Νίκος Παπαδαμαντίου
Το ΣΕΚΕ ήταν το μόνο κόμμα στην Ελλάδα της εποχής που υπερασπίστηκε μέχρι τέλους την ειρήνη και αντιτάχθηκε στα ιμπεριαλιστικά σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων και στις αλυτρωτικές βλέψεις του ελληνικού εθνικισμού, αφού από θέση αρχής αντιτάχθηκε στην Μικρασιατική Εκστρατεία και υποστήριξε την αντιπολεμική του θέση παράλληλα και στο μέτωπο και στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας. Όμως πίσω στην Ελλάδα το ΣΕΚΕ ερχόταν αντιμέτωπο με τις πολιτικές αντιφάσεις του χαρακτήρα του.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922) υπήρξε το αντίδωρο της υποτέλειας των ελληνικών κυβερνήσεων για την εξυπηρέτηση των οικονομικών, πολιτικών και στρατηγικών συμφερόντων των νικητριών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (κυρίως της Αγγλίας και λιγότερο της Γαλλίας και της Ιταλίας) στην προσπάθεια κυριαρχίας τους στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής της Νότιας και Ανατολικής Μεσογείου υπήρξε μακροχρόνιος και έντονος. Σκοπός των ιμπεριαλιστικών αυτών δυνάμεων ήταν τόσο να καταλάβουν στρατηγικές θέσεις της παρηκμασμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (έλεγχος διώρυγας του Σουέζ, Μοσούλη, Καύκασος κ.α.) για τον έλεγχο πετρελαιοπαραγωγικών πηγών, όσο και να συντρίψουν τη νεαρή σοβιετική Ρωσία, η οποία απειλούσε την κυριαρχία τους και επομένως την καπιταλιστική σταθερότητα στην περιοχή.
Προκειμένου να καταπνίξουν την Οκτωβριανή Επανάσταση της οι Μεγάλες Δυνάμεις οργάνωσαν στις αρχές του 1919 την Ουκρανική Εκστρατεία, στην οποία συμμετείχε και ο ελληνικός στρατός με πρωτοβουλία του Βενιζέλου, στον οποίο ο Γάλλος πρωθυπουργός Κλεμανσό είχε υποσχεθεί ως αντάλλαγμα την «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Με άλλα λόγια, με τη λογική του «δούναι και λαβείν» οι Μεγάλες Δυνάμεις εγγυήθηκαν στον Βενιζέλο ότι θα του παραχωρήσουν τον στρατιωτικό έλεγχο στη Μικρά Ασία, αν ο πολύπειρος ελληνικός στρατός εκστράτευε με 40.000 άνδρες στην Ουκρανία κατά των μπολσεβίκων, όπως και έγινε. Πράγματι, το Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι το 1919 αποφάσισε να αναθέσει στον ελληνικό στρατό την κατάληψη των εδαφών της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης για την «ασφάλεια των συμμαχικών δυνάμεων». Αυτή η απόφαση άνοιγε το δρόμο για την οριστική προσάρτηση των εδαφών στο ελληνικό κράτος κι ως εκ τούτου αποτέλεσε μεγάλη διπλωματική νίκη της εθνικιστικής «Μεγάλης Ιδέας» που υποστήριζε ο Βενιζέλος, ο οποίος προσδοκούσε την διεύρυνση της ελληνικής επικράτειας προς Ανατολάς με πρόσχημα την παρουσία χριστιανικών πληθυσμών στα παράλια της Μ. Ασίας. Έτσι με τη στήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και με δεδομένη την ιδεολογικά κυρίαρχη τάση του εθνικισμού στην ελληνική κοινωνία, οργανώθηκε από τον Βενιζέλο η απόβαση του ελληνικού στρατού στην Σμύρνη τον Μάιο του 1919.
