Μιχάλης Βουρεκάς
▸Η ειδεχθής δολοφονία του στοχοποιημένου καθηγητή και οι επιθέσεις αυτής της εβδομάδας στη Νίκαια έχουν ανοίξει τον ασκό του Αιόλου, με την κυβέρνηση Μακρόν να επιχειρεί να κερδοσκοπήσει πολιτικά σε δύο μέτωπα πάνω στην τραγωδία.
Η είδηση της δολοφονίας του καθηγητή Σαμιέλ Πατί από τον δεκαοκτάχρονο Τσετσένο Αμπντουλάχ Ανζόροφ διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα τη ραχοκοκκαλιά της γαλλικής κοινωνίας, ενώ το σοκ έγινε πιο έντονο μετά και τις νέες δολοφονικές επιθέσεις της περασμένης Πέμπτης. Ειδικά κίνητρο της δολοφονίας του Πατί –το ότι έδειξε στην τάξη ένα σκίτσο του Μωάμεθ θέλοντας να μιλήσει για την ελευθερία του λόγου– και ο ειδεχθής και τελετουργικός τρόπος που διαπράχθηκε προκάλεσαν ένα αίσθημα ανείπωτης φρίκης. Το δε γεγονός ότι το θύμα προσπαθούσε, παρατημένο στην τύχη του από τους θεσμούς, να ανοίξει μια δίοδο διαλόγου με τους μαθητές του, σε μια γειτονιά βυθισμένη στον κοινωνικό αποκλεισμό, προκάλεσε ένα τεράστιο κύμα συγκίνησης.
Ο δολοφόνος ζούσε απομονωμένος από τη μουσουλμανική κοινότητα και «ριζοσπαστικοποιήθηκε» μέσω του διαδικτύου από μία ομάδα τζιχαντιστών με σχέσεις με την ακροδεξιά, στο κοινό έδαφος του αντισημιτισμού. Οι επαφές του ήταν γνωστές στις αρχές, αλλά δεν έγινε τίποτα. Όσο για το θύμα, δεχόταν για καιρό απειλές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ενώ ζήτησε αστυνομική προστασία από τον Αύγουστο, δεν βρήκε καμία ανταπόκριση.
Αντίθετα, ο υπουργός Εσωτερικών, Ζεράλντ Νταρμανέν, βρήκε την ευκαιρία να λύσει παλιούς λογαριασμούς με εφόδους σε τζαμιά και μουσουλμανικές οργανώσεις, χωρίς τα επιθυμητά ευρήματα. Δήλωσε, μάλιστα, ότι οι έρευνες δεν έχουν σχέση με την υπόθεση, αλλά έγιναν «για να σταλεί το μήνυμα», δρώντας σαν μαφία και όχι σαν οργανωμένη πολιτεία. Επίσης, διεμήνυσε ότι θα κλείσει αντιρατσιστικές συλλογικότητες, όπως η Οργάνωση Ενάντια στην Ισλαμοφοβία στη Γαλλία, που συνομιλεί με τον ΟΗΕ και λειτουργεί εντός του πλαισίου του νόμου και του κοσμικού κράτους.
Ο ίδιος, σε τηλεοπτική του συνέντευξη, έφτασε να ισχυριστεί σοβαρά ότι για να καταπολεμηθεί η κοινοτική περιχαράκωση, πρέπει να καταργηθούν τα χωριστά ράφια στα σούπερ-μάρκετ με ξένα φαγητά, δείχνοντας ότι πέρα από σκοπιμότητες υπάρχουν και ιδεολογικές εμμονές. Από την πλευρά του, ο υπουργός Παιδείας, Ζαν-Μισέλ Μπλανκέρ, έκανε λόγο για τους «ισλαμοαριστερούς» που λυμαίνονται τα πανεπιστήμια, χρησιμοποιώντας ακροδεξιά ρητορική βγαλμένη από την παράδοση που γέννησε τον «εβραιομπολσεβικισμό».
Σε κάθε περίπτωση, το έγκλημα άφησε την πικρή αίσθηση ότι κάτι πάει πολύ στραβά στην κοινωνία και πως κάτι πρέπει να γίνει. Θα περίμενε κανείς ότι πρώτη πολιτική προτεραιότητα θα ήταν να δημιουργηθεί μια όσο το δυνατόν ευρύτερη συναίνεση στη βάση της υπεράσπισης της ελευθερίας της έκφρασης και να καταστεί σαφές το αυτονόητο: Ότι κανείς δεν μπορεί να βρεθεί απειλούμενος, δαρμένος ή δολοφονημένος επειδή ζωγράφισε, διακίνησε ή του άρεσε ένα σκίτσο. Συναίνεση που θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει τόσο τους πολίτες που γελάνε με τους Θεούς και τους Προφήτες όσο και αυτούς που τους σέβονται. Και συμφωνία όσον αφορά στην ελευθερία του λόγου, όχι όμως απαραίτητα στο περιεχόμενο της.
Ο ρατσισμός, η στοχοποίηση της μουσουλμανικής κοινότητας και των αριστερών συμμάχων της βαδίζουν χέρι-χέρι με μια αυταρχική επίθεση
στα δημοκρατικά δικαιώματα όλων
Γι’αυτό, ακριβώς, ήταν ατυχής η προβολή από τις περιφέρειες σκίτσων της Charlie Hebdo σε δημόσια κτήρια, που έδινε την εντύπωση ότι η πολιτεία συμφωνεί με το περιεχόμενό τους, ενώ οφείλει να είναι ουδέτερη. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να προβληθεί η φωτογραφία του θύματος, με έμφαση στην αξία της ζωής του και της ελευθερίας του, για τα οποία ουδείς έχει το δικαίωμα να διαφωνεί. Αντίθετα, υπήρξε από την πλευρά της κυβέρνησης μια προσπάθεια πολιτικής κερδοσκοπίας πάνω στην τραγωδία, στη βάση μιας διπλής ατζέντας: Του φλερτ με την εκλογική βάση της ισλαμοφοβικής και ρατσιστικής Ακροδεξιάς και την παρουσίαση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού με την Τουρκία στο πλαίσιο ενός «πολέμου των πολιτισμών», στον οποίο ο Μακρόν έχει το ρόλο του ιππότη-υπερασπιστή του Διαφωτισμού — ένα παιχνίδι το οποίο με χαρά δέχτηκε να παίξει και ο Ερντογάν, ως «υπερασπιστής του Ισλάμ».
Ο ρατσισμός και η στοχοποίηση της μουσουλμανικής κοινότητας και των αριστερών συμμάχων της, που παρουσιάζονται ως «εχθροί του έθνους», βαδίζει πλέον χέρι-χέρι με μια αυταρχική ιδεολογική αντεπίθεση, που βάζει στο στόχαστρο τα δημοκρατικά δικαιώματα όλων των πολιτών. Τον τόνο δίνουν γνωστοί δημοσιογράφοι της δεξιάς: «Να εκμεταλλευτούμε την τραγωδία» είπε αμέσως ο Κριστόφ Μπαρμπιέ, «το κράτος- δικαίου μας αφοπλίζει», συμπλήρωσε η Ελιζαμπέτ Λεβί, «να αποσυρθούμε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου», συμβούλεψε την κυβέρνηση ο Γκιγιόμ Ντυράν. Και όλα αυτά, για την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου…
Γαλλία-Τουρκία: «Πόλεμος» πολιτισμών ή συμφερόντων;
«Η Τουρκία καταγράφει σήμερα επιτυχίες σε κάθε επίπεδο, από τη δημοκρατία μέχρι τις ελευθερίες, από την άμυνα μέχρι την οικονομία, από την υγεία μέχρι την εξωτερική πολιτική». Τα λόγια του Ταγίπ Ερντογάν, στο πλαίσιο των δηλώσεων που έκανε την Πέμπτη στην επέτειο των 97 ετών από την ίδρυση της νεότερης Τουρκίας από τον Κεμάλ Ατατούρκ, μπορούν να προκαλέσουν πολλά ειρωνικά μειδιάματα και σχόλια, καθώς ειδικά στη δημοκρατία, τις ελευθερίες, την οικονομία και την υγεία η παραπάνω εικόνα ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα – κάτι που γνωρίζουν καλύτερα από όλους οι λαοί της Τουρκίας.
Όσον αφορά στην «άμυνα» και την εξωτερική πολιτική, ωστόσο, η διαπίστωση του Ερντογάν έχει μεγάλη δόση αλήθειας, καθώς η Τουρκία καταγράφεται σήμερα ως αναδυόμενη περιφερειακή δύναμη, με σαφείς αναθεωρητικές τάσεις και προφανή επιθετική διάθεση. Όσο για τη Γαλλία του Μακρόν –ο οποίος εκμεταλλεύεται την αντιπαράθεση για να διασφαλίσει ηγεμονική θέση στην ΕΕ– πρακτικά αποτελεί το ιδανικό… συμπλήρωμα για τον «σουλτάνο» σε αυτή τη συγκυρία: Τον βοηθά να συσκοτίζει την ουσία της πολιτικής του και του δίνει τη δυνατότητα να παραπέμπει σε «πόλεμο πολιτισμών και θρησκειών» και σε μια Τουρκία η οποία αμύνεται των δικαίων, της ιστορίας της και του «κόσμου του Ισλάμ». Σε ένα… ευγενή σκοπό, δηλαδή, στον οποίο αξίζει – και επιβάλλεται – να στρατευτεί η κοινωνία, όσα δεινά και αν περνά σήμερα.
Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι ο Ερντογάν έχει καταφέρει μεν να αποσπάσει δηλώσεις συμπαράστασης από μια σειρά κυβερνήσεις και καθεστώτα (Πακιστάν, Κατάρ κ.λπ.), όμως οι «κάτω» δεν δείχνουν να συγκινούνται ιδιαιτέρως. Βλέπετε, υποφέροντας από την καταπίεση των δικών τους «πάνω», αρνούνται να φάνε κουτόχορτο και είναι καχύποπτοι όταν αυτοί σπεύδουν να δώσουν το χέρι με τον Ερντογάν.