▸Με ένα εκτεταμένο σχόλιο την Τρίτη 22 Δεκεμβρίου, αλλά και σε κεντρικό άρθρο «γραμμής» στο φύλλο του προηγούμενου Σαββατοκύριακου, ο Ριζοσπάστης ασχολείται με την κριτική που κάνει το Πριν στον ΣΥΡΙΖΑ και στο σχέδιο «αντι-Πισσαρίδη» στο φύλλο της 19-20/12 (Δ. Γρηγορόπουλος, «το σχέδιο αντι-Πισσαρίδη θυμίζει Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης»). Και τι ανακαλύπτει ο «Ρ» στην κριτική του Πριν; Ότι το Πριν συμφωνεί με το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ και η κριτική του αφορά το ότι δεν υπάρχουν «ταξικοί όροι για την εφαρμογή του»! Κι έτσι το ΚΚΕ επιστρέφει στην ξαναζεσταμένη κριτική της… περασμένης δεκαετίας περί του «οπορτουνισμού» που σπέρνει αυταπάτες για τον ΣΥΡΙΖΑ κλπ κλπ…
Να τι λέει το σχόλιο του Ριζοσπάστη:
Ως «σύγκρουση δύο στρατηγικών» χαρακτηρίζει το «ΠΡΙΝ» την «αντιπαράθεση» ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ γύρω από το «σχέδιο Πισσαρίδη». Όπως γράφει η εφημερίδα του ΝΑΡ, σε αφιέρωμα που κάνει στις σχετικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, από τη μία βρίσκεται το «σχέδιο Πισσαρίδη» της ΝΔ, το οποίο αποτελεί εργαλείο «επέκτασης και σκλήρυνσης της νεοφιλελεύθερης ατζέντας». Και από την άλλη, η «δεύτερη στρατηγική αξιοποίησης» των ευρωενωσιακών επιδοτήσεων, δηλαδή το σχέδιο «αντι-Πισσαρίδη» του ΣΥΡΙΖΑ που θυμίζει – όπως λέει το ΠΡΙΝ – «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Και αφού η εφημερίδα με φανερή συμπάθεια καταγράφει μερικές από τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, καταθέτει τη μοναδική της «ένσταση». Ποια είναι αυτή; Ότι δυστυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορέσει να εφαρμόσει τη στρατηγική του, επειδή «η διατύπωση προοδευτικών στόχων είναι κενό γράμμα αν δεν εξασφαλίζει τους απαιτούμενους ταξικούς όρους». Καλή λοιπόν η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, προοδευτικό το «σχέδιο αντι-Πισσαρίδη», αλλά αυτό που του λείπει είναι ένα κίνημα να το υποστηρίξει με «ταξικούς όρους».
Ας δούμε τι πραγματικά έγραφε το άρθρο του Πριν σχετικά με τα σημεία που προβάλλει ο Ριζοσπάστης.
Γράφει λοιπόν το Πριν παρουσιάζοντας το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ: «Σύμφωνα με το σχέδιο για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και των καθιερωμένων εισφορών ΕΣΠΑ, για την περίοδο 2021-2028 συγκρούονται δύο στρατηγικές…. Η πρώτη στρατηγική είναι η επέκταση και σκλήρυνση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας… Η δεύτερη στρατηγική αξιοποίησης των έκτακτων επιδοτήσεων από την ΕΕ και το ΕΣΠΑ αποτυπώνεται στο σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ..»
Με μια διαστρέβλωση λοιπόν νηπιακού επιπέδου ο Ριζοσπάστης βάζει στο στόμα του Πριν… αυτά που γράφει ο ΣΥΡΙΖΑ στο πρόγραμμά του και παρουσιάζει το Πριν για να οικοδομήσει την κριτική του!
Θα μπορούσαμε να σταματήσουμε εδώ την συζήτηση για το συγκεκριμένο σχόλιο του «Ρ» αλλά η συνέχεια έχει επίσης ενδιαφέρον..
