Μάνος Βασιλείου-Αρώνης
Κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες ένα από τα βασικά ιστορικά ερωτήματα που ανακύπτουν στο δημόσιο διάλογο αφορά την επιλογή της 28ης Οκτωβρίου ως ημέρας εθνικού εορτασμού της Αντίστασης του ελληνικού λαού στους κατακτητές. Είμαστε μάλιστα η μοναδική χώρα στον κόσμο που επιλέγει να θυμάται την έναρξη του πολέμου (την επέτειο του «Όχι») κι όχι τη λήξη του και την απελευθέρωση από το ζυγό του κατακτητή. Πέρα από τη βολική ανάδειξη του δικτάτορα Μεταξά, εξαφανίζεται έτσι και ο απελευθερωτικός ρόλος της αντίστασης, με πρωτοπόρους το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ.
Η κυρίαρχη ερμηνεία για την επιλογή του ελληνικού κράτους να έχει ως ημέρα εθνικού εορτασμού την 28η Οκτώβρη 1940 και όχι την απελευθέρωση είναι ότι με αυτό τον τρόπο το κυρίαρχο ιστορικό αφήγημα προσπαθεί να μην ανασύρει, σε μία θριαμβευτικού χαρακτήρα εθνική επέτειο, το συλλογικό τραύμα των Δεκεμβριανών (που ακολούθησαν λίγους μήνες μετά την Απελευθέρωση) και του Εμφυλίου, προτάσσοντας στον αντίποδα την ηρωική επικράτηση του ελληνικού στρατού έναντι του φασιστικού ιταλικού στρατού στο Αλβανικό μέτωπο, μία ιστορική στιγμή η οποία χαρακτηρίζεται περισσότερο από ένα αίσθημα εθνικής ενότητας και ομοψυχίας.
Η δημόσια ιστορία είναι όμως ένα πεδίο συγκρούσεων. Εκεί αναμετριούνται διαιρεμένες μνήμες, διαφορετικές ερμηνείες του παρελθόντος και φυσικά αντιμαχόμενες πολιτικές θέσεις και αρχές. Υπό αυτό το πρίσμα, η ανάδειξη της επετείου Απελευθέρωσης της Αθήνας (12 Οκτωβρίου), πέραν της εναρμόνισης με τον διεθνή κανόνα μνήμης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελεί και μία προσπάθεια να ανασυρθούν θαμμένες μνήμες. Υπάρχουν πολλές τέτοιες, αφού για να οδηγηθεί ο λαός στην παλλαϊκή γιορτή της 12ης Οκτωβρίου 1944 στους δρόμους της Αθήνας, χρειάστηκε να μεσολαβήσει η εποποιία της Αντίστασης, που ως επί το πλείστον ήταν έργο των δυνάμεων του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Ως εκ τούτου, η επέτειος της Απελευθέρωσης της Αθήνας μπορεί να ερμηνευτεί ως συμπύκνωση του πολύχρονου αγώνα της Αντίστασης, της ήττας των Ναζί και των ντόπιων συνεργατών του αλλά και της διάψευσης της προσδοκίας για «εθνική ενότητα» τόσο στον αντιστασιακό αγώνα όσο και στην απελευθερωμένη Ελλάδα.
Η πρωτοπόρα δράση των δυνάμεων του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ στην περίοδο της Κατοχής υπήρξε καθοριστική τόσο στην προσπάθεια επιβίωσης του λαού -απαντώντας συλλογικά στην επισιτιστική κρίση, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του θανατηφόρου λιμού- όσο και στη δημιουργία πυρήνων αντίστασης σε ολόκληρη τη χώρα, οι οποίοι συγκρούστηκαν με τον στρατό κατοχής και τους ντόπιους συνεργάτες του και σταδιακά απελευθέρωσαν τη χώρα απ’ τους Ναζί κατακτητές, αρχικά με το σταδιακό σχηματισμό της Ελεύθερης Ελλάδας από το 1943 υπό τη διοίκηση της ΠΕΕΑ μέχρι και την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων απ’ την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 1944.
Στην πρώτη φάση της Κατοχής, το ΚΚΕ δημιουργώντας το ΕΑΜ αξιοποίησε το πολιτικό κενό που άφησαν τα αστικά κόμματα, των οποίων οι ηγεσίες είτε διέφυγαν στη Μέση Ανατολή με τον βασιλιά, είτε διατήρησαν παθητική στάση απέναντι στον κατακτητή, είτε κάποιες από αυτές ακόμα και συνεργάστηκαν μαζί του. Συνέπεια ήταν η ραγδαία μαζικοποίηση των γραμμών του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ που εξελίχθηκαν τελικά σε κύρια αντιστασιακή δύναμη, προκαλώντας την αντίδραση των Βρετανών οι οποίοι προσπάθησαν να αναπτύξουν ένα αντίπαλο στρατιωτικό δέος στη χώρα ενισχύοντας (και χρηματοδοτώντας) ένα πλέγμα ένοπλων αντικομμουνιστικών οργανώσεων που συμπεριλάμβανε από τον ΕΔΕΣ και την ΕΚΑ μέχρι και αμιγώς ακροδεξιές οργανώσεις.