Η ελληνική αστική τάξη, μέσω των κυβερνήσεών της -είτε στην εκδοχή του βενιζελισμού, είτε σε αυτή του βασιλικού παλαιοκομματισμού- επέλεξε να δράσει ως χωροφύλακας των Μεγάλων Δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, με στόχο εκείνες να την ενισχύσουν στα αλυτρωτικά της όνειρα εναντίον της υπό διάλυση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τελικά όμως, αντί για την πολυπόθητη «ανάκτηση των χαμένων εδαφών» η πολεμοχαρής τακτική του ελληνικού κράτους οδηγήθηκε σε μία στρατιωτική και πολιτική ήττα, που βάφτηκε με το αίμα των στρατιωτών και αμέτρητων κατοίκων της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης και φυσικά στο ατελείωτο δράμα των προσφύγων.
Βέβαια, το ελληνικό κράτος δε ρίσκαρε μόνο για τα ξένα συμφέροντα αλλά υπήρχε και ένας ακόμη κινητήριος μοχλός της εκστρατείας, οι αλυτρωτικές βλέψεις του ελληνικού εθνικισμού. Ο ελληνικός καπιταλισμός αναπτυσσόταν στον -τότε- ελληνικό χώρο που είχε πληθυσμό πέντε εκατομμυρίων πολιτών, την ίδια στιγμή που σε τρεις διαφορετικές ζώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όχι απλά ζούσαν 2,5-3 εκατομμύρια Έλληνες αλλά και η αστική τάξη στις ζώνες αυτές ήταν ως επί το πλείστον ελληνικής καταγωγής και είχε αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με το ελληνικό κράτος. Συγκεκριμένα από τις 18.063 εμπορικές επιχειρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που υπήρχαν το 1912, σε Έλληνες ανήκαν το 46%, το 23% σε Αρμένιους και το 15% σε μουσουλμάνους, ενώ υπολογιζόταν πως από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες το 1914 το 49% ανήκε σε Έλληνες Οθωμανούς πολίτες. Εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι ο υποτιθέμενος «πατριωτισμός» της Μεγάλης Ιδέας για το κεφάλαιο σήμαινε την υπεράσπιση της μόνης πραγματικής πατρίδας του, του κέρδους.
Η διαμόρφωση της στάσης του ΣΕΚΕ εναντίον της Μικρασιατικής Εκστρατείας
Το κομμουνιστικό/σοσιαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα δεν εκφραζόταν από ένα ενιαίο κόμμα και επιπλέον δεν είχε ξεκάθαρη γραμμή και στάση απέναντι στις εθνικές διεκδικήσεις, ειδικότερα τη κρίσιμη περίοδο 1912-1918 όπου το ελληνικό κράτος ενεπλάκη σε τρεις πολέμους (στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Σε διεθνές επίπεδο, η Β’ Διεθνής είχε τοποθετηθεί αρνητικά σε ενδεχόμενο πολέμου (γραμμή που είχαν αποδεχτεί οι έλληνες σοσιαλιστές), ζήτημα για το οποίο είχε υπάρξει σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ των σοσιαλιστικών κομμάτων, η οποία οδήγησε στην, κατά Λένιν, «προδοσία της πλειονότητας των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων απέναντι στις πεποιθήσεις τους» και στη «χρεοκοπία» της Β’ Διεθνούς.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι έλληνες κομμουνιστές ήταν διχασμένοι από προσωπικές και ιδεολογικές έριδες και περιθωριοποιημένοι λόγω και της κυριαρχίας του εθνικισμού στην ελληνική κοινωνία. Είχαν διχαστεί ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενες πολιτικές γραμμές για την εξωτερική πολιτική της χώρας και τη στάση τους απέναντι στο ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής του ελληνικού κράτους. Είτε θα υιοθετούσαν την πολιτική επιλογή του Βενιζέλου που πρότεινε την είσοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, είτε θα υποστήριζαν την ουδετερότητα της Ελλάδας στον πόλεμο, την οποία υποστήριζε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Όμως, αν συντάσσονταν με τον Βενιζέλο και τον σοσιαλπατριωτισμό θα πρόδιδαν τις αποφάσεις της Β’ Διεθνούς και ουσιαστικά θα στήριζαν τον πόλεμο της αστικής τάξης της χώρας του, ενώ αν υποστήριζαν την σοσιαλδιεθνιστική ουδετερότητα θα κινδύνευαν να ταυτιστούν με τον μοναρχισμό.
