Χρήστος Μιάμης
▸ Αν το σκάκι ήταν ένα παιχνίδι κινήσεων εργαλειακά αποτυπωμένων σε ένα πεδίο με λευκές και ερεβώδεις διαδρομές, τότε κάθε μια κίνηση θα αντιστοιχούσε στην αντίθετή της, σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία δράσεων και αντιδράσεων που θα ολοκληρωνόταν οκνηρά, με αμελητέους σπασμούς, σε έναν ήδη γνωστό τερματικό σταθμό.
Για τους γνωρίζοντες, εραστές του σκακιού και της επανάστασης, καμία κίνηση σε αυτό δεν απαντάται, από μια ποσοτικά, ανάλογου βεληνεκούς και ευφυίας αντίδραση.
Αν ο μηχανισμός που κινεί την σκέψη του σκακιστή θα ήταν τόσο αφόρητα προβλέψιμος, θα αντιστοιχούσε στον μηχανισμό που εκκινεί τον θεολογικό ιστορικό υλισμό, ο οποίος τρεκλίζοντας ράθυμα οδηγείται στον τόπο του μαρτυρίου, σε μια επαναλαμβανόμενη ανάβαση που δεν ολοκληρώνεται με την λύτρωση, αλλά με μια φαντασμαγορική θυσία στον βωμό του εξελικτικισμού. Την ίδια στιγμή οι παραγωγικές δυνάμεις φορτωμένες άτσαλα στους καταπονημένους ώμους του αποσυνάγωγου, χαρτογραφούν την διαδρομή, ώστε να αποφευχθούν οι παρεκκλίσεις.
Το παρελθόν βαραίνει το παρόν και φαλκιδεύει το μέλλον, η θεολογική εμμονή μιας ατέρμονης αναμονής προτείνει την ήττα ως την ποινή για ένα παρόν που βιάστηκε να πραγματωθεί, και ο αγκιτάτορας επισημαίνει δηκτικά από άμβωνος, πως οι συνθήκες δεν αντιστοιχούν στον βηματισμό του υποκειμένου. Ίσως και το ανάστροφο. Το αποτέλεσμα εξάλλου, είναι το ίδιο. Ο μηχανισμός της μάθησης στην αέναη υποταγή μολύνει τα αποκλίνοντα κύτταρα, το απροσδόκητο ξορκίζεται ως διονυσιακός παγανισμός και ο γραμμικός χρόνος της θεολογίας υποδύεται την επαναστατική ορθοδοξία μιας τελεολογικής επικράτησης. Ο Λένιν αναπαύεται μακάρια, σε ένα μεγαλοπρεπές μαυσωλείο, ενώ ο Μαρξ αναζητά απέλπιδα τρόπους για μια εκκωφαντική έκρηξη.
Το παρελθόν ξεγλιστρά από τους τόπους του παρόντος, ο χρόνος αποτιμάται ως διαρκής εκκρεμότητα, η κλεψύδρα δεν τελειώνει ποτέ, οι κόκκοι της άμμου μυστικά και βιαστικά αντικαθιστώνται, λίγο πριν εξαντληθούν. Οι φύλακες της μοναδικής και αναπόδραστης αλήθειας όπως και οι έφοροι της τάξης επανέρχονται κάθε φορά στην Απέλλα, με προσδιορισμένη θεματολογία. Η ηδονή του τετελεσμένου συνιστά την δικλείδα ασφαλείας προκειμένου να ανασχεθεί οποιαδήποτε παρέκκλιση, ενώ οι λαθρεπιβάτες στον συρμό του αδιανόητου, καθυστερούν την ιστορία, ώστε αυτή να συμπέσει με το βιολογικό τους πέρας.
Οι εικόνες του παρελθόντος στοιχειώνουν ωστόσο, όλο και πιο συχνά την γραμμική ονειροβασία των προ-νεωτερικών αλχημιστών της επανάστασης. Η πρακτική αριθμητική δεν είναι πια αρκετή για την διεκπεραίωση των συναλλαγών, και οι μπακάληδες της ιστορίας γονυπετείς και οσφυοκάμπτες, κλέβουν όλο και περισσότερο στο ζύγι ώστε να ισορροπήσει το παρελθόν στα πεπερασμένου μέτρα του παρόντος, και να σπρωχτεί όσο μακρύτερα γίνεται μια αστάθμητη μελλοντική έκβαση.
Η όπερα της πεντάρας αντηχεί στις λεωφόρους του μέλλοντος: “Συλλογιστείτε το σκοτάδι και την παγωνιά. Σε τούτη την κοιλάδα που ηχεί απ’ τους θρήνους”.
Ο ιστορικός υλισμός απαγκιστρώνεται από τον ιστορικισμό, ο μαρξισμός δεν κινείται πλέον από τα νήματα του θετικισμού, η μνήμη απαλλάσσεται από τον κομφορμισμό, ο μεσσιανισμός υποκύπτει στην διαλεκτική της φύσης και της ιστορίας, η άλγεβρα της επανάστασης δεν υπακούει πλέον στους σιδερένιους νόμους του εφικτού, το αστάθμητο γονιμοποιεί μια απρόσμενη γέννηση, το υφιστάμενο αποδημεί, χειραφετώντας το υποκείμενο, από το ανάρμοστο βάρος μιας διηνεκούς αναβολής. Η απροσδόκητη εμφάνιση μιας εκβολής που ακόμη δεν έχει διενεργηθεί αφυπνίζει το υποκείμενο από την χειμερία νάρκη, οι εποχές εναλλάσσονται ακανόνιστα, η κάθαρση της ιστορίας δεν αναδύεται από το κεφάλι του Δία, τα ασπόνδυλα σώματα των καταπιεσμένων, ορθώνονται, ευθυγραμμίζονται προς τον ορίζοντα του ανέλπιστου, ξεπλένονται από την μυρωδιά της φάμπρικας και του ασύλου, φοράνε τα ρούχα μιας φάρσας που δεν είναι πλέον τραγωδία. Ο άγγελος της ιστορίας απομακρύνεται τρομαγμένος από το αδιανόητο που επελαύνει, αλλά δεν δύναται να αποστρέψει το βλέμμα του από αυτό.
Όπως επισημαίνει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στις “Θέσεις για την φιλοσοφία της Ιστορίας”: “Η θύελλα τον ωθεί ακαταμάχητα προς το μέλλον, στο οποίο η πλάτη του είναι στραμμένη, ενώ ο σωρός από τα ερείπια φθάνει μπροστά του ως τον ουρανό. Αυτό που εμείς αποκαλούμε πρόοδο, είναι αυτή η θύελλα”.
Είναι αυτή η θύελλα. Μια θύελλα που σαρώνει το προγραμμένο, αποκαθηλώνει τις νόρμες και τους κανονισμούς, αναμετράται με τον μεσσιανισμό της ατελεύτητης μετάβασης, στροβιλίζεται στον κήπο του Επίκουρου, αναδιατάσσει τις διαδρομές στους τόπους της απόγνωσης.
Μια παρτίδα σκάκι που δεν παίχτηκε ακόμη. Για ένα μέλλον χωρίς βασιλιάδες και αξιωματικούς, που στις νύχτες της καραντίνας φθάνει ως ψίθυρος, στα όνειρα των απελευθερωμένων στρατιωτών.