Γιώργος Μουρμούρης
▸ Σαρώθηκαν οι αστυνομικές απαγορεύσεις, να πάρουν πίσω το νομοσχέδιο
Ολα τα χαρακτηριστικά της τραγωδιακής «ύβρεως» είχε η αλαζονική απαγόρευση συναθροίσεων άνω των 100 ατόμων «καθ’ άπασαν την επικράτειαν», για τρίτη φορά μέσα σε τρεις μήνες, από την κυβέρνηση και από τα ξημερώματα της Τρίτης 26 Ιανουαρίου. Ύβρις που επέφερε την κινηματική «νέμεσιν», με το εμβληματικό «σάρωμα» της απαγόρευσης στην Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας από τους χιλιάδες φοιτητές και εκπαιδευτικούς που πλημμύρησαν τους δρόμους.
Χάνοντας ταχύτατα τα κοινωνικά της ερείσματα, λόγω των αλλεπάλληλων αποτυχιών στον τομέα της πανδημίας, η κυβέρνηση προσπάθησε, 48 ώρες πριν το πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο, να προχωρήσει σε μια επίδειξη πυγμής έναντι του διογκούμενου εκπαιδευτικού κινήματος, με τον αρχηγό της ΕΛΑΣ να υποκαθιστά ξανά τη Βουλή απαγορεύοντας τις συγκεντρώσεις για έξι ημέρες. Αστυνομία, πολιτική ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου και κυβέρνηση ήθελαν μέσω της τρομοκρατίας των προστίμων και της ενδεχόμενης καταστολής να περιορίσουν τις κινητοποιήσεις σε μικρές, συμβολικές συγκεντρώσεις που βάσει του νόμου Χρυσοχοΐδη και του νέου δόγματος της ΕΛΑΣ δεν θα τους επιτρεπόταν ούτε καν να κατέβουν στο πεζοδρόμιο. Και αυτό την ώρα που ρητά ξεκαθαριζόταν, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι η απαγόρευση δεν αφορούσε την παρουσία πολιτών σε εμπορικά σημεία ή καταστήματα.
Δεν ήταν μια ψύχραιμη απόφαση. Από την πρώτη εβδομάδα του νέου έτους οι φοιτητές έσπαγαν σταθερά την απαγόρευση, πραγματοποιώντας άλλοτε μικρότερες και άλλοτε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στην πλατεία Κοραή, κινούμενοι επιδέξια ανάμεσα στις «συμπληγάδες» συλλήψεων και προστίμων. Την προηγούμενη Πέμπτη, η συγκέντρωση είχε εξελιχθεί στην πρώτη μεγάλη διαδήλωση μετά την επιβολή του δεύτερου lockdown. Η ανακοίνωση, την ίδια ημέρα, του νέου δόγματος της ΕΛΑΣ για τις διαδηλώσεις από τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, με τους δρακόντειους περιορισμούς, την επικοινωνιακή διαχείριση και την απόπειρα χειραγώγησης των δημοσιογράφων, έδωσε περισσότερο την αίσθηση του επείγοντος στο να μπει ένα τέρμα στην αποχαλίνωση της κρατικής τρομοκρατίας, παρά φόβισε ή ενσωμάτωσε κοινωνικές κατηγορίες. Η νέα απαγόρευση συναθροίσεων σήμανε συναγερμό. Ένας ψύχραιμος παρατηρητής θα έβλεπε ότι, μπροστά στην αποφασιστικότητα του κινήματος, η «σιγή νεκροταφείου» θα μπορούσε να επιβληθεί μόνο με τέτοιας έκτασης χρήση βίας, που θα ρίσκαρε ένα κοινωνικό ξέσπασμα το οποίο θα μπορούσε να απελευθερώσει τη διάχυτη αγανάκτηση εκτεταμένων στρωμάτων. Όμως η αλαζονική ηγεσία του ΥΠΡΟΠΟ δεν είδε ή δεν θέλησε να το δει, έχοντας πίσω της μια κυβέρνηση που θεωρεί δεδομένο ότι μπορεί να νομοθετεί χωρίς αντιδράσεις, εκμεταλλευόμενη προσχηματικά τον κορονοϊό. Ύβρις.
Νέος γύρος γενικών συνελεύσεων και κινητοποιήσεων την επόμενη εβδομάδα
Το μεσημέρι της Πέμπτης 28 Ιανουαρίου, δεκαπέντε λεπτά πριν την ώρα του επίσημου καλέσματος, με μία αιφνιδιαστική κίνηση φοιτητές που είχαν ήδη συγκεντρωθεί στα Προπύλαια παρέκαμψαν την παρατηρούσα ομάδα ΟΔΟΣ και έκλεισαν μόνοι τους την Πανεπιστημίου. Γρήγορα το σώμα της διαδήλωσης απλώθηκε από το κτίριο του ΣτΕ μέχρι τα Προπύλαια. Όταν δε έφτασε στο Σύνταγμα, η κεφαλή βρισκόταν στη διασταύρωση με τη βασιλίσσης Σοφίας ενώ τα τελευταία μπλοκ έμπαιναν στη Φιλελλήνων. Ο παλμός της διαδήλωσης θύμιζε κάτι από την ημέρα του Εφετείου, κάτι από τις μεγάλες μέρες, κατ’ επέκταση, του κινήματος στην Ελλάδα. Μια καρικατούρα του νέου δόγματος για τις διαδηλώσεις επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί: Αξιωματικός της ΕΛΑΣ ενημέρωσε από έναν τηλεβόα, που ελάχιστα ακούστηκε ανάμεσα στα συνθήματα, ότι η συγκέντρωση καταγράφεται από ψηφιακά μέσα. Η ομάδα ΟΔΟΣ βρισκόταν παραταγμένη μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, για να αντικατασταθεί γρήγορα από ΜΑΤ όταν οι φοιτητές ανέβηκαν στην πλατεία. Στα «λουλουδάδικα», πίσω από την ομάδα ΟΔΟΣ βρισκόταν παραταγμένες κλούβες των ΜΑΤ και μια «αύρα». Όμως η γενική αίσθηση ήταν ότι το παλλόμενο σώμα της διαδήλωσης ήταν αδύνατο να τιθασευτεί. Όπως εύγλωττα ανέφεραν «πηγές της ΕΛΑΣ» σχολιάζοντας το σπάσιμο της απαγόρευσης, δεν χρησιμοποιήθηκε βία για τη διάλυση της διαδήλωσης για να μην πυροδοτηθούν γενικευμένα επεισόδια. Νέμεσις.
Η μεγάλη διαδήλωση της Πέμπτης δεν προέκυψε από το πουθενά. Πέραν των κινητοποιήσεων του προηγούμενου διαστήματος, την τελευταία εβδομάδα παρά τις δυσκολίες πραγματοποιήθηκαν γενικές συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων σε σειρά σχολών της Αθήνας και άλλων πόλεων. Είχε προηγηθεί άλλωστε, μέσα στο δεύτερο lockdown, ο αγώνας των οικότροφων στις Φοιτητικές Εστίες του ΕΚΠΑ που πυροδότησε την τρομοκρατική εισβολή της ΕΛΑΣ στο κτήριο της Ούλωφ Πάλμε και σειρά άλλων αγωνιστικών σκιρτημάτων σε όλη τη χώρα, εντός και εκτός των σχολών. Δεν ήταν, δε, το τέλος της διαδρομής: Για την επόμενη εβδομάδα προγραμματίζεται νέος γύρος γενικών συνελεύσεων, την ώρα που το νομοσχέδιο για την Πανεπιστημιακή Αστυνομία εισάγεται στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής.
Η αντίδραση του φοιτητικού και συνολικά του εκπαιδευτικού κινήματος «μεταφράζεται» και σε διαφοροποιήσεις σε επίπεδο πολιτικής κορυφής: Είτε πρόκειται για τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης, τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ, είτε για τις ενστάσεις της Συνόδου των Πρυτάνεων, είτε ακόμα και για τον Θεό-
δωρο Φορτσάκη που το 2014 είχε ταυτίσει το όνομά του με την επιβολή του δόγματος «νόμος και τάξη» στις σχολές. Οι διαφοροποιήσεις αυτές, παρά τις μεταξύ τους παραλλαγές, δεν αμφισβητούν βεβαίως το κυρίαρχο αφήγημα περί «γενικευμένης ανομίας» στα Πανεπιστήμια που «πρέπει να παταχθεί», αλλά με διαφορετική μεθοδολογία, ούτε προφανώς θίγουν την ουσία του ζητήματος, τη δημιουργία ενός Πανεπιστημίου «για λίγους και εκλεκτούς», αντιδραστικού και «κομμένου και ραμμένου» στα μέτρα της αγοράς. Αλλά αντιλαμβάνονται ότι με τη δυναμική που διαμορφώνεται θα είναι εξαιρετικά δύσκολο, ακόμα και αν ψηφιστεί το σχετικό νομοσχέδιο, να εφαρμοστεί. Διαισθάνονται ότι υπάρχει «κίνδυνος» η πρωτοβουλία των κινήσεων να περάσει στην άλλη πλευρά: Το κίνημα να πει την τελευταία λέξη.