Μιχάλης Παπαμακάριος
Μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης το αστικό πολιτικό σύστημα επιχείρησε να εμφανίσει ως δική του επιτυχία το αποτέλεσμα. Επιδιώκει έτσι να στερήσει από το μαζικό κίνημα την αυτοπεποίθηση της δυνατότητας κατακτήσεων και να δώσει το μήνυμα ότι μόνο μέσα από τους επίσημους θεσμούς μπορούν να υπάρχουν εξελίξεις. Τι έγινε όμως στην πραγματικότητα;
Η 7η Οκτώβρη στο πάνθεον των λαϊκών κινητοποιήσεων
Η απόφαση του δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου για το χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής, δικαίως χαρακτηρίστηκε ιστορική καθώς αποτέλεσε, έστω και στα περιορισμένα πλαίσια μιας νομικής διαδικασίας, δικαίωση τόσο για το θύματα του ναζιστικού μορφώματος αλλά και για το αντιφασιστικό κίνημα που από την αρχή βροντοφώναζε ότι η Χρυσή Αυγή είναι μια νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση.
Στις 7 Οκτώβρη οι δρόμοι γύρω από το Εφετείο γέμισαν από δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές, μεγάλες συγκεντρώσεις και πορείες έγιναν και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Αυτό το λαϊκό αντιφασιστικό ποτάμι εξέφραζε το πλειοψηφικό και παλλαϊκό αίτημα για καταδίκη των ναζί εγκληματιών. Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία που η δικαιοσύνη δεν μπορεί παρά να ευθυγραμμιστεί με το λαϊκό αίσθημα, αυτό ακριβώς έγινε και στις 7 Οκτώβρη, δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καθώς ο λαός φώναζε με όλη τη δύναμη της ψυχής του «οι ναζί στη φυλακή». Η ημέρα αυτή έχει μπει πλέον στο πάνθεον των μεγάλων στιγμών του λαϊκού μας κινήματος. Παρά τον αδιαμφισβήτητα κεντρικό αντιφασιστικό της χαρακτήρα εξέφρασε και γενικότερες τάσεις αγώνα και σύγκρουσης με το σύστημα. Η καταδίκη των χρυσαυγιτών και η φυλάκιση τους κλείνει μια φάση του αντιφασιστικού κινήματος. Ωστόσο ο φασισμός δεν έχει ηττηθεί, παραμένει επικίνδυνος για τα λαϊκά συμφέροντα. Η επόμενη ημέρα του αντιφασιστικού κινήματος είναι εδώ και χρειάζεται συνέχιση, ένταση και αναβάθμιση του αγώνα για να πεθάνει το τέρας.
Ποιος «έσβησε» τη Χρυσή Αυγή;
Το αντιφασιστικό κίνημα επέβαλλε την καταδίκη
Πώς φτάσαμε όμως σε αυτή την ιστορική απόφαση για την καταδίκη της νεοναζιστικής οργάνωσης; Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν δίχως άλλο το σημείο καμπής για τη Χρυσή Αυγή και την προοπτική της. Το αίμα του Παύλου ήταν, δυστυχώς, όπως αποδείχτηκε, η «αναγκαία» θυσία για να κινηθεί ταχύτερα ο τροχός της ιστορίας της αντιφασιστικής πάλης στην Ελλάδα. Το αντιφασιστικό ποτάμι που ξεχύθηκε σε όλη την Ελλάδα τρόμαξε την τότε κυβέρνηση Σαμαρά με μια νέα αποσταθεροποίηση, με ένα νέο «Δεκέμβρη», μέσα στο ευρύτερο κλίμα των μεγάλων κινητοποιήσεων του 2010-2012.
