Κίμων Ρηγόπουλος
Ο κομμουνισμός είναι ένα άγραφτο, εν πολλοίς, βιβλίο αλλά όχι και ένα ραντεβού στα τυφλά. Και ο κομμουνιστής διανοούμενος οφείλει να στήσει γέφυρες ανάμεσα σε έναν λαχανιασμένο ακτιβισμό χωρίς ορίζοντα και μια αφ’ υψηλού θεωρητικολογία που δεν λερώνεται από τη «βρωμιά» της πραγματικής ζωής.
Το βιβλίο του Αλέξανδρου Χρύση: Ο Marx του κομμουνισμού (εκδόσεις ΚΨΜ) ανοίγει τη δυνατότητα ενός διαλόγου για τους κομμουνιστές του παρόντος, αν υποθέσουμε ότι ο κομμουνισμός μάς περιέχει ως μέλλον της ανθρωπότητας. Στις μέρες της πνιγηρής πανδημίας που μας υποχρεώνει να μετράμε το άνθος της ζωής με τα ξερά φύλλα της ασθματικής επιβίωσης, η προσπάθεια του αναγνώστη να σταθεί επαρκής σε μια συνομιλία με τον συγγραφέα είναι νοητικό και συναισθηματικό προικιό ανεκτίμητο. Ο Α.Χ. ακριβώς επειδή είναι μαρξιστής, δεν «μαρξολογεί» ακατάσχετα ούτε αναφωνεί «εύρηκα» στα σημεία που ανατέμνει με την προσωπική του κατάθεση το καπιταλιστικό σώμα και εισφέρει με τη δραστική αγωνία του στην κομμουνιστική προοπτική. Ο κομμουνισμός είναι ένα άγραφτο εν πολλοίς βιβλίο αλλά όχι και ένα ραντεβού στα τυφλά. Και ο κομμουνιστής διανοούμενος οφείλει να στήσει γέφυρες ανάμεσα σε έναν λαχανιασμένο ακτιβισμό χωρίς ορίζοντα και μια αφ’ υψηλού θεωρητικολογία που δεν λερώνεται από τη «βρωμιά» της πραγματικής ζωής. Αυτό επιχειρεί ο Χρύσης και η δικαίωσή του βρίσκεται εν δυνάμει στην έλλογη πράξη των κομμουνιστών της εποχής μας.
Ο συγγραφέας επιμένει στον όρο αριστοδημοκρατία για να επισημάνει το στίγμα και τα καθήκοντα της εργατικής πρωτοπορίας σε πλήρη αντίστιξη με την αστική αριστεία. Αν η αριστεία μεταφράζεται στην κτηνώδη δίψα για κοινωνική αναρρίχηση ημιαγράμματων λιγούρηδων, η αριστοδημοκρατία είναι η σχεδιασμένη οδοιπορία προς τον κομμουνισμό των ανθρώπων και όχι των ανθρωπομηχανών. Ο homo universalis θα παραμείνει άνθρωπος με σάρκα και οστά. Δεν θα είναι ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος ούτε θα θυμίζει σε τίποτα κάποιον άφυλο υπεραθλητή του «υπαρκτού» που σαρώνει στο διάβα του τα ολυμπιακά μετάλλια. Θα είναι τρωτός και μοναδικός και δεν θα προσφέρεται για μέτρηση με μια αποτρόπαια εξισωτική μεζούρα.
Δεν είναι μια υπόσχεση επίγειου παραδείσου ο κομμουνισμός. Είναι η περιπέτεια της ζωής χωρίς την καθηλωτική ανάγκη της επιβίωσης
Διαβάζοντας τον Marx του κομμουνισμού και ως υποβολή υποδόριων συγγραφικών ερωτημάτων, ο αναγνώστης μπορεί να τα εντάξει, αυτούσια ή διασκευασμένα και στα δικά του ερωτήματα. Υπάρχουν άραγε κάποιοι επαρκείς υποδοχείς μιας κοινωνικής έκρηξης, ικανοί να την διαχειριστούν χωρίς να την κολακέψουν ή να την αρνηθούν ως πρόωρο τοκετό; Υπάρχουν εκείνοι που θα θέσουν το ζήτημα της επανάστασης ως κάτι ουσιωδέστερο από μια αλλαγή κτήσης; Μπορούν να παραγάγουν ως σκαρίφημα αντλημένο από την πραγματικότητα το «εν δυνάμει» της κοινωνίας που επιδιώκουν; Κάτι που να αναλύεται σε τακτική ικανή να συγκινήσει τους αμέτοχους αναθέτες χωρίς να απομακρύνεται καιροσκοπικά από τη στρατηγική του; Αφού ο καπιταλισμός παράγει και αναπαράγει καπιταλιστικές συνειδήσεις, πώς διευρύνεται η συνείδηση των ανθρώπων ώστε να χωρέσει, ως υπόθεση έστω, την κομμουνιστική έξοδο; Εδώ μια μαρξιστική ανθρωπολογία που δεν εξορίζει το άτομο και τις «παραξενιές» του ούτε το εγκαταλείπει στην αυτοαναφορική ατομικότητά του, λείπει κραυγαλέα, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας.
Ένα θέμα στο οποίο εύλογα επιμένει ο Α.Χ. είναι ο «κομμουνισμός του πεπερασμένου». Ο σταθμισμένος αυτοπεριορισμός με τη γνώση της ύβρεως και τη δυνατότητα της αποφυγής της. Αν η συσσωρευμένη ποσότητα δεν εκβάλλει «φυσικά» σε μια νέα ποιότητα με ανθρώπους ικανούς να την διαχειρίζονται εν μέτρω, θα αποτελεί αιωνίως το ανακυκλούμενο λίπασμα της βαρβαρότητας. Άνθρωποι με βαθειά γνώση της ιστορικότητάς τους, που η θνητότητά τους δεν τους παραλύει ούτε τους εξαχρειώνει αλλά τους ενθαρρύνει και ενεργοποιεί τις εν υπνώσει δυνατότητές τους. Δεν είναι μια υπόσχεση επίγειου παραδείσου ο κομμουνισμός. Είναι η περιπέτεια της ζωής χωρίς την καθηλωτική ανάγκη της επιβίωσης και χωρίς την ευθυγράμμιση των ανθρώπων σε μια επιβεβλημένη νόρμα «γενικής ευτυχίας».
Ο Χάινε, συνοδοιπόρος του Μάρξ στο ταραγμένο Παρίσι των μέσων του 19ου αιώνα, είχε ευχηθεί από τα βάθη της ποιητικής του ευαισθησίας: «Μακάρι να γίνει κομμάτια αυτός ο κόσμος που εξαφάνισε την αθωότητα». Και ο Αλέξανδρος Χρύσης μάς παραδίδει ένα έργο που ο σκοπός του είναι αθώος και τα μέσα του είναι αθώα και υποψιασμένα. Για έναν κομμουνισμό στο μπόι του εξανθρωπισμένου ανθρώπου, που σκέπτεται χωρίς η σκέψη να αποτρέπει την πράξη και πράττει χωρίς η πράξη να αποτρέπει τη σκέψη του.