Γιώτα Ιωαννίδου
Αυτήν τη μνήμη πυροβολούν οι εξουσίες όλου του κόσμου, αυτές που φοβούνται τα γαρύφαλλα και τρέμουν τα δεκαπεντάχρονα παιδιά, όταν περπατούν στους δρόμους και ερωτεύονται εξεγέρσεις απέναντι στην κοινωνική αδικία.
Με βάση τα κυβερνητικά ανακοινωθέντα, στις 6 Δεκεμβρίου η προσέγγιση της γωνίας Μεσολογγίου και Τζαβέλα αποκλείστηκε επιτυχώς από τις επίλεκτες δυνάμεις της ΕΛΑΣ. Ούτε γέροντας, ούτε παιδί, ούτε άνθος κατάφερε να περάσει το απροσπέλαστο τείχος της κρατικής τάξης, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Και κάτι γαρύφαλλα που έκαναν ανταρσία και βρέθηκαν –γύρευε πώς– στον περιβάλλοντα χώρο της δολοφονίας του δεκαπεντάχρονου Αλέξη, κανονίσθηκαν δεόντως από ευσυνείδητο άνδρα των σωμάτων καταστολής. Ο Κρέοντας πάλι αστόχαστα αψήφησε την Αντιγόνη.
Πώς όμως ενώ το σχέδιο στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, ταυτόχρονα απέτυχε παταγωδώς; Τα νεκρά παιδιά είναι ο εφιάλτης της εξουσίας. Δεν αναπαύονται ήσυχα ούτε σε μαυσωλεία, ούτε σε μνημεία περίτεχνα. Διαλέγουν τις γωνιές όχι ενός αλλά πολλών δρόμων, μέσα από το δρών σώμα και τη σκέψη των ζωντανών ανθρώπων, για να προκαλέσουν την ιστορία. Η κρατική εξουσία και η κυβερνητική θεραπαινίδά της στράφηκαν τότε να συλλάβουν τις ιδέες των ανθρώπων. Αυτών που παρά το πολιτικό σιωπητήριο που η κυβέρνηση είχε επιβάλλει βρέθηκαν με πανό, πικέτες και λουλούδια πάλι στους δρόμους της διεκδίκησης της μνήμης. Κι όσο πιο πολλούς στοίβαζαν στις κλούβες και τσουβάλιαζαν στο Μεταγωγών, στη ΓΑΔΑ και στα αστυνομικά τμήματα ανά την Ελλάδα, τόσο οι ιδέες δραπέτευαν πιο εύκολα και χλεύαζαν τις αύρες και τα δακρυγόνα τους, ασύλληπτες. Κι ακουγόταν υπόκωφα ένα τραγούδι για τις μέρες που θα ‘ρθουν φορτωμένες πολύχρωμα οράματα σε πείσμα του φόβου του θανάτου.
«Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε, το πεζούλι που ακουμπάμε. Μας φοβούνται, αγάπη μου, και όταν μας σκοτώνουν νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ» έγραφε ο ποιητής. Φοβούνται τη συνειδητή συλλογική μνήμη. Αυτή που αποτελεί προϋπόθεση της ανθρώπινης σκέψης και συνομιλεί με το σήμερα.
Τη μνήμη που συντονίζεται με τις ανάγκες του παρόντος και δεν υμνολογεί απλά ένα παρελθόν αποστειρωμένο στο εικονοστάσι της βραδινής προσευχής. Αυτήν τη μνήμη πυροβολούν οι εξουσίες όλου του κόσμου, αυτές που φοβούνται τα γαρύφαλλα και τρέμουν τα δεκαπεντάχρονα παιδιά, όταν περπατούν στους δρόμους και ερωτεύονται εξεγέρσεις απέναντι στην κοινωνική αδικία.
Σε αυτήν τη γενιά σήμερα, στην εποχή της πιο ραγδαία αναπτυσσόμενης τεχνολογίας και του παραγόμενου πλούτου, που θα μπορούσε να δουλεύει λιγότερο, να μορφώνεται περισσότερο, να τραγουδά και να ζει όμορφα, ο καπιταλισμός προσφέρει μια εξαθλιωμένη ζωή. Χρησιμοποιεί τις νέες τεχνολογίες για πλατφόρμες «συνεργατών» δούλων, για δουλειά ήλιο με ήλιο. Για λιγότερη μόρφωση, χαμηλού κόστους, αποστειρωμένη από το μικρόβιο της κριτικής, συλλογικής εξέτασης. Αναγορεύει τις τέχνες σε πολυτέλεια και απαγορεύει το τραγούδι, τον πολιτισμό, τη ζωή. Με αφορμή την πανδημία, ο καπιταλισμός επιχειρεί να διαχειριστεί την πολύπλευρη κρίση του επιβάλλοντας αμνησία στις αιτίες της, συντριβή δικαιωμάτων παντού, καραντίνα στη δράση και αναμονή στην οργή, αμφίβολη δημοκρατία και βεβαιότητα στον θάνατο. Οι Κορκονείς του συστήματος μιλούν συνεχώς για «ανάρμοστη και αποκλίνουσα συμπεριφορά των θυμάτων» τους. Για μια καλομαθημένη νεολαία, ένοχη από ανευθυνότητα που έχει ανάγκη αυστηρής επιτήρησης. Το καθεστώς καραντίνας φροντίζουν επιθετικά με ωμή βία απέναντι σε κάθε νεολαιίστικη αντίδραση, να γίνεται μάθημα αυταρχισμού και πολιτικής αγωγής για μια νέα τάξη υποταγμένων υπηκόων. Θέλουν να νομιμοποιήσουν κάθε ευθύβολη, ζυγισμένη, εκπυρσοκρότηση απέναντι στο μέλλον.
Η κρατική εξουσία και η κυβερνητική θεραπαινίδα της στράφηκαν να συλλάβουν τις ιδέες των ανθρώπων
Είναι λοιπόν να μην στοιχειώνουν την εξουσία οι «μνήμες της φωτιάς» του Δεκέμβρη του 2008; Όταν θέλει να οδηγήσει τη νεολαία σε μια τυφλή διαδικασία υπακοής και ενοχής, σαν δρόμο ανοχής ενός μέλλοντος που έχει ήδη λεηλατηθεί; Όταν η νέα γενιά βιώνει τη σημερινή κρίση –και της πανδημίας– χωρίς κανένα ορίζοντα βελτίωσης της ανθρώπινης κατάστασης που να γεννά προσδοκίες, πάθος, έρωτα, αναζητήσεις, η ακραία καταστολή έρχεται να συμπληρώσει το δυστοπικό τοπίο. Και για να πετύχει τον στόχο του το κράτος, η συλλογική μνήμη πρέπει να θαφτεί βαθιά στη ρωγμή που την γεννά, να κοπεί ο ομφάλιος λώρος της με το παρόν ώστε η λήθη να στραγγαλίζει τη χειραφετητική της διάσταση και να μην αφήνει ό,τι συνέβη εκείνο το Δεκέμβρη να ξαναγεννηθεί πιο ανατρεπτικό.
Γι αυτό ο φετινός Δεκέμβρης για μια ακόμη φορά έφερε πολύ φως εν μέσω του ζόφου, του αυταρχισμού και του θανάτου. Γιατί σε καιρούς που τίποτε δεν είναι αυτονόητο, μαχόμενοι άνθρωποι κράτησαν ζωντανή την υπόσχεση ότι «η εξέγερση ενάντια στη λεηλασία της ζωής»* και η διεκδίκηση της ομορφιάς συνεχίζεται.
* Σύνθημα του Δεκέμβρη 2008