Εδώ η λογοτεχνία αποτραβιέται από το στενά ατομικό ναρκισσιστικό περίβλημά της και συνομιλεί με το συλλογικό ασυνείδητο, τις έγνοιες, τις ανησυχίες, τα βάσανα και τα προβλήματα της κοινωνίας.
Η πρώτη πέτρα
Κάθε κοινωνία διατρέχει τα δικά της διαστήματα ανάκαμψης και παρακμής, με τη λογοτεχνία να αντλεί τη θεματογραφία της από τις πτώσεις και τις ανόδους της εκάστοτε ιστορικής περιόδου. Η ξερολιθιά, το νέο βιβλίο του Βασίλη Τσιράκη, (εκδόσεις Τόπος, 2020), κινείται μέσα σε αυτό το πλαίσιο, επιχειρώντας τη σύνθεση ενός αναπεπταμένου πολιτικού ορίζοντα που να χωράει διαφορετικά κομμάτια της σύγχρονης εποχής, τόσο αυτά που συνδέονται με τις ψευδαισθήσεις και τους φόβους, όσο και εκείνα που έχουν σχέση με τις ελπίδες και τις απαντοχές.
Στόχος του συγγραφέα είναι η δημιουργία ενός πολυπρισματικού ψηφιδωτού, που να ενώνει τις ατομικές υπερβάσεις και καταρρεύσεις των χαρακτήρων του, αναδεικνύοντας τη δύναμη της συνείδησης, της αγάπης, της αλληλεγγύης και του αγώνα.
Τα βασικά πρόσωπα, ο Άγγελος, η Ηρώ, η Σόνια, ο Παύλος και το προσφυγόπουλο, δεν αποτελούν μονοκόμματους και επίπεδους ήρωες, αλλά ανθρώπους που ορμούν με πάθος στη ζωή, δοκιμάζοντας τόσο τους γλυκούς χυμούς της όσο και τους καταποντισμούς και τα στραπάτσα της μοίρας. Ο συγγραφέας σμιλεύει την προσωπικότητά τους με προσοχή, χρησιμοποιώντας απλή, ανεπιτήδευτη γλώσσα και άμεσο, ρέοντα λόγο. Στηρίζεται στον ρεαλισμό, έχοντας ωστόσο και έντονες μοντερνιστικές παρεμβολές, που αποκρυσταλλώνονται στις εκ βαθέων εσωτερικές καταβυθίσεις που πραγματοποιεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας.
: Στη ζωή «δεν έχουμε ανάγκη το περιττό και το ανούσιο. Αρκεί η μία πέτρα δίπλα στην άλλη».
Μεταμορφώνοντας τους επονομαζόμενους «κοινωνικά επιτυχημένους» σε «αποτυχημένους», ο Τσιράκης καταγράφει την τρωτότητα και τη ρευστότητα του κόσμου μας, καθώς και τα κοινά υλικά από τα οποία είναι καμωμένοι οι άνθρωποι. Σκιαγραφεί την ανθρώπινη περιδίνηση με δεξιοτεχνία, αποφεύγοντας μανιχαϊστικά σχήματα, εξωραϊσμούς, κομπασμούς και υπερβολές. Τοποθετεί στο επίκεντρο του βιβλίου του την καταναλωτική φρενίτιδα, την ηθική αποχαύνωση, τους ορατούς και αόρατους μηχανισμούς της εξουσίας και την οικονομική και προσφυγική κρίση, επιλέγοντας να μιλήσει γι’ αυτά όχι μέσα από την Ελλάδα του σήμερα, αλλά από αυτήν του 2004, μετά το τέλος της Ολυμπιάδας. Παρότι με αυτόν τον τρόπο δεν αποφεύγει τις συγκρίσεις και τους παραλληλισμούς, καταφέρνει να πετύχει την αποστασιοποίηση φέρνοντας τον αναγνώστη αντιμέτωπο με διαχρονικά υπαρξιακά ερωτήματα.
Ο συγγραφέας αναζητά να ερμηνεύσει το παρελθόν μέσα από τα ερεθίσματα και τα αποτελέσματα του παρόντος στην περιβάλλουσα πραγματικότητα. Κάνει μια γενναία προσπάθεια να αποτραβήξει τη λογοτεχνία από το στενά ατομικό, ναρκισσιστικό περίβλημά της, κάνοντάς τη να συνομιλήσει με το συλλογικό ασυνείδητο, με τις έγνοιες, τις ανησυχίες, τα βάσανα και τα προβλήματα της κοινωνίας.
Το βιβλίο κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος, αφού έχει χρονικές εναλλαγές, μεταπτώσεις και στοιχεία που ανανεώνουν συνεχώς την πλοκή. Οι αγωνίες, οι προσδοκίες και οι αμφιταλαντεύσεις των ηρώων γίνονται και δικές μας, χάρη στις σάρκινες αντιφάσεις και τις νατουραλιστικές εσωτερικές συγκρούσεις που πλάθει ο συγγραφέας.
Μολονότι δεν απεκδύεται τον ρόλο του αφηγητή, συμμετέχει και ο ίδιος ενεργά στην εξέλιξη, καταθέτοντας την προσωπική του ματιά, χωρίς να χειραγωγεί ή να καθοδηγεί τα συναισθήματά μας, αλλά χειραφετώντας μας. Δεν έχει απαντήσεις για τα προσωπικά τραύματα, τα αδιέξοδα και το μέλλον, παρότι μοιάζει σίγουρος πως στη ζωή «δεν έχουμε ανάγκη το περιττό και το ανούσιο. Αρκεί η μία πέτρα δίπλα στην άλλη».
Ο ίδιος τοποθετεί την πρώτη πέτρα περιμένοντας από εμάς να συνεχίσουμε με τις υπόλοιπες. Δεν μας ζητάει να φτιάξουμε τη δική του ξερολιθιά, αλλά εκείνη που θα στεγάζει τα όνειρα και τις ανάγκες ολόκληρης της κοινωνίας.
Γι’ αυτό –αλλά όχι μόνο γι’ αυτό– Η ξερολιθιά αποτελεί αναμφίβολα το πιο ώριμο έργο του.