Γιώργος Παυλόπουλος
▸ Το «δημοκρατικό τόξο», υπό τον Μπάιντεν, θα στηρίξει τον «υπαρκτό καπιταλισμό» με αλλαγές συντεταγμένες
Τα πρωτοσέλιδα των περισσότερων αμερικανικών εφημερίδων την Πέμπτη θύμιζαν κάτι από την επομένη της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. «Η δημοκρατία δέχεται επίθεση», «Το Καπιτώλιο υπό κατάληψη» ήταν δύο από τους χαρακτηριστικούς τίτλους, μετά τα πρωτόγνωρα γεγονότα της Τετάρτης, με την εισβολή των οπαδών του Τραμπ στο κτίριο που στεγάζει Γερουσία και Βουλή, στην καρδιά της Ουάσινγκτον.
Στις τάξεις των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων της Αμερικής, παραδοσιακών και νέων, η ανησυχία ήταν επίσης έκδηλη, χωρίς να κρύβεται και η οργή για τα όσα συνέβησαν. Για «ένα κεφάλαιο ντροπής στην ιστορία του έθνους μας» έκανε λόγο ο Τιμ Κουκ, αφεντικό της Apple, της εταιρείας με τη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία παγκοσμίως (πλησιάζει τα 1,8 τρισ. δολάρια), που ζήτησε «να λογοδοτήσουν όσοι είναι υπεύθυνοι για την ανταρσία». «Αυτό δεν είναι νόμος και τάξη, αυτό είναι χάος. Είναι η κυβέρνηση του όχλου. Είναι επικίνδυνο», δήλωσε ο πρόεδρος της Εθνικής Ομοσπονδίας Μεταποίησης, στην οποία ανήκει το σύνολο της βαριάς βιομηχανίας των ΗΠΑ, απαιτώντας παράλληλα την καθαίρεση του Τραμπ πριν την επίσημη λήξη της θητείας του, στις 20 Ιανουαρίου. Δεν φάνηκε, ωστόσο, να συμμερίζονται οι πάντες αυτό το κλίμα. Η Γουόλ Στριτ, για παράδειγμα, όχι απλώς δεν αντέδρασε ανάλογα με την 11η Σεπτεμβρίου, αλλά την Πέμπτη σημείωσε νέο ιστορικό ρεκόρ. Αιτία, η επισημοποίηση της νίκης του Μπάιντεν από το Κογκρέσο και το αποτέλεσμα των επαναληπτικών εκλογών στην Τζόρτζια, που δίνει τον απόλυτο έλεγχο και της Γερουσίας στους Δημοκρατικούς. Όπως συνέβη και στη διάρκεια της θητείας του Τραμπ, λοιπόν, οι «αγορές» και οι «επενδυτές» απέδειξαν ότι δεν τους ενδιαφέρει το όνομα του προέδρου και το χρώμα του πλειοψηφούντος κόμματος, αλλά μόνο να «πιάνουν ποντίκια» — δηλαδή, να διασφαλίζουν την απρόσκοπτη συνέχεια της παρασιτικής τους κερδοσκοπίας.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δημοσκόπηση την οποία διενήργησε το ινστιτούτο YouGov. Αν και η πλειοψηφία των Αμερικανών καταδικάζει την εισβολή στο Καπιτώλιο (71%) και θεωρεί πως αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία (62%), δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό που εγκρίνει τα όσα συνέβησαν. Μάλιστα, στη βάση των Ρεπουμπλικάνων αποτελούν πλειοψηφία όσοι εγκρίνουν την εισβολή (45% έναντι 43%) και δεν βλέπουν απειλή για τη δημοκρατία (68%)!
Και μεταξύ των στελεχών του κόμματος, όμως, είναι σαφές πως υπάρχουν πολλοί που τηρούν παρόμοια στάση. Διότι μπορεί ο αντιπρόεδρος Πενς να αποκήρυξε ουσιαστικά τον Τραμπ και αρκετά μέλη της κυβέρνησης να έχουν υποβάλει την παραίτησή τους, όμως στο Κογκρέσο περισσότεροι από 10 γερουσιαστές και 100 βουλευτές επέμειναν στην άρνηση της επικύρωσης της εκλογής Μπάιντεν, υιοθετώντας τις καταγγελίες για νοθεία.
Την ίδια στιγμή, σοβαρά ερωτηματικά εξακολουθούν να υπάρχουν αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η εισβολή, ειδικά μετά την άγρια και προληπτική καταστολή των προηγούμενων μηνών, σε βάρος του κινήματος που ξέσπασε μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ. Αν και οι πληροφορίες αναφορικά με το τι σχεδιάζεται υπήρχαν από ημέρες –στο Διαδίκτυο κυκλοφορούσαν ανοιχτά καλέσματα για κατάληψη του Καπιτωλίου– ενώ το FBI είχε στοχοποιήσει τους ηγέτες κάποιων παρακρατικών ένοπλων ομάδων, ουσιαστικά το κτίριο είχε αφεθεί ανοχύρωτο. Σαν να μην έφτανε δε αυτό, αρκετά από τα μέλη της φρουράς του συμπεριφέρθηκαν μάλλον με… αβροφροσύνη προς τους εισβολείς.
Τα παραπάνω, μαζί με την ταλάντευση που εξακολουθεί να υπάρχει στους Δημοκρατικούς για το εάν θα καθαιρέσουν τον Τραμπ και θα τον παραπέμψουν σε δίκη, οδηγούν σε δύο συμπεράσματα: Αφενός, ότι ο Τραμπ και ο τραμπισμός δεν αποτελούν παραφωνία, αλλά υπαρκτό και ισχυρό ρεύμα στην αμερικανική κοινωνία και πολιτική, κάτι που αποδείχθηκε και από τα σχεδόν 12 εκατομμύρια παραπάνω ψήφους στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου σε σύγκριση με το 2016. Αφετέρου, ότι η κρίση του μοντέλου διακυβέρνησης και της αστικής δημοκρατίας στις ΗΠΑ –σημείο αναφοράς για ολόκληρη τη «Δύση» και πρόσχημα για μια σειρά στρατιωτικές επεμβάσεις και πραξικοπήματα ανά τον κόσμο– είναι βαθιά και έχει αποκτήσει δομικά χαρακτηριστικά.
Ισχυρό ρεύμα ο τραμπισμός, σοβαρά ερωτηματικά για τις συνθήκες εισβολής στο Καπιτώλιο
Αμφότερα έχουν προφανώς άμεση σχέση με την κατάσταση στην πραγματική οικονομία (που δεν αποτυπώνεται στους δείκτες και το χρηματιστήριο), με τις σοβαρές ανακατατάξεις στο εσωτερικό και τον διεθνή ανταγωνισμό, με την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων και συγκρούσεων, η οποία έγινε εμφανής και στα συγκλονιστικά γεγονότα του 2020. Πρακτικά –αν και λίγο απλοϊκά– θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το «συμβόλαιο» που διασφάλιζε μέχρι σήμερα την εύρυθμη λειτουργία του αμερικανικού καπιταλισμού και την παγκόσμια ηγεμονία του, μαζί και οι θεσμοί που το σφράγιζαν (Κογκρέσο, πρόεδρος, σύνταγμα κ.λπ) αμφισβητούνται πιο έντονα από ποτέ. Πρακτικά, κάθε πλευρά και κάθε στρατόπεδο θεωρεί ότι νόμος είναι το δίκιο του, το οποίο προσπαθεί να επιβάλει με κάθε μέσο που διαθέτει, εκτιμώντας ότι δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια συμβιβασμών και η «πίτα» δεν φτάνει για όλους — όπως και στον κόσμο, δίπλα στη «μεγάλη Αμερική», υπάρχει η Κίνα που μεγαλώνει ταχέως, η ΕΕ που θέλει να γίνει μεγάλη κοκ.
Βεβαίως, η παραπάνω αμφισβήτηση δεν φαίνεται να έχει αποκτήσει ακόμη πλειοψηφικά χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό και το «δημοκρατικό τόξο», με αιχμή τους Δημοκρατικούς του Μπάιντεν και σημαντικό τμήμα των Ρεπουμπλικάνων και του «βαθέος κράτους», θα προσπαθήσουν να αποκαταστήσουν με κάθε τρόπο την τάξη και την εύρυθμη λειτουργία του παλιού, γνωστού και δοκιμασμένου μοντέλου. Του «υπαρκτού καπιταλισμού» των ΗΠΑ που γνωρίσαμε και μισήσαμε — εμείς, οι λαοί του κόσμου και εκατομμύρια Αμερικανοί.