Μαριάννα Τζιαντζή*
Με αφορμή τον πρόσφαη απώλεια του μεγάλου συγγραφέα κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων Τζον Λε Καρέ δημοσιεύουμε ένα παλαιότερο αφιέρωμα στοn μετρ του κατασκοπευτικού μυθιστορήματος. που δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο διαδίκτυιο
Ο Τζον Λε Καρέ (1931-2020), ο πρύτανης του κατασκοπευτικού μυθιστορήματος, έδωσε ξανά το παρών με τον Μυστικό προσκυνητή. Ήρωες του νέου του βιβλίου, που πριν δύο εβδομάδες κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, είναι ένας παλαίμαχος Βρετανός κατάσκοπος, ο Νεντ, αλλά και το ίνδαλμά του, ο γηραιός αλλά πνευματικά ακμαίος Τζορτζ Σμάιλι, ως επίτιμος καλεσμένος σ’ ένα δείπνο νεαρών σπουδαστών που εκπαιδεύονται για στελέχη των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Οι «νικητές» κάθονται κοντά στο τζάκι και αναπολούν ιστορίες από τα παλιά, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη νέα εποχή. Ίσως σ’ αυτό, δηλαδή στην προσπάθεια ερμηνείας, να έγκειται και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον αυτού του βιβλίου.
Ο Τζον Λε Καρέ είναι ο πιο πολυδιαβασμένος συγγραφέας κατασκοπευτικών μυθιστορημάτων, το «δεύτερο πιο γνωστό εξαγωγικό προϊόν της Βρετανίας μετά τη μαρμελάδα πορτοκάλι», όπως λένε μερικοί. Ως μπεστσελερίστας οφείλει να εκδίδει καινούργια βιβλία σε τακτά χρονικά διαστήματα για να συντηρεί τη φήμη του.
Ωστόσο, ο Λε Καρέ δεν είναι μόνο ένα εργοστάσιο που παράγει βιβλία για μαζική κατανάλωση: είναι ένα εργοστάσιο-πιλότος, που «δίνει γραμμή» όχι μόνο για το πώς πρέπει να γράφονται τα χιλιάδες βιβλία που κατατάσσονται στην πλατιά κατηγορία της υποκουλτούρας, αλλά δίνει και γραμμή στα εκατομμύρια των αναγνωστών του για το πώς πρέπει να «διαβάζουν» τον κόσμο γύρω τους. Είναι ένας ευφυής και προικισμένος διαμορφωτής της κοινής γνώμης και, απ’ αυτή και μόνο την άποψη, αξίζει κανείς ν’ ασχοληθεί με το έργο του. Μεταξύ μας, αυτό το καθήκον δεν είναι και τόσο άχαρο, μια που τα βιβλία του έχουν την ιδιότητα να γοητεύουν και ταυτόχρονα να κολακεύουν τον λεγόμενο «σκεπτόμενο» αναγνώστη: δεν είναι καθαρά «υποπροϊόντα» και, παράλληλα, κανείς δεν κινδυνεύει να συντριβεί από το βάρος των στοχασμών τους. Βέβαια, ο Λε Καρέ είναι ένας καλός επαγγελματίας: έχει ταλέντο, κουλτούρα και γνώσεις από πρώτο χέρι, αλλά η απήχησή του έγκειται, μεταξύ των άλλη, και στο χρόνο, που εμφανίστηκαν τα βιβλία του, στο τάιμινγκ, όπως λέμε. Ο Κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο, που εκδόθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, χαρακτηρίστηκε από τον Γκράχαμ Γκριν «το καλύτερο απ’ όλα τα κατασκοπευτικά μυθιστορήματα«». Η ευφυϊα του Λε Καρέ έγκειται στο ότι, μεσουρανούσης της ψυχροπολεμικής λογικής στο λογοτεχνικό αυτο είδος, απέφυγε να μιλήσει για «καλούς» Δυτικούς και «κακούς» Ανατολικούς. Είπε ότι οι υπηρεσίες είναι σάπιες και διαβρωμένες, ότι δεν υπάρχουν εξ ορισμού «καλοί» κατάσκοποι και ότι ψήγματα ανθρωπιάς βρίσκονται και από τις δύο πλευρές του Τείχους –και μάλιστα όλα αυτά τα είπε 25 περίπου χρόνια πριν από την περεστρόικα! Ο Λε Καρέ δεν αφηγείται απλώς ενδιαφέρουσες ιστορίες, αλλά σχολιάζει, ερμηνεύει, ασκεί ένα είδος κοινωνικής κριτικής. Κυρίως όμως, σαν άνθρωπος της πολιτικής πιάτσας, λέει τα «κατάλληλα» πράγματα την κατάλληλη στιγμή, πιάνοντας γερά το νήμα των παγκόσμιων συσχετισμών (και μερικές φορές προβλέποντάς τους) και παραμένοντας πάντα υπέρμαχος των ιδανικών του αστισμού.