Τομή στις αντιπολεμικές θέσεις των ελλήνων σοσιαλιστών ήταν η ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ), με το ιδρυτικό του συνέδριο να πραγματοποιείται το Νοέμβριο του 1918 στον Πειραιά. Με το Α’ Εθνικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕ στις 18-23 Μαΐου 1919 το νέο κόμμα δηλώνει την αντίθεσή του στις «ιμπεριαλιστικές αξιώσεις των δυνάμεων μικρών και μεγάλων», συμπεριλαμβάνοντας εμμέσως και τις ελληνικές αξιώσεις στη Μ.Ασία.[1] Ως την άνοιξη του 1920, η μικρασιατική εκστρατεία δεν ήταν προτεραιότητα στην αντιπολιτευτική γραμμή του ΣΕΚΕ, το οποίο μέχρι τότε ασκούσε μία περισσότερο μετριοπαθή κριτική στην πολεμική επιχείρηση ενάντια στη συνέχιση της πολεμικής αναμέτρησης, όχι από θέση αρχής αλλά λόγω της έλλειψης εγγυήσεων από τους Συμμάχους για την επιτυχή έκβασή της. Τον Απρίλιο του 1920 όμως, με την απόφαση του Β’ Συνεδρίου του το ΣΕΚΕ προσχώρησε στην Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν), και πλέον υιοθετήθηκε ως βασική αρχή του προγράμματος του κόμματος ότι «κάθε πόλεμος υπό οιονδήποτε πρόσχημα κηρυσσόμενος δεν ημπορεί να εξυπηρετεί ειμή μόνον την άμυναν των συμφερόντων της αστικής τάξεως».[2] Μετά από αυτό και ο Ριζοσπάστης πλέον είχε υιοθετήσει την πολιτική της Κομιντέρν καταγγέλλοντας το ελληνικό κράτος για εξυπηρέτηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων των προστατών του. Στην ίδια λογική ο σοσιαλιστής βουλευτής Αλβέρτος Κουριέλ σε άρθρο του στον Ριζοσπάστη, υποστήριξε ότι η Αγγλία επιθυμούσε τη διεύρυνση της Ελλάδας ως ανάχωμα στον μπολσεβικισμό.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προκήρυξη του ΣΕΚΕ(Κομμουνιστικό) τον Σεπτέμβριο του 1920 με θέμα την συνθήκη των Σεβρών και με τίτλο «Η ειρήνη που εορτάζουν οι αστοί και η ειρήνη που θέλει ο λαός». Η προκήρυξη εκδόθηκε με βάση τις επεξεργασίες που έκανε το Κόμμα στο Έκτακτο Εκλογικό Συνέδριο τον ίδιο μήνα. Συνοπτικά, η προκήρυξη αυτή κατηγορούσε την αστική τάξη ότι εξαπάτησε τον λαό με πρόσχημα την δήθεν ειρήνη, τον πολλαπλασιασμό της χώρας και την «απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών» κολακεύοντας το «εθνικό του αίσθημα». Κατηγορούσε την κυβέρνηση Βενιζέλου ότι με τη συνθήκη των Σεβρών έθεσε τη βάση για νέους πολέμους, ενώ στράφηκε και εναντίον της Αγγλίας κατηγορώντας την για τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο που εγκατέστησε σ’ όλες τις ηττημένες χώρες. Τέλος, υποστήριζε ότι η συνθήκη ειρήνης μετέτρεπε τη χώρα σε «ετεροκίνητο όργανο των κεφαλαιοκρατικών δυνάμεων» και τους απελευθερωμένους λαούς σε φθηνό εργατικό δυναμικό.
