε εγκληματικές οργανώσεις και «παίζοντας» κατ’ αυτόν τον τρόπο στα όρια του ηθικού πανικού.
Ο λόγος, για τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες της μητέρας των δύο νεαρών δραστών με αστυνομικό αλλά και φιλικό της πρόσωπο, τις οποίες «έπιασε» ο «υπερκοριός» της ΕΛΑΣ και στη συνέχεια διοχετεύτηκαν στον Τύπο. Στα δελτία ειδήσεων μάλιστα εκφωνούνταν θεατρικά οι συνομιλίες, όπως είθισται για περιπτώσεις εγκληματικών οργανώσεων με αστεία προσωνύμια και κωδικές ονομασίες για τα προϊόντα του εγκλήματος.
Στην πραγματικότητα, πέραν της επίθεσης, είναι η ίδια η στάση αστυνομίας και ΜΜΕ που γεννά ηθικής τάξεως ζητήματα, τα οποία αφορούν από την χρήση εργαλείων που χρησιμοποιούνταν συνήθως σε υποθέσεις σχετιζόμενες με εγκληματικές οργανώσεις — εντός ή εκτός εισαγωγικών —, σε υποθέσεις κοινού ποινικού δικαίου, μέχρι την φυσικοποίηση της διαρροής στον Τύπο των εν λόγω υποκλοπών.
Τέλος, είναι εντυπωσιακό πόσο «στα ψιλά» περνάει η εξής αντίφαση: «Πρωταγωνιστής» στην απόπειρα συγκάλυψης ενός περιστατικού που χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα για περισσότερη αστυνόμευση, είναι ένας αστυνομικός.