Νικητές και νικημένοι
«Κερδίσαμε, βγήκαμε νικητές», λέει ο Σμάιλι στο νεανικό ακροατήριό του εννοώντας το δυτικό στρατόπεδο. Αλλά επειδή κανένας νικητής που σέβεται τον εαυτό του δεν κομπάζει για τη νίκη του, σπεύδει αμέσως να προσθέσει: «Δεν είναι σίγουρο ότι κερδίσαμε εμείς. Το σωστότερο είναι να πούμε πως έχασαν οι άλλοι». Μολονότι πάντα ήταν ταγμένος στο πλευρό του βρετανικού στέμματος και του ελεύθερου δυτικού κόσμου (με λίγη κομψή ειρωνεία για τα «ξαδέλφια» του, τους Αμερικανούς), ο Λε Καρέ σπάνια κατέφευγε σε βάρβαρα αντικομμουνιστικά κηρύγματα –εξάλλου, υπήρχαν ένα σωρό άλλοι για να κάνουν αυτή τη δουλειά. Έτσι και τώρα, δεν επιχείρησε να γράψει ένα βιβλίο για το θρίαμβο της δυτικής ελευθερίας, αλλά για να σκαλίσει, με τον δικό του τρόπο, το επιτύμβιο μνημείο του κομουνισμού. Και όταν ασκεί κριτική σε κάποιες αρνητικές τπυχές της δυτικής κατασκοπείας, το κάνει για να δικαιώσει τα ιδανικά του ελεύθερου κόσμου.
«Στον ψυχρό πόλεμο», λέει ο Σμάιλι, «όταν οι αντίπαλοί μας έλεγαν ψέματα, το έκαναν για να κρύψουν την αθλιότητα του συστήματας τους. Αντίθετα, όταν τα ψέματα έβγαιναν από το δικό μας στόμα, τότε δεν κάναμε τίποτ’ άλλο απ’ το να κρύβουμε τις αρετές μας […] κρύβαμε τα πράγματα και τις αλήθειες που μας δικαίωναν. Το σεβασμό μας για το άτομο, την αγάπη μας για την πολυφωνία και την ελευθερία, την πίστη μας ότι η σωστή διακυβέρνηση μπορεί να στηριχτεί μόνο στο κονσένσους των κυβερνώμενων […] Στο βωμό της ιδεολογικής μας ακεραιότητας θυσιάζαμε τη συμπόνια μας […] και τελικά ανοίξαμε διάπλατα τις πύλες μας μας σε κάθε τσαρλατάνο και βρομερό υποκείμενο που έπαιζε έξυπνα το παιχνίδι του αντικομμουνιστή. Συμμαχήσαμε με τα καθάρματα που μας άξιζαν».
΄Ασπρη ή Κόκκινη Αρκούδα;
Ο Λε Καρέ θεωρεί δεδομένο ότι δεν κατέρρευσαν απλώς κάποια καθεστώτα, αλλά εξαφανίστηκε ο κομμουνισμός. Όχι πως η Σοβιετική Ένωση είναι ακίνδυνη: απλώς η «Άσπρη Αρκούδα» αντικατέστησε την «Κόκκινη».
Φανατικός οπαδός της περεστρόικα και εκδηλωμένος θαυμαστής του Γκορμπατσόφ, ο συγγραφέας υποστηρίζει εκείνους τους δυτικούς κύκλους που θέλουν να βοηθήσουν την πεσμένη δρυ και επικρίνει αυτούς που πιστεύουν πως «η θέση της είναι στο βάθός του γκρεμού, όπως ακριβώς το 1945 ορισμένοι Δυτικοί υποστήριζαν ότι η ηττημένη Γερμανία θα έπρεπε να μείνει ερειπωμένη, συντριμμένη, μια έρημος από συντρίμμια και μπάζα σε όλη τη μελλοντική διάρκεια της παγκόσμιας ιστορίας».
Ο συγγραφέας, σαν έξυπνος άνθρωπος που δεν αρκείται στο να στολίσει το σαλόνι του με το σκαλπ του εχθρού του, δεν σκέφτεται μόνο το βραχυπρόθεσμο όφελος, και λέει διά στόματος Σμάιλι: «Η Αρκούδα του μέλλοντος θα είναι όπως θα την πλάσουμε εμείς και πρέπει να παραδεχτώ ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι που επιβάλλουν να την πλάσουμε σωστά […] Τι θα κάνουμε, λοιπόν; Θ’ αφήσουμε την Αρκούδα να σαπίσει; Θα την ενθαρρύνουμε να υποταγεί στη δυσφορία και να βουλιάξει στην απομόνωση και την οπισθοδρόμηση και θα την κρατήσουμε έξω απ’ το στρατόπεδό μας, μολονότι είναι οπλισμένη ώς τα δόντια; Ή θα την κάνουμε συνεταίρο μας σ’ έναν κόσμο που αλλάζει μορφή σχεδόν καθημερινά;»
Το πολυδιαφημισμένο «τέλος» των κατασκόπων
Με το πρώτο ξεφύλλισμα, ο Μυστικός προσκυνητής δίνει την εντύπωση ότι είναι μια συρραφή ιστοριών από τον πάλαι ποτέ «μαγικό κόσμο» των κατασκόπων. Ο Σμάιλι και ο Νεντ, παλιές καραβάνες των βρετανικών μυστικών υπηρεσίαν θυμούνται κορυφαία περιστατικά της καριέρας τους και τα αφηγούνται υπό το φως της νεοαποκτημένης τους γνώσης. Μια που εδώ και μια πενταετία ανθεί η φιλολογία γύρω από το «τέλος των κατασκόπων», ο συγγραφέας οφείλει να δώσει μια απάντηση στο εμπορικό αυτό ερώτημα. «Η κατασκοπεία είναι αιώνια», λέει ο Σμάιλι. «Οι κυβερνήσεις τη λατρεύουν». Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν εχθρικές χώρες στον πλανήτη μας, οι κυβερνήσεις θα επινοούσαν εχθρούς με τη φαντασία τους. Και διαβεβαιώνει τους μελλοντικούς πράκτορες και πρακτορίσκους:
«Θα εξακολουθήσουμε να έχουμε κατασκόπους όσο θα γίνονται ηγέτες οι αγύρτες και οι απατεώνες. Όσο τα κράτη θα βρίσκονται σε ανταγωνισμό και οι πολιτικάντηδες θα μας εξαπατούν και οι τύραννοι θα πραγματοποιούν κατακτητικές εκστρατείες κι οι καταναλωτές θα χρειάζονται αγαθά κι οι άστεγοι θα αναζητούν στέγη και οι πεινασμένοι τροφή κι οι λεφτάδες καινούργια πλούτη, το επάγγελμα που διαλέξατε δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο να εκλείψει».
Ο συγγραφέας (που ξεκίνησε την καριέρα του ως πράκτορας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών) καταφεύγει σε ένα αυτομαστίγωμα με αμπελοφιλοσοφίες του τύπου «όλοι [σ.σ. δηλαδή οι πράκτορες] πόρνες του κερατά είμαστε. Πουτάνες που πληρώνουμε αντί να μας πληρώνουν». Και μια που η αμφισβήτηση από τα μέσα θεωρείται επιτυχημένη συνταγή, ο βετεράνος κατάσκοπος Νεντ, λίγες μέρες προτού συνταξιοδοτηθεί, κάνει τις ακόλουθες αιρετικές σκέψεις: «Τώρα που νικήσαμε τον κομουνισμό, μήπως θα ‘πρεπε να προσπαθήσουμε να συντρίψουμε τον καπιταλισμό;» Αλλά αμέσως μετά διορθώνει τον εαυτό του, δηλώνοντας ότι «το κακό δεν έχει σχέση με το σύστημα, αλλά με τον άνθρωπο».