Κλιμάκωση της αντιπολεμικής στάσης του ΣΕΚΕ(Κ) υπήρξε στο πλαίσιο των εκλογών του Νοεμβρίου 1920, οι οποίες έφεραν την απρόσμενη εκλογική ήττα του Βενιζέλου και την επικράτηση των αντι-βενιζελικών κομμάτων. Για την υποστήριξη της εκλογικής καθόδου του ΣΕΚΕ(Κ) πραγματοποιήθηκε μεγάλη προεκλογική διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας, η οποία -βάσει των αντιπολεμικών αιτημάτων του κόμματος- μετατράπηκε σε αντιπολεμική συγκέντρωση με κεντρικό σύνθημα «Κάτω ο πόλεμος», ενώ αντιθέτως άλλα πιο αμιγώς «κομμουνιστικά» συνθήματα είχαν χαμηλότερη απήχηση. Στις εκλογές το ΣΕΚΕ(Κ) διαφοροποιήθηκε από τις παλιότερες επιλογές τάσεων και μελών του, οι οποίες στο παρελθόν είχαν συνεργαστεί εκλογικά με αστικούς σχηματισμούς. Πλέον, υλοποιώντας τη γραμμή της Γ’ Διεθνούς, διαφωνούσε με τη σύμπραξη πρόσκαιρων τακτικών συμμαχιών και γι’ αυτό αποφάσισε την αυτόνομη εκλογική του κάθοδο, απορρίπτοντας την εκλογική συμμαχία με «δεδηλωμένα αστικά στοιχεία» και με σχηματισμούς «μη στενώς και αποκλειστικώς σοσιαλιστικών αρχών».[3] Η κατηγορηματική άρνηση του ΣΕΚΕ(Κ) να συνεργαστεί συλλήβδην με τα αστικά κόμματα -όσο παράδοξο κι αν ακούγεται σήμερα- ήταν μία ανάγκη διαφοροποίησης του κόμματος κυρίως απ’ το φιλομοναρχικό Λαϊκό Κόμμα, με το οποίο αντιπολιτευτικές αστικές εφημερίδες ζητούσαν «κοινό μέτωπο» εναντίον του «τρισκατάρατου» Βενιζέλου, στη βάση της κοινής συμφωνίας για παύση πυρός στο Μικρασιατικό Μέτωπο[4]. Προκειμένου να μην αφήσει αναπάντητα τα συγκεκριμένα σενάρια το ΣΕΚΕ(Κ) είχε καταστήσει σαφές ήδη απ’ το Μάιο του 1919 σε Ανακοίνωση του Κόμματος ότι «δια το Σοσιαλιστικόν Εργατικόν Κόμμα δεν είναι εχθρός μόνη η σημερινή κυβέρνησις και το κόμμα το οποίον υποστηρίζει αυτήν, αλλ’ ολόκληρος η αστικής τάξις με όλα τα κόμματά της, όσα εκυβέρνησαν εις τος παρελθόν, όσα κυβερνούν εις το παρόν και θα κυβερνήσουν εις το μέλλον».[5] Εν τέλει η επιτυχία ότι στην πρώτη εκλογική κάθοδο στην ιστορία του το ΣΕΚΕ(Κ) απέσπασε περίπου 50.000 ψήφους, ξεπερνώντας τα στενά οργανωτικά του όρια, μετριάζεται απ’ την παραδοχή ότι οι περισσότερες ψήφοι δήλωναν τη συμπάθεια κι όχι την ιδεολογική ταύτιση των ψηφοφόρων του, αφού το εκλογικό σύστημα των σφαιριδίων τους επέτρεπε να υπερψηφίσουν υποψήφιους διαφορετικών συνδυασμών.[6]