Το αντιφασιστικό λαϊκό ξέσπασμα συνέπεσε με τη συνολική προσπάθεια της Χρυσής Αυγής, στη φάση της δημοσκοπικής και πραγματικής της ανόδου, να προωθήσει και αυτοτελώς το πολιτικό της σχέδιο για την υπέρβαση της κρίσης του συστήματος από ακροδεξιά σκοπιά, επιβάλλοντάς το στα κόμματα του αστικού πολιτικού συστήματος και βέβαια σε ανταγωνισμό με τη Νέα Δημοκρατία με την οποία μέχρι τότε βρίσκονταν σε συνεννόηση και κοινή δράση με ενδιάμεσο τον Μπαλτάκο. Τα επεισόδια στον Μελιγαλά και οι επιθέσεις χρυσαυγιτών σε στελέχη της ΝΔ εντάσσονταν σε αυτό το κλίμα. Ωστόσο, αυτή η επιδίωξη της Χρυσής Αυγής δεν είχε τη συμφωνία της αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού, παρά τη δεδομένη υποστήριξή της από ισχυρά τμήματα, όπως οι εφοπλιστές, και τις προσβάσεις της στον κρατικό μηχανισμό. Δεν ήταν η ώρα το μαντρόσκυλο να γίνει αφεντικό και έπρεπε να μαζευτούν τα λουριά. Η κυβέρνηση Σαμαρά υποχρεώθηκε από τις εξελίξεις να οδηγήσει την υπόθεση στη δικαιοσύνη και ο κύριος παράγοντας σε αυτή την εξέλιξη ήταν το ξέσπασμα του αντιφασιστικού κινήματος.
Στα 5,5 χρόνια που κράτησε η δίκη, αυτοί που τώρα παριστάνουν το «τείχος της δημοκρατίας» έκαναν τα πάντα για να μείνει η δίκη εκτός επικαιρότητας και τη ζωή της πολιτικής αγωγής δύσκολη. Ήταν η διαρκής παρουσία του αντιφασιστικού και συνολικά του λαϊκού κινήματος καθόλη τη διάρκεια της δίκης, αυτή που έκφρασε τη λαϊκή απαίτηση για καταδίκη των φασιστών. Γιατί μπορεί να μην δίκασε τυπικά και νομικά το αντιφασιστικό κίνημα τη Χρυσή Αυγή, αλλά την αποκάλυψε πλατιά στη λαϊκή συνείδηση, κατέρριψε τους μύθους του φιλολαϊκού χαρακτήρα της, διαμόρφωσε ένα ισχυρό λαϊκό μπλοκ που απαιτούσε την καταδίκη της και αυτό καμιά δικαιοσύνη, όσο και αν δεν είναι ανεξάρτητη και ουδέτερη, δεν μπορεί να το υπερβεί χωρίς σοβαρό κόστος… Η καταδικαστική απόφαση αποτελεί ξεκάθαρη πολιτική νίκη του κινήματος. Η Χρυσή Αυγή δεν ηττήθηκε από τα κοινοβουλευτικά κόμματα και τα δήθεν δημοκρατικά τόξα τους, την αστική δημοκρατία και τους θεσμούς — ίσα ίσα από αυτούς χρησιμοποιήθηκε πολλές φορές σε βρόμικο ρόλο.
Αναπτύσσεται η θεωρία των «άκρων», μέσω της οποίας θέλουν να επιβάλουν από εδώ και πέρα μια ακραία αντιδημοκρατική πολιτική, που θα στηρίζεται στη νομιμοποίηση της κάλπικης αστικής δημοκρατίας
Καθοριστική για την έκβαση της δίκης ήταν η αποδεικτική διαδικασία στο δικαστήριο, όπως διεξήχθη από τους μαχόμενους δικηγόρους, οι οποίοι αποτέλεσαν το νομικό τμήμα του αντιφασιστικού κινήματος και κατάφεραν να υπερνικήσουν τις όποιες ταλαντεύσεις και επιδιώξεις υπήρξαν στα πλαίσια του κράτους και των μηχανισμών του για να αθωωθεί από τη κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης η ηγεσία της ΧΑ ή να «πέσει στα μαλακά». Η αρχική πρόταση της εισαγγελέως Οικονόμου, όπως και η επιμονή της σχετικά με τον ανασταλτικό χαρακτήρα των ποινών, εξέφραζε την προσπάθεια κύκλων του κρατικού μηχανισμού που απηχούν και τμήματα της αστικής τάξης για συνέχιση της προστασίας της ΧΑ. Τις ημέρες πριν την απόφαση, αλλά κυρίως μετά από αυτήν, το αστικό πολιτικό σύστημα, με την πάντα πολύτιμη βοήθεια των ΜΜΕ, ακόμα και ορισμένων προοδευτικών εφημερίδων, επιχείρησε και επιχειρεί να καταγράψει αυτή την πολιτική εξέλιξη στον εαυτό του, ώστε να στερήσει από το μαζικό κίνημα την αυτοπεποίθηση της δυνατότητας κατακτήσεων και πολιτικών ρηγμάτων και να δώσει στον λαό το μήνυμα ότι μόνο μέσα από τους επίσημους θεσμούς μπορούν να υπάρχουν εξελίξεις και βέβαια να διαγράψει τις μέχρι τώρα πολλαπλές ευθύνες του για την ανάπτυξη του φασιστικού φαινομένου. Από την κυβέρνηση της ΝΔ και γενικότερα το αστικό πολιτικό σύστημα, η Χρυσή Αυγή εμφανίζεται ως ένα δημιούργημα του «λαϊκισμού», ακόμα και της «αντιμνημονιακής πάλης(!)» (βλ. τη σχετική αρθρογραφία για τη σχέση της ΧΑ με την πάνω πλατεία και τους Αγανακτισμένους), ως μια παρένθεση που έκλεισε μέσω των αστικών θεσμών.