Ο Φίλμπι, ο Γκράχαμ Γκριν και ο Λε Καρέ
Αρκετοί από τους πρωταγωνιστές των ιστοριών του Μυστικού προσκυνητή είναι διπλοί πράκτορες: Βρετανοί πολίτες που προσχώρησαν κρυφά στο στρατόπεδο του εχθρού ή και το αντίστροφο. Ο Λε Καρέ ασχολείται με τα γιατί των αποσκιρτήσεων, με τα ψυχολογικά κίνητρα της «προδοσίας» που, κατά τη γνώμη του, δεν βρίσκονται μέσα στον καπιταλισμό ούτε οφείλονται στην επίδραση του επαναστατικού κινήματος, αλλά στη γοητεία του απαγορευμένου. «Η προδοσία», λέει σε συνέντευξή του στο γαλλικό περιοδικό Λ’ Εβενεμάν, «εμπεριέχει διπλή ικανοποίηση: να αψηφάς την εξουσία και να διεισδύεις στο άγνωστο».
Στις σελίδες του Μυστικού προσκυνητή παρελαύνουν διάφορα νευρωτικά άτομα που πρόδωσαν το ένα ή το άλλο στρατόπεδο. Εδώ ο συγγραφέας βγάζει το άχτι του κατά των «ιστορικών» κατασκόπων που πρόδωσαν τη βρετανική αυτοκρατορία, τον Φίλμπι, τον Μπάρτζες και τον Μακλίν, χωρίς όμως ν’ αναφέρεται άμεσα σ’ αυτούς. Να τι λέει στον ανακριτή του, με σπαραγμό ψυχής, ένας Βρετανός αποκρυπτογράφος, που παρέδιδε μυστικά της υπηρεσίας του στους Σοβιετικούς, αλλά έμεινε άνεργος λόγω περεστρόικα: «Μπορείς να μου πεις γιατί το κάνουν; Μλάω για τους Ρώσους. Για ποιο λόγο περνούν συνέχεια γενεές δεκατέσσερις την ίδια τους τη χώρα; Άλλοτε δεν το συνήθιζαν. Ήταν περήφανοι για την πατρίδα τους. Μαζί τους ένιωθα κι εγώ περηφάνια. Για τα απέραντα σταροχώραφά τους, για την κατάργηση των κοινωνικών τάξεων, για την επίδοσή τους στο σκάκι, για τους κοσμοναύτες, τα μπαλέτα, τους αθλητές τους. Όλα ήταν παραδεισένια, ώσπου τους έπιασε η μανία της αυτομομφής. Λες και ξέχασαν από τη μια στιγμή στην άλλη ό,τι καλό υπάρχει μέσα τυς. Απαράδεκτο και προσβλητικό».
Ας σημειωθεί ότι ο Γκράχαμ Γκριν, που ξεκίνησε κι αυτός από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, είχε κάποτε πολύ εχθρικές σχέσεις με τον Λε Καρέ: ο δεύτερος καταδίκαζε τον Φίλμπι, ενώ ο Γκριν δεν έκρυβε τον θαυμασμό του για τον «εθνικό» τους κατάσκοπο.
Πρόσφατα, ο Λε Καρέ δήλωσε ότι δεν έχει καμία ανησυχία για το συγγραφικό του μέλλον. Παραδέχεται ότι δεν πρόκειται να γράψει άλλα βιβλία για τη σύγκρουση κομμουνισμού-καπιταλισμού, μια που η πραγματικότητα ξεπέρασε τη λογοτεχνία και το προαιώνιο μίσος εξατμίστηκε». Εντούτοις, δεν πρόκειται να μείνει άνεργος, μια που στον κόσμο μας υπάρχει μπόλικο υλικό για κατασκόπους, και αναφέρει διάφορες εκρηκτικές περιοχές του πλανήτη μας, π.χ., τις αραβικές χώρες και τις σοβιετικές δημοκρατίες.