Τον Φλεβάρη του 1921 και ενόψει της επικείμενης προώθησης του ελληνικού στρατού στη Μ. Ασία διοργανώθηκαν μια σειρά από αντιπολεμικά συλλαλητήρια σε πολλές πόλεις της Ελλάδας (Αθήνα, Βόλος, Θεσσαλονίκη, Καβάλα) ως απάντηση στο φιλοπολεμικό κλίμα που συντηρούνταν στην ελληνική κοινωνία. Στις συνθήκες αυτές, διοργανώθηκαν απεργίες στην Ελλάδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 1921 που έπαιρναν την μορφή αντιπολεμικών συλλαλητηρίων, συνδυάζοντας τα οικονομικά με τα πολιτικά αιτήματα. Απ’ τις σημαντικότερες στιγμές αυτού του κύκλου αγώνων ήταν η πανεργατική απεργία και εξέγερση στον Βόλο τον Φλεβάρη του 1921 και η απεργία των σιδηροδρομικών. Όσον αφορά το Βόλο, φαντάροι αρνήθηκαν να υπακούσουν στη διαταγή να πυροβολήσουν τους εξεγερμένους εργάτες, αποδεικνύοντας τη λαϊκή αποδοχή που είχαν τα αντιπολεμικά αιτήματα. Απ’ την άλλη στην απεργία των σιδηροδρομικών το βασικό αίτημα των απεργών ήταν η οκτάωρη εργασία, μία διεκδίκηση που τους οδήγησε σε σκληρή σύγκρουση με την κυβέρνηση, η οποία με σκοπό να τους τιμωρήσει απάντησε με επιστράτευση 300 σιδηροδρομικών στο μέτωπο. Όμως η πλειοψηφία των σιδηροδρομικών που στάλθηκαν στο μέτωπο (κάποιοι εκ των οποίων ήταν κομμουνιστές) ενίσχυσαν την αντιπολεμική δράση συμβάλλοντας στη μεταφορά προπαγανδιστικού υλικού, στη μεταφορά κομματικών στελεχών αλλά και στη διαφυγή λιποτακτών απ’ το μέτωπο. Η λιποταξία σε εκείνη τη χρονική στιγμή ήταν ο πιο ηχηρός τρόπος έκφρασης της αντίθεσης των φαντάρων στην πολεμική προσπάθεια και είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι λιποταξίες στο μικρασιατικό μέτωπο έφτασαν περίπου στις 60.000 με την καθοριστική βοήθεια των κομμουνιστικών πυρήνων στα πλοία.
Επιλογικά, αξίζει να αναφερθεί ότι το ΣΕΚΕ(Κ) ήταν το μόνο κόμμα στο πολιτικό σκηνικό της χώρας που συνέδεσε την Μικρασιατική Εκστρατεία με την επιδείνωση της ελληνικής οικονομίας. Οι ανάγκες του μετώπου είχαν προκαλέσει υψηλή ανεργία, πληθωρισμό και βαριά αύξηση της φορολογίας. Την πολυδάπανη πολεμική προσπάθεια του ελληνικού κράτους στην Μικρά Ασία για την εκπλήρωση της «Μεγάλης Ιδέας» την πλήρωνε ήδη ο φτωχός λαός κι αυτό δεν μπορούσαν να το ομολογήσουν ούτε τα αντιπολιτευόμενα στον Βενιζέλο κόμματα, αφού όταν ανέλαβαν την κυβερνητική εξουσία επέλεξαν την παραμονή του ελληνικού στρατού στη ζώνη κατοχής της Μικράς Ασίας.
Αντιπολεμική προπαγάνδα στο Μέτωπο
Τα στρατευμένα μέλη του ΣΕΚΕ(Κ) και ανένταχτοι κομμουνιστές ανέπτυξαν μαχητική αντιπολεμική στάση. Οι συνθήκες για την ανάπτυξη αντιπολεμικού λόγου -ακόμα και για τη διάδοση κομμουνιστικών ιδεών- στο στράτευμα ήταν ήδη ευνοϊκές λόγω της ακραίας σωματικής και ψυχολογικής κόπωσης των φαντάρων από την πολύχρονη στρατιωτική εμπλοκή («Το χακί είχε γίνει δεύτερο πετσί του φαντάρου» κατά την προσφιλή έκφραση της εποχής). Εξάλλου αρκετοί απ’ τους στρατιώτες του Μικρασιατικού Μετώπου είχαν συμμετάσχει και στην αποτυχημένη Ουκρανική Εκστρατεία, αναπτύσσοντας πολλοί από αυτούς θετική άποψη για την αμυνόμενη Σοβιετική Ένωση. Όμως, λόγω της οργανωτικής αδυναμίας του ΣΕΚΕ(Κ) αλλά και εξαιτίας των συστηματικών διώξεων των μελών του από την κυβέρνηση υπήρξε μεγάλη δυσκολία οι αντιπολεμικές διακηρύξεις να μετατραπούν σε οργανωμένες παρεμβάσεις. Εξάλλου τα περισσότερα μέλη του ΣΕΚΕ(Κ) βρίσκονταν στο μέτωπο, όπου είχαν αναπτύξει αντιπολεμική οργάνωση, ενώ στην Αθήνα η ηγεσία βρισκόταν σε διαρκείς αντιμαχίες τριών τάσεων. Το κόμμα οδηγούνταν σε αντιφατικές επιλογές, με αποκορύφωμα την απόφαση για «μακρά νόμιμο ύπαρξη» που υπερψήφισε η Πρώτη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη τον Φεβρουάριο 1922.[7] Ως εκ τούτου, παρά τη συνεχή προσπάθεια της αντιπολεμικής οργάνωσης του μετώπου, εν πολλοίς η αντιπολεμική δράση περιορίστηκε σε πράξεις μεμονωμένων κομμουνιστών στο Μικρασιατικό Μέτωπο και στην Ηπειρωτική Ελλάδα που συχνά δεν έχαιραν της εκτίμησης της ηγεσίας του κόμματος που βρισκόταν στην Αθήνα (της οποίας οι αντιφατικές αποφάσεις θα αμφισβητηθούν όταν οι στρατιώτες του Μετώπου επιστρέψουν στην Αθήνα και αναλάβουν εκείνοι πλέον την ηγεσία του κόμματος).
Τα στρατευμένα μέλη του ΣΕΚΕ(Κ) και άλλοι ανένταχτοι κομμουνιστές ανέπτυξαν μαχητική αντιπολεμική στάση στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, όπου κυκλοφορούσαν και αρκετές εφημερίδες με διεθνιστικό και ταξικό περιεχόμενο
Στον τομέα της προπαγάνδας στο μέτωπο πρωταγωνίστησαν διάφορες κομμουνιστικές «ομάδες» που είχαν συγκροτηθεί. Μία από αυτές ήταν οι κομμουνιστές ακτιβιστές της Θεσσαλονίκης υπό τον Άγη Στίνα (τον μετέπειτα πολέμιο της δράσης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ), οι οποίοι μετέφεραν προπαγανδιστικό υλικό, την Φωνή του Εργάτη», στη Σμύρνη μέσω Θεσσαλονίκης και Αδριανούπολης, πρωτοβουλία με την οποία διαφωνούσε η Κεντρική Επιτροπή του ΣΕΚΕ.[8] Επιπλέον, σημαντική αντιπολεμική δράση είχε και η «Ομάδα της Σμύρνης» υπο τον Παντελή Πουλιόπουλο (φωτογραφία) με την κυκλοφορία των κομμουνιστικών εφημερίδων Κόκκινος Φρουρός και Μποέμιο. Ως αποτέλεσμα της δράσης τους δέκα μέλη της Ομάδας της Σμύρνης οδηγήθηκαν στο στρατοδικείο όπου καταδικάστηκαν για «εσχάτη προδοσία» και παρέμειναν στην φυλακή μέχρι την κατάρρευση του μετώπου οπότε απελευθερώθηκαν. Ανάμεσα στους καταδικασμένους για «εσχάτη προδοσία» βρισκόταν και ο Π. Πουλιόπουλος, ο μετέπειτα γραμματέας του νεοσύστατου ΚΚΕ. Όσον αφορά την επίσημη δράση του κόμματος, ο Εργατικός Αγώνας (το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του ΣΕΚΕ) δημοσίευσε τις θέσεις των κομμουνιστών φαντάρων μέσων τριών προκηρύξεων, η πιο σημαντική απ’ τις οποίες ήταν η «Φωνή των εργατών» που εκδόθηκε εξ’ ονόματος των κομμουνιστών στρατιωτών. Μεταξύ των διαφόρων κομμουνιστικών ομάδων που είχαν συγκροτηθεί υπήρχε ένας συντονισμός, ο οποίος μαρτυρείται από προκηρύξεις που συντάσσονταν από μία άτυπη Κ.Ε. του κόμματος στο μέτωπο, που υπέγραφε με τον τίτλο «Εκτελεστικό Συμβούλιο των Σοβιέτ των Ελλήνων στρατιωτών» ή εναλλακτικά «Κεντρικό Συμβούλιο των Κομμουνιστών στρατιωτών στο Μέτωπο».