Παράλληλα, αναπτύσσεται η θεωρία των «άκρων» μέσω της οποίας θέλουν να επιβάλλουν από εδώ και πέρα μια ακραία αντιδημοκρατική πολιτική, που θα στηρίζεται στη νομιμοποίηση της κάλπικης αστικής δημοκρατίας. Την εκδήλωση αυτής της λογικής είδαμε και στις 7 Οκτώβρη, όταν ο «θεσμός» της ΕΛΑΣ επιτέθηκε στην αντιφασιστική συγκέντρωση. «Ακραία είναι η αντιλαϊκή πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ-κεφαλαίου και γι’ αυτό συχνά χρειάζεται και τη σιδερογροθιά των φασιστικών ομάδων. Η “δημοκρατία” του κεφαλαίου δεν είναι το φάρμακο, είναι η αρρώστια», σημείωνε χαρακτηριστικά το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση. Ο ΣΥΡΙΖΑ, προς το τέλος της δίκης και μετέπειτα επιχείρησε να ηγηθεί σε ένα αντί-ΧΑ μέτωπο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βαρύτατες ευθύνες — όχι μόνο για τις αλλαγές στον ποινικό κώδικα που οδήγησαν σε μειωμένες ποινές την ηγεσία της ΧΑ. Κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας, όπου συγκυβερνούσε με το εθνικιστικό κόμμα του Καμμένου, δεν προσπάθησε στο ελάχιστο να εξαρθρώσει τους φασιστικούς θύλακες στο κράτος και την αστυνομία, ενώ κορυφαία στελέχη του φωτογραφίζονταν με τους φασίστες στο Καστελόριζο. Με την πολιτική του σε κρίσιμα ζητήματα, όπως τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, ρίχνει νερό στον μύλο του εθνικισμού. Τώρα επιχειρεί να επανέλθει στο μαζικό και αντιφασιστικό κίνημα, ώστε να εκμεταλλευτεί πολιτικά-κομματικά την αίγλη του. Η προσπάθεια αυτή του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποκρουστεί από το αντιφασιστικό κίνημα. Στη μάχη αυτή καθοριστικός ήταν ο ρόλος της αντικαπιταλιστικής, ανατρεπτικής και ευρύτερα ριζοσπαστικής αριστεράς, στους δρόμους στις γειτονιές, στους χώρους δουλειάς και εκπαίδευσης, στη μάχη της πληροφόρησης και βέβαια μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου. Πολύτιμη ήταν η συμβολή ευρύτερων πρωτοποριών του αντιφασιστικού κινήματος. Το ΚΚΕ συμμετείχε στο αντιφασιστικό κίνημα, πιο ενεργά τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά το χτύπημα που δέχθηκε στο Πέραμα και την εμπλοκή του στη δίκη της ΧΑ, αν και κυρίως με πρωτοβουλίες στενά κομματικού χαρακτήρα ή με παρεμβάσεις του ΠΑΜΕ. Εξαιρετικά προβληματική παραμένει η επιμονή του ΚΚΕ στη σύνδεση του αντιμνημονιακού κινήματος και των πλατειών με την άνοδο της Χρυσής Αυγής.
Ωστόσο και παρά το πλήγμα που δέχθηκε το εγχώριο φασιστικό μπλοκ στις 7 Οκτωβρίου, η μάχη με τον φασισμό και την ακροδεξιά δεν έχει τελειώσει. Κλείνει ένας κύκλος της φασιστικής απειλής και έχει δεχτεί σοβαρό οργανωτικό και πολιτικό πλήγμα το συγκεκριμένο μόρφωμα της ΧΑ και σοβαρό πλήγμα δέχεται σε αυτή τη φάση και το εγχείρημα Κασιδιάρη με τους Έλληνες ΓΤΠ.
Παραμένει η απειλή του φασισμού
Ο χώρος της ακροδεξιάς συνεχίζει να αποτελεί μεγάλο κίνδυνο. Υπάρχει το κόμμα Βελόπουλου, μια σειρά φασιστικές οργανώσεις, παρακλάδια και διασπάσεις της ΧΑ, εφημερίδες όπως το Μακελειό, πληθώρα ιστοτόπων. Η ύπαρξη και δράση πυρήνων της ΧΑ μέσα στα σώματα ασφαλείας και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς παραμένει. Ακροδεξιά αντίληψη και αντίστοιχη πρακτική έχουν και τμήματα της ΝΔ. Παράλληλα, υπάρχουν και δρουν σύλλογοι εφέδρων, αποστράτων κ.λπ. με καθαρά ακροδεξιά αντίληψη. Η επίδραση και διείσδυση των ακροδεξιών ακόμη και φασιστικών ιδεών στο κοινωνικό σώμα και σε λαϊκά στρώματα είναι μεγάλη και υπερβαίνει τα εκλογικά ποσοστά των ακροδεξιών σχηματισμών. Τα φαινόμενα λαϊκών κινητοποιήσεων με ακροδεξιό χαρακτήρα (για τον κορονοιό, ενάντια στην εγκατάσταση προσφύγων, τα εθνικιστικά συλλαλητήρια για τη Μακεδονία κλπ) δεν μπορούν να υποτιμηθούν.
Η ακροδεξιά είναι ισχυρό διεθνώς ρεύμα, ενισχύεται από τις γενικότερες αυταρχικές τάσεις που αναπτύσσει ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός για να υπερβεί τη κρίση του, τόσο στο πεδίο της παραγωγής όσο και του πολιτικού συστήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι ακροδεξιά κόμματα συμμετέχουν ή στηρίζουν αρκετές κυβερνήσεις στην Ευρώπη και συνολικά στον κόσμο, ενώ η ενσωμάτωση της ακροδεξιάς πολιτικής από πληθώρα κυβερνήσεων και την ίδια την ΕΕ τα ενισχύει περαιτέρω.
Η επόμενη μέρα της αντιφασιστικής πάλης
Το αντιφασιστικό κίνημα στη νέα φάση οφείλει να αναπτύξει συνολική αντιπαράθεση με την ακροδεξιά και τον φασισμό σε αξιακό, φιλοσοφικό, θεωρητικό, πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο. Για την ήττα του φασισμού, του εθνικισμού και του ρατσισμού, καθώς και των συμμοριών που γεννιούνται μέσα στα σαπρόφυτα της κρίσης, της φτώχειας και της ανεργίας, καθώς και μέσα στο κλίμα του πολεμοκάπηλου ανταγωνισμού ελληνικής τουρκικής ολιγαρχίας και των ιμπεριαλιστικών σχεδίων, της απάνθρωπης πολιτικής κυβέρνησης και ΕΕ κατά προσφύγων και μεταναστών, του σκοταδισμού και του ανορθολογισμού.
Χρειάζεται να αναδειχθούν τα χίλια νήματα που συνδέουν τα ακροδεξιά και φασιστικά κόμματα με τους μηχανισμούς του αστικού κράτους, κάτι που φάνηκε και από όλη την πορεία της ΧΑ, καθώς και ο αντιδραστικός μετασχηματισμός του σύγχρονου καπιταλισμού που θρέφει την ακροδεξιά και τον φασισμό, ο οποίος αποτελεί την πιο ωμή και πιο βάρβαρη εκδοχή του και για αυτό τον λόγο η οριστική ήττα του θα έρθει από την ανατροπή του ίδιου του καπιταλισμού.
Η φασιστική απειλή για να ηττηθεί χρειάζεται τόσο συνολική πάλη όσο και αυτοτελή αντιμετώπιση, η οποία δεν μπορεί να γίνει με αντιφασιστικά μέτωπα «όλων των δημοκρατικών δυνάμεων» ή με συμμαχίες με το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ στο αντιφασιστικό κίνημα και γενικά, αλλά με όρους μαζικού εργατικού-λαϊκού κινήματος και με ηγεμονία της αντικαπιταλιστικής πολιτικής και της σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής.