Γιώργος Παυλόπουλος
Από την Ευρώπη ως την Αμερική και από την Ασία ως την Αφρική, τα κράτη κλιμακώνουν τη βία και την καταστολή σε όλα τα επίπεδα, δίνοντας παράλληλα μόνιμα χαρακτηριστικά στις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που επιβάλλουν για την αντιμετώπιση της πανδημίας ή της τρομοκρατικής απειλής. Η (αστική) δημοκρατία είναι μελλοθάνατη και την περιμένει το απόσπασμα.
Εκτός νόμου η καταγραφή της αστυνομικής βίας
«Με γαλλική συνταγή οι κάμερες στα κράνη επικεφαλής των ΜΑΤ», έγραφε το ρεπορτάζ της Καθημερινής στις 6 Ιανουαρίου, με αφορμή το σχέδιο Χρυσοχοΐδη για βιντεοσκόπηση των αστυνομικών επιχειρήσεων από τους πρωταγωνιστές τους. Καθώς, λοιπόν, το «Ελλάς, Γαλλία, συμμαχία» γίνεται πράξη σε όλα τα επίπεδα, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι, αργά ή γρήγορα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα βαδίσει στον δρόμο που χάραξε ο Μακρόν και σε ένα ακόμη θέμα: Την απαγόρευση κάθε καταγραφής της αστυνομικής και κρατικής βίας από τα θύματά της, τους διαδηλωτές ή όσους τυγχάνει να είναι μάρτυρες.
Αυτό ακριβώς προβλέπει το άρθρο 24 του νομοσχεδίου περί «συνολικής ασφάλειας» που κατατέθηκε στη γαλλική βουλή την Τετάρτη, επικαλούμενο τον κίνδυνο η δημοσιοποίηση τέτοιου περιεχομένου οπτικοακουστικού υλικού να «βλάψει τη σωματική ή ψυχική ακεραιότητα» αστυνομικού εν ώρα υπηρεσίας! Τι σημαίνει αυτό, σε απλά ελληνικά και γαλλικά; Ότι το αστικό κράτος και οι κυβερνήσεις του θέλουν να απαλλαγούν από ατράνταχτα στοιχεία που αποδεικνύουν τη βαναυσότητα της καταστολής, χωρίς την τήρηση κανενός πρωτοκόλλου ή προσχήματος. Στοιχεία τα οποία συχνά οδηγούν στην αθώωση των συλληφθέντων και στην απογύμνωση, στα μάτια της κοινωνίας, των ένστολων δραστών και των μηχανισμών καταστολής.
«Στην πραγματικότητα, καθίσταται ουσιαστικά αδύνατη η ζωντανή μετάδοση εικόνων», κατήγγειλε το Εθνικό Συνδικάτο των Δημοσιογράφων της Γαλλίας. Για «πόλεμο των εικόνων» έκανε η εφημερίδα Liberation, ενώ η Humanite επέλεξε ένα πιο ειρωνικό τίτλο, από το πλακάτ μιας διαδηλώτριας: «Μια σοφή κοινωνία, χωρίς εικόνες».
Η εποχή της καταστολής και της ανελευθερίας
Δεν συνιστά υπερβολή ο ισχυρισμός ότι η Γαλλία, κοιτίδα του Διαφωτισμού και μήτρα πολλών συνταγμάτων των αστικών δημοκρατικών της Ευρώπης, βιώνει ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης, το οποία σταδιακά αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά, όπως αποδεικνύει και το περιεχόμενο του επίμαχου νομοσχεδίου για τη «συνολική ασφάλεια». Δικαιώματα και ελευθερίες μπαίνουν πλέον με μεγάλη ευκολία στον «γύψο» από την κυβέρνηση του Εμανουέλ Μακρόν, του προέδρου ο οποίος –τι ειρωνεία!– εξελέγη το 2017 με τη βοήθεια του «δημοκρατικού τόξου» προκειμένου η χώρα να γλιτώσει από την απειλή της Ακροδεξιάς και της Λεπέν. Πότε με αφορμή το lockdown ελέω κορονοϊού, πότε με επίκληση της τρομοκρατικής απειλής και πότε με συνδυασμό και των δύο, η Γαλλία βιώνει μια πρωτόγνωρη εδώ και πολλές δεκαετίες κατάσταση, η οποία έχει ξεκινήσει το 2015 (μετά τις ένοπλες επιθέσεις στο Παρίσι) και σήμερα μοιάζει να γενικεύεται.
Δεν πρόκειται, μάλιστα, για ένα φαινόμενο που αποτελεί εξαίρεση και δεν έχει όμοιό του στην Ευρώπη. Δεν έχει περάσει, άλλωστε, πολύς καιρός από την περίοδο που το κράτος της Ισπανίας έστελνε τους πραιτωριανούς του στην Καταλονία και την πρωτεύουσά της, τη Βαρκελώνη, με εντολή να δείρουν και να τρομοκρατήσουν, να επιβάλλουν στρατιωτικό νόμο, να αναστείλουν τη λειτουργία της δημοκρατίας και να συλλάβουν εκλεγμένους πολιτικούς ηγέτες, μετά την απόφαση του λαού της επαρχίας να διεκδικήσει την ανεξαρτησία του από το καθεστώς της Μαδρίτης. Αλλά και στην Ουγγαρία, ο Όρμπαν δεν δίστασε –επικαλούμενος επίσης την πανδημία– να αναλάβει έκτακτες εξουσίες επ’ αόριστον, διακόπτοντας πρακτικά τη λειτουργία της βουλής.
Την ίδια στιγμή, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και τις ΗΠΑ, τα όσα συνέβησαν με αφορμή τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ τον περασμένο Μάιο δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών. Η κυβέρνηση Τραμπ δεν δίστασε να κατεβάσει στους δρόμους χιλιάδες σιδερόφρακτα μέλη των ομοσπονδιακών δυνάμεων, αστυνομία, εθνοφυλακή και στρατό, προκειμένου να καταστείλουν το ξέσπασμα ενός δυναμικού κινήματος στο οποίο πρωταγωνίστησαν τόσο Αφροαμερικανοί όσο και λευκοί, επιχειρώντας να αναδείξουν στην πρώτη γραμμή το «κοινωνικό ζήτημα», σε όλες του τις διαστάσεις. Τον ίδιο δρόμο ακολουθεί (με άλλες αφορμές) και ο φίλος του Τραμπ, ο Βραζιλιάνος πρόεδρος Μπολσονάρου, ενώ στην Τουρκία, την Ταϊλάνδη, τη Χιλή και άλλες χώρες, το αστυνομικό κράτος αποτελεί πλέον καθεστώς. Όσο για τη Ρωσία ή την Κίνα, συνιστά μάλλον… πλεονασμό η διαπίστωση ότι το κράτος κάνει ό,τι θέλει και όποτε θέλει, επικαλούμενο κάθε είδους απειλή.
Εάν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και τον (παγκοσμίως) εντεινόμενο έλεγχο και την καταστολή στο Διαδίκτυο, τότε το πλαίσιο της οργουελιανής κοινωνίας που μας επιφυλάσσει ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός αρχίζει να διαγράφεται ξεκάθαρα. Και τα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα στην 47η επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου μπορούν να ερμηνευθούν πιο ορθολογικά και πολιτικά.
Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η κρίση του καπιταλισμού και το αστυνομικό κράτος
Η όξυνση αυταρχισμού και καταστολής αποτελεί πλέον μονόδρομο
O κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός, ως πολιτική μορφή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, στις συνθήκες της πανδημίας του κορωνοϊού πραγματοποιεί άλμα αυταρχικοποίησης. Ταγμένος ψυχή τε και σώματι στην εξυπηρέτηση και ένταση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, αδυνατεί να προστατεύσει υγειονομικά την κοινωνία από τους ιούς, των οποίων αυξάνεται η περιοδικότητα και επικινδυνότητα. Ούτε εν τη γενέσει τους δύναται να τους εξουδετερώσει, με μικρό σχετικά τίμημα σε ζωές, ενώ και στην εκρηκτική φάση, το σύστημα, σε Αμερική και Ευρώπη, αντιμετωπίζει την κατάσταση με ημίμετρα διαχείρισης και όχι στρατηγικής ολιστικής αντιμετώπισης. Θεοποιεί το lockdown, αλλά κι αυτό με ασυνέπεια και επιλεκτικότητα. Μένουν αθωράκιστοι κλειστοί χώροι συνάθροισης υψηλού κινδύνου (εργοστάσια, μέσα μαζικής μεταφοράς, δημόσιο, οίκοι ευγηρίας, φυλακές, στρατόπεδα μεταναστών κ.α.). Απεναντίας, υπέρμετρη έμφαση αποδίδεται στην απαγόρευση εργατικών και πολιτικών συναθροίσεων, με κορυφαία για τα δεδομένα της Ελλάδας την πρόσφατη απαγόρευση της πορείας στην επέτειο του Πολυτεχνείου.
Ο φαρισαϊσμός της κυβέρνησης, που πρόβαλε το επιχείρημα ότι απαγορεύει την πορεία επειδή δήθεν κόπτεται για τη δημόσια υγεία, αναιρείται από το γεγονός ότι οι πολιτικές οργανώσεις δεσμεύτηκαν για τη λήψη και τήρηση προστατευτικών μέτρων στην πορεία και απέδειξαν ότι μπορούν να τα τηρήσουν. Η ουσία είναι ότι, μετά από κάποιες αμφιταλαντεύσεις, υιοθετεί την τακτική του μαστιγίου για την κατατρομοκράτηση και καταστολή του κινήματος, ώστε να εφαρμοστεί αβίαστα η υπεραντιδραστική πολιτική της. Η συναίνεση που είχε εξασφαλίσει στην πρώτη φάση με τη λήψη μέτρων (μονόπλευρα περιοριστικών και όχι υγειονομικών) έχει εξανεμιστεί στη δεύτερη και οξύτερη φάση της πανδημίας, στην οποία αυξάνονται εκθετικά τα κρούσματα, οι θάνατοι, η ανεργία, η ανέχεια, η κατάθλιψη.
Ο καπιταλισμός αντιπροσωπεύει πλέον ένα παρηκμασμένο, δυστοπικό, οργουελικό σύστημα, αντίθετο προς την κοινωνική αναγκαιότητα. «Της γης οι κολασμένοι» μπορούν και έχουν το καθήκον να τον ρίξουν στον Καιάδα της Ιστορίας.
Η μετάβαση της κυβερνητικής πολιτικής σε ένα ανώτερο επίπεδο βίας επιβεβαιώνεται και από τη θρασύτατη παραβίαση του αστικού Συντάγματος, συγκεκριμένα του άρθρου 11 και την απόφαση να απαγορευτούν πανελλαδικά οι συναθροίσεις άνω των τεσσάρων ατόμων. Μια απόφαση που έκρινε συνταγματική το Συμβούλιο της Επικρατείας, του οποίου όμως η ηγεσία διορίζεται και ουσιαστικά ποδηγετείται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Ακροδεξιά ήταν και η θρασύτατη δήλωση Χρυσοχοΐδη ότι το Πολυτεχνείο και οι ανάλογες πορείες είναι πηγή διαρκούς αναστάτωσης και ότι «αυτό θα αλλάξει μόνιμα από εδώ και πέρα». Αυτή η δήλωση, σε συνδυασμό με τον πρόσφατο νόμο για τις διαδηλώσεις αλλά και τον «συνδικαλιστικό νόμο», αποκαλύπτει την πρόθεση κυβέρνησης και συστήματος για μονιμότερη συρρίκνωση της δυνατότητας του λαού να αγωνίζεται για τα δικαιώματα και τις διεκδικήσεις του.
Η όξυνση του αυταρχισμού και της καταστολής αποτελεί πλέον μονόδρομο, όπως αποδεικνύεται και στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες (ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία) που αντιμετωπίζουν οξύ πρόβλημα, αλλά και σε άλλες, όπως η Κίνα, οι οποίες φαίνεται να το αντιμετωπίζουν σχετικά ικανοποιητικά. Είναι γεγονός ότι ο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός ισοδυναμεί, βάση του χαρακτήρα του, με αυταρχική πολιτική. Υπάρχει, ωστόσο, το ερώτημα γιατί οι οικονομικοί και πολιτικοί ιθύνοντες του συστήματος επιχειρούν να αναβαθμίσουν την αυταρχικότητά του, μετατρέποντας το σε οιονεί αστυνομικό κράτος, με δυσανεξία κατά κανόνα στις όποιες διεκδικήσεις και κινητοποιήσεις του λαού.
Το ερώτημα είναι μάλλον ειρωνικό, καθώς αυτή η πολιτική καθίσταται αναγκαία από τη δομική κρίση του καπιταλισμού, που σοβεί στα βασικά του επίπεδα: Όξυνση των οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων, εξαθλίωση ευρύτατων στρωμάτων, επικίνδυνη διόγκωση της ανεργίας, αφόρητος αυταρχισμός, διεθνείς εντάσεις και πολεμικές συρράξεις, υγειονομικές κρίσεις εξοντωτικές, κλιματική αλλαγή οριακή που επιφέρει κατακλυσμιαίες καταστροφές, διογκούμενη αγανάκτηση και κατάθλιψη, που δεν έχει όμως βρει ακόμη τον μίτο ο οποίος οδηγεί στην έξοδο από τον ολέθριο λαβύρινθο του καπιταλισμού.
Οι αστικές κυβερνήσεις, επικαλούμενες τέτοιες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, επιβάλλουν στον λαό θυσίες και περιορισμούς, που στη συνέχεια μονιμοποιούν. Αυτές οι ανοιχτές πληγές του καπιταλισμού που συνυπάρχουν, έστω με διαφορετικές εντάσεις, τρομοκρατούν την αστική τάξη. Η μέθοδος διακυβέρνησης με μεταρρυθμίσεις και παραχωρήσεις, η οποία κατά καιρούς εξασφάλιζε υψηλό σχετικά βαθμό κοινωνικής συναίνεσης, είναι πλέον ουσιαστικά αδύνατη. Κυριαρχεί η διαχείριση του μαστιγίου, που σε συνθήκες πολλαπλής δομικής κρίσης του συστήματος θα οξύνεται και θα τείνει προς την αστυνομοκρατία.
Ο καπιταλισμός αντιπροσωπεύει πλέον ένα παρακμασμένο, δυστοπικό, οργουελικό σύστημα, αντίθετο προς την κοινωνική αναγκαιότητα. Όμως, όπως έλεγε ο Λένιν, δεν θα πέσει μόνος του. Είναι «της γης οι κολασμένοι» αυτοί που έχουν το καθήκον να τον ρίξουν στον Καιάδα της Ιστορίας.
Κλονίζεται η συνοχή του αστικού πολιτικού συστήματος
Ο ακραίος αυταρχισμός που επιδεικνύει η κυβέρνηση μοιάζει να διαταράσσει και την αναγκαία συνοχή των συστημικών κομμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΜΕΡΑ 25, προκειμένου να καρπωθούν κομματικά οφέλη, έκφρασαν τη ζωηρή αντίθεσή τους στην κυβερνητική απόφαση απαγόρευσης της πορείας, την «ψευτοπαραβίασαν» συμβολικά, ενώ συμφώνησαν με την ουσία της απόφασης, που θεώρησε ασύμβατη την πορεία στην αμερικανική πρεσβεία, εξαιτίας της έξαρσης της πανδημίας. Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη και η βίαιη σύγκρουση του αστυνομικού κράτους με το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ στη μεταπολίτευση, έχοντας επιλέξει την τακτική και τους αγώνες ήσσονων στόχων, κατά κανόνα απέφευγε τις μετωπικές συγκρούσεις με το αστικό κράτος, το οποίο με τη σειρά του ανταποκρινόταν και ευνοούσε αυτή τη στάση. Το άτυπο και σχετικό βέβαια αυτό «μορατόριουμ» υπέστη σοβαρό ρήγμα την Τρίτη, από την απρόκλητη επίθεση της αστυνομίας εναντίον του ΚΚΕ. Ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη εξέλιξη που θα έχει αυτή η σύγκρουση, δηλώνει τη βούληση ενός άκρως αυταρχικού πλέον αστικού κράτους να δείχνει μηδενική ανοχή ακόμη και σε μετριοπαθείς διεκδικήσεις και ήπιες κινητοποιήσεις. Η βάρβαρη επίδειξη ισχύος στις κινητοποιήσεις της 17ης Νοέμβρη εκφράζει και προαναγγέλλει μία κρατική στάση ακραίας αστυνόμευσης.