Διαμορφώνοντας τη γραμμή του εθνικοαπελευθερωτικού μετώπου τον Ιούλιο του 1941 στην 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του, το ΚΚΕ απευθύνθηκε σε πλήθος οργανώσεων (ακόμα και αστικών) για το σχηματισμό ενός πολυσυλλεκτικού αντιστασιακού μετώπου με άμεσο στόχο την απελευθέρωση της χώρας. Παρά την άρνηση των αστικών κομμάτων να συμμετάσχουν στο εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο και την μακρόχρονη παθητική τους στάση, το ΚΚΕ διατήρησε τη γραμμή της «εθνικής ενότητας» καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου και ήταν εκείνη που καθόρισε τη στάση των δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ την κρίσιμη στιγμή της Απελευθέρωσης της Αθήνας.
Ο ΕΛΑΣ δεν κατέλαβε την Αθήνα όπως μπορούσε, λόγω «εθνικής ενότητας»
Λίγο καιρό πριν την Απελευθέρωση το ΕΑΜ είχε συμφωνήσει στο Λίβανο και στην Καζέρτα τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Αυτή η επιλογή ήταν απόρροια της απόφασης της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ στις 2-3 Αυγούστου 1944 να εξασφαλίσει το «ομαλό δημοκρατικό πέρασμα στην ελεύθερη πολιτική ζωή» της χώρας. Η συνεπέστερη εφαρμογή της γραμμής του «ομαλού δημοκρατικού περάσματος» ήταν η στάση του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ την ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας, όπου καθ’ όλη τη διάρκεια των έντονων πανηγυρισμών και των αυθόρμητων εκδηλώσεων του λαού το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ Αθήνας πρωτοστάτησαν στην τήρηση της τάξης, ενώ παράλληλα οργάνωσαν την περιφρούρηση κρίσιμων υποδομών της Αθήνας και του Πειραιά απ’ τα γερμανικά στρατεύματα που αποχωρούσαν.
Παρά το γεγονός ότι η Αθήνα είχε μείνει στρατιωτικά απροστάτευτη, εξαιτίας της εκκένωσης απ’ τα γερμανικά στρατεύματα και της ταυτόχρονης απουσίας εθνικού στρατού, ο ΕΛΑΣ ενώ είχε τη στρατιωτική δυνατότητα να επιδιώξει την κατάληψη της εξουσίας στην πρωτεύουσα της χώρας και να θέσει πιθανώς το σύνολο της επικράτειας υπό τη διακυβέρνηση της ΠΕΕΑ, δεν παρέκκλινε της συμφωνίας του με του Συμμάχους και τα αστικά κόμματα της χώρας, περιφρουρώντας την προοπτική του «ομαλού δημοκρατικού περάσματος». Το ΚΚΕ παρ’ όλο που δεν είχε εγκαταλείψει διακηρυκτικά τη σοσιαλιστική προοπτική, με τη γραμμή της «εθνικής ενότητας» είχε από καιρό υποτιμήσει το ταξικό στοιχείο χάριν της ανάδειξης του εθνικού. Έτσι, την κρίσιμη στιγμή επέλεξε την περιφρούρηση του «ομαλού δημοκρατικού περάσματος», σεβόμενο τις δεσμεύσεις του έναντι των Άγγλων συμμάχων και των αστικών κομμάτων, με τα οποία θα σχημάτιζαν από κοινού την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας». Βέβαια εσωκομματικές διαφωνίες υπήρξαν τόσο πριν την απόφαση για συμμετοχή στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», όσο και κατά τις εβδομάδες που το ΕΑΜ είχε αναλάβει κρίσιμα υπουργεία, στηρίζοντας οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης, τα οποία τελικά η 11η Ολομέλεια της Κ.Ε. του κόμματος τον Απρίλιο του 1945 τα αποτίμησε ως «δεξιό λάθος».
Σε αντίθεση με την αντικομμουνιστική αφήγηση των «τριών γύρων», η οποία αναθερμαίνεται τα τελευταία χρόνια απ’ τους αναθεωρητές της ιστορίας (οι οποίοι προβάλλονται σχεδόν μονομερώς στο δημόσιο διάλογο), τελικά την «εθνική ενότητα» την τορπίλισαν η κυβέρνηση Παπανδρέου και οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές, οι οποίοι με τις μεθοδεύσεις, τα τελεσίγραφα και την τρομοκρατία τους οδήγησαν τους υπουργούς του ΕΑΜ σε παραίτηση και προκάλεσαν την ένοπλη σύγκρουση των Δεκεμβριανών.