Ο Ριζοσπάστης ψέγει το Πριν που παρομοιάζει το σημερινό σχέδιο με το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης». Δεν βρίσκουμε κάτι… φιλοσυριζαίικο σε αυτό. Εκτός αν ο συντάκτης του «Ρ» βρίσκει κάτι θετικό στο εν λόγω πρόγραμμα! Το περιβόητο «πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» εμφανίστηκε ως το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, με τα γνωστά για τον λαό ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα.
Αλλά εκεί που ο συντάκτης ξεπερνάει τον εαυτό του είναι όταν ανακαλύπτει στο άρθρο του Πριν «φανερή συμπάθεια»(!) στο σχέδιο αντι-Πισσαρίδη. Αν και ομολογουμένως μάς εκπλήσσουν οι μαντικές του ικανότητες θα μας επιτρέψει να μείνουμε στο κείμενο.
Ποιο είναι το τελικό πολιτικό συμπέρασμα από την ανάλυση του σχεδίου στο οποίο καταλήγει το άρθρο του Πριν; «Στην πραγματικότητα το αντισχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ είναι επιχείρηση χειραγώγησης των μαζών, ώστε να αμβλυνθούν οι αντιστάσεις τους στην νεοφιλελεύθερη θύελλα. Αυτό είναι το ατού, που προβάλλει στην άρχουσα τάξη, ώστε να συγκατατεθεί σε μια ‘’δεύτερη φορά αριστερά’’».
Αυτό το πολιτικό συμπέρασμα, βρίσκει ο συντάκτης του «Ρ» ότι σηματοδοτεί «συμφωνία με την στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ» και εύσημα προοδευτικότητας στο «σχέδιο αντι-Πισσαρίδη»!
Το άρθρο του Πριν έχει σαν στόχο να αποκαλύψει, να τεκμηριώσει και να αποδείξει ότι οι «φιλολαϊκές προτάσεις» που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ σαν κρίσιμες διαφορές με την ΝΔ είναι ψεύτικες. Με άλλα λόγια ότι ακόμα και τα στοιχεία μιας περιορισμένης, κολοβής και εντός της στρατηγικής του κεφαλαίου και της ΕΕ «κεϊνσιανής διαχείρισης» που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ σαν «εναλλακτική λύση», μέσα στο πλαίσιο της σημερινής πολιτικής του κεφαλαίου και της ΕΕ δεν πρόκειται να τα εφαρμόσει, όπως άλλωστε έκανε και στην «πρώτη φορά αριστερά». Το άρθρο του Πριν επιδιώκει να αξιοποιήσει την εμπειρία του λαού, να «θυμίσει» τις άλλες «χαμένες υποσχέσεις» ακριβώς για να αποτύχει η νέα επιχείρηση αυταπατών που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ (γι αυτό και η αναφορά στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης).
Το άρθρο επιχειρηματολογεί για να αποδείξει ότι ακόμα και αυτές οι περιορισμένες εξαγγελίες μιας πιο «κεϊνσιανής διαχείρισης» είναι κενό γράμμα, γιατί ούτε καν τέτοια μέσα στα πλαίσια της πολιτικής του κεφαλαίου και της ΕΕ μπορεί να υπάρξει.
«Η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ, γράφει το Πριν, είναι εντελώς ανεφάρμοστη, με κάποιες μικροεξαιρέσεις. Διατυπώνεται σε συγκυρία που το μεγάλο κεφάλαιο, αξιοποιώντας την συγκυρία της πανδημίας ετοιμάζεται για νέα ανασυγκρότηση και ενδυνάμωσή του με την μαζική καταστροφή μικρομεσαίων επιχειρήσεων αλλά και την περαιτέρω υποβάθμιση των λαϊκών στρωμάτων. Επιπλέον, η χρηματοδότηση του σχεδίου αντι-Πισσαρίδη από τα κεφάλαια της ΕΕ -άρα και υπό την εποπτεία της- αποκλείει και μια περιορισμένη έστω κεϊνσιανή διαχείριση».
Αυτή λοιπόν την πολιτική και ιδεολογική διαπάλη με τον νέο γύρο αυταπατών που επιδιώκει να οικοδομήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ονομάζει ο «Ρ» «συμφωνία με την στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ». Αυτή την αντιπαράθεση όχι μόνο με την συνολική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με τις «φιλολαϊκές του εξαγγελίες» ονομάζει ο συντάκτης «εύσημα προοδευτικότητας» στο σχέδιο αντι-Πισσαρίδη.