Μάλιστα, στα 60 του χρόνια δηλώνει ότι βρίσκεται στο απόγειό του. «Ως συγγραφέας πλησιάζω την πιο δημιουργική μου περίοδο. Όλα είναι δυνατά κι αυτό με διεγείρει αφάνταστα».
Όλα είναι δυνατά, λοπόν, κι ας ελπίσουμε ότι αυτή η διαπίστωση διεγείρει κι εμάς «αφάνταστα».
Τζον Λε Καρέ:: ο πρύτανης του κατασκοπευτικού μυθιστορήματος
Ο Τζον Λε Καρέ γεννήθηκε το 1932 στο Ντόρσετ της Βρετανίας και το πραγματικό του όνομα είναι Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ. Σπούδασε στην Ελβετία και επί δύο χρόνια εργάστηκε ως καθηγητής γερμανικών στο Ίτον. Από το 1959 έως το 1964 υπηρέτησε στο βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, φαινομενικά ως διπλωμάτης, αλλά στην πραγματικότητα ως μαθητευόμενος μυστικός πράκτορας. Όμως η τεράστια εμπορική επιτυχία του δεύτερου μυθιστορήματός του (Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο) τον έκανε να εγκαλείψει τις μυστικές υπηρεσίες, μια που ο ταπεινός υπάλληλος της Α.Μ. έγινε ξαφνικά εκατομμυριούχος! Επίσης αυτό το μυθιστόρημα τον έκανε να εγκαταλείψει το πραγματικό του όνομα: η υπηρεσία του ενέκρινε την έκδοση του βιβλίου του με την προϋπόθεση ότι ο συγγραφέας του θα υιοθετούσε ένα ψευδώνυμο. Πολλά βιβλία του έγιναν κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές και γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Η Ρωσική Εστία, που εκδόθηκε πριν από δύο χρόνια, γυρίστηκε ταινία με πρωταγωνιστές τη Μισέλ Πφάιφερ και τον Σον Κόνερι και θα προβληθεί στην Ευρώπη τον ερχόμενο χειμώνα. Τα εξωτερικά γυρίσματα της ταινίας έγιναν πέρυσι στη Σοβιετική Ένωση όπου ο Λε Καρέ έγινε δεκτός με τιμές αρχηγού κράτους. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Λ’ Εβενεμάν, ο Λε Καρέ περιγράφει τη διαμονή του στη Σοβιετική Ένσωη με την ειρωνική μεγαλοψυχία του νικητή. Λέει ότι τον φιλοξένησαν σε μια βίλα στο Φούνζε, αλλά όταν στη διάρκεια του γεύματος ζήτησε βότκα, του απάντησαν ότι δεν υπήρχε. Αμέσως μετά έβγαλε από την τσέπη του ένα μάτσο δολάρια. «Τι μάρκα θέλετε;» τον ρώτησαν. Κατόπιν του πρότειναν να κάνει σάουνα, συντροφιά με σοβιετικές «πεταλουδίτσες». «Εντάξει», είπε ο συγγραφέας, μόνο που περίμενε τέσσερις ώρες μέχρι να ζεσταθεί το νερό, φορώντας μπουρνούζι και σαγιονάρες, ενώ στον κήπο περίπολοι της Κα Γκε Μπε περιφρουρούσαν την ασφάλεια του φιλοξενούμενου. «Νόμιζα ότι ζούσα στην εποχή των τσάρων», εξομολογείται ο Λε Καρέ, ο οποίος όμως δηλώνει ότι λατρεύει τον σοβιετικό λαό: «Μου αρέσει το χιούμορ των Σοβιετικών. Ένας οδηγός ταξί είναι ικανός να σταματήσει για να κουβεντιάσετε για τον Προυστ. Οι Σοβιετικοί έχουν μείνει στον 19ο αιώνα… Ο Σταντάλ, ο Φλομπέρ και ο Ουγκό τούς είναι εξαιρετικά οικείοι. Ευτυχώς που αγνοούν τον Τζορτζ Όργουελ».