Συνοψίζοντας, παρά τις οργανωτικές και πολιτικές του αδυναμίες, το ΣΕΚΕ ήταν το μόνο κόμμα στην Ελλάδα της εποχής που υπερασπίστηκε μέχρι τέλους την ειρήνη και αντιτάχθηκε στα ιμπεριαλιστικά σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων και στις αλυτρωτικές βλέψεις του ελληνικού εθνικισμού. Το ΣΕΚΕ από θέση αρχής αντιτάχθηκε στην Μικρασιατική Εκστρατεία, υλοποιώντας την αντι-ιμπεριαλιστική – διεθνιστική θέση της Κομιντέρν και προσπάθησε να υποστηρίξει την αντιπολεμική του θέση παράλληλα και στο μέτωπο και στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας. Οι βασικοί στόχοι των κομμουνιστών του μετώπου ήταν να προετοιμάσουν τους στρατιώτες για την επικείμενη ταξική πάλη στην Ελλάδα, να τους φέρουν σε επαφή με τις κομμουνιστικές ιδέες και αξίες και να οργανώσουν την πάλη για τον τερματισμό του πολέμου και την επιστροφή των στρατιωτών στην πατρίδα τους (με κεντρικό σύνθημα «Στα σπίτια μας»). Όμως πίσω στην Ελλάδα το ΣΕΚΕ ερχόταν αντιμέτωπο με τις πολιτικές αντιφάσεις που δημιούργησε η διαμάχη μεταξύ των αντιμαχόμενων τάσεων στο εσωτερικό του κόμματος, οι οποίες το οδήγησαν να υποστηρίξει την στρατηγική της «μακράς νομίμου υπάρξεως». Αυτή τελικά απορρίφθηκε απ’ το κόμμα στο Εθνικό Συμβούλιο του 1923, όταν πλέον είχαν επιστρέψει οι στρατιώτες του Μικρασιατικού Μετώπου και διαμόρφωσαν μία νέα πλειοψηφία εντός του ΣΕΚΕ που πλέον χαρακτήριζε αυτή τη στρατηγική επικίνδυνη «διότι δίδει λαβήν εις τα οπορτουνιστικά στοιχεία να καταχρώνται και να αρνούνται την παράνομον δράσιν».[9]
Ο Νίκος Παπαδαμαντίου είναι φοιτητής Ιστορικού Αρχαιολογικού και μέλος της νΚΑ. Το κείμενο αποτελεί εμπλουτισμένη μορφή της εισήγησης στην εκδήλωση της Λέσχης Αναιρέσεις «Το αντιπολεμικό κίνημα στην Ελλάδα: Η εμπειρία ενός αιώνα».
[1]
[1] Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ, Πρώτος τόμος 1918-1924, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1974, σελ. 30
[2]
[2] Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ, ό.π., σελ. 64
[3]
[3] Καρπόζηλος, «Η συμμετοχή του ΣΕΚΕ στις εκλογές του 1920 και το πρόγραμμα της «επαναστατικής ουτοπίας», Ουτοπία τ. 56 9-10/2003, σελ. 99
[4]
[4] Στο ίδιο, σελ. 100
[5]
[5] Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ, ό.π., σελ. 79
[6]
[6] Ηλίας Νικολακόπουλος, «Οι εκλογές 1910-1920» στο Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.) – Ιστορία Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Έκτος Τόμος, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σελ. 38
[7]
[7] Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ, ό.π., σελ. 213
[8]
[8] Άγις Στίνας, Αναμνήσεις, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1985, σελ. 50-51
[9]
[9] Επίσημα Κείμενα ΚΚΕ, ό.π., σελ. 297