Το εργατικό και λαϊκό κίνημα έχει μπροστά του πολύ μεγάλες μάχες. Εργασιακό νομοσχέδιο, ασφαλιστικό, καταιγίδα στην εκπαίδευση και μάλιστα σε συνθήκες που η κυβέρνηση της ΝΔ αξιοποιεί την πανδημία για να επιτεθεί με βία στην εργατική τάξη και τη νεολαία. Η μάχη για να μην περάσουν οι αντιδραστικές αυτές αναδιαρθρώσεις, η μάχη να αναπτυχθεί πραγματικό μαζικό κίνημα, ξεπερνώντας ακόμα και τις αναγκαίες, αλλά ανεπαρκείς πλέον μορφές συμβολικής διαμαρτυρίας, είναι μπροστά μας. Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιδιώκουν όλη αυτή την περίοδο να κινηθούν σε αυτή την λογική. Και το ίδιο θα κάνουν από δω και πέρα με ακόμα μεγαλύτερη ένταση.
Σε αυτή την κατεύθυνση η «μισή» παρουσία των δυνάμεων του ΠΑΜΕ στην απεργία της 26/11 (χωρίς απεργιακές συγκεντρώσεις) και η πλήρης απουσία του ΚΚΕ και της ΚΝΕ από τις κινητοποιήσεις στις 6 Δεκέμβρη δεν βοήθησε. Περισσότερο συνέβαλε σε ένα κλίμα «μαζέματος» μετά το χτύπημα που δέχτηκε το ΚΚΕ και οι δυνάμεις της μαχόμενης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στο Πολυτεχνείο, παρά στην αναγκαία οργάνωση των μορφών πάλης που θα παίρνουν υπόψη τους τις συνθήκες της πανδημίας. Άλλωστε, όπως έδειξε και η εμπειρία του Πολυτεχνείου, είναι η μαχητική στάση και η ενότητα στον δρόμο που δημιουργεί ρήγμα στον κυβερνητικό αυταρχισμό και όχι αμφίσημες κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες προς τις αστικές δυνάμεις (περιλαμβανομένου του ΣΥΡΙΖΑ), που μπορεί να αξιοποιηθούν στην πριμοδότηση νέου τύπου δημοκρατικών μετώπων.
Στις μάχες που έρχονται η ανατρεπτική κοινή δράση των μαχόμενων δυνάμεων της αριστεράς είναι εκ των ουκ άνευ όρος. Χρειάζεται η μέγιστη συσπείρωση όλων των δυνάμεων που έχουν στόχο να αναμετρηθούν και να ανατρέψουν την κυβερνητική πολιτική σε πλήρη διαχωρισμό με την γλοιώδη υποταγή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, τη στρατηγική συναίνεση ΣΥΡΙΖΑ (που σαπίζει ο ίδιος με την λογική του «ώριμου φρούτου») και τις λογικές θα «λογαριαστούμε μετά».
Η ιεράρχηση αυτής της αναγκαιότητας δεν αναιρεί φυσικά τις διαφορετικές προσεγγίσεις, το διάλογο και τις διαφωνίες, την πολιτική αντιπαράθεση. Σημαίνει όμως ότι «κριτική» που απλώς δυσφημεί μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς, δηλητηριάζει τις σχέσεις ανάμεσα σε αγωνιστές, κριτική που βασίζεται κυριολεκτικά στο «τίποτα» είναι αχρείαστη. Τουλάχιστον για το Πριν και το ΝΑΡ.
Τα σοβαρά πολιτικά ζητήματα που υψώνονται μπροστά στο κίνημα δεν αντιμετωπίζονται με τέτοιες κριτικές. Το μεγάλο ζητούμενο είναι η διαμόρφωση όρων για την αγωνιστική και πολιτικο-προγραμματική αντεπίθεση του κινήματος. Αυτά είναι, κατά την γνώμη μας, τα προβλήματα που μπαίνουν μπροστά σε κάθε δύναμη της αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς. Με αυτά θέλουμε εμείς να αναμετρηθούμε. Κι εκεί θα κριθούν όλοι.