Δημήτρης Σταμούλης
▸ Μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου του 2020, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η απασχόληση μειώθηκε κατά 5% ή 195.800 άτομα. Το επίσημο ποσοστό ανεργίας συνέχισε να υποχωρεί με ήπιους ρυθμούς αλλά αυτό ήταν αποτέλεσμα… δημιουργικής λογιστικής. Όπως αναφέρεται στο πρόσφατο δελτίο του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, οι εργαζόμενοι που μεταφέρθηκαν σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας για διάστημα παραπάνω από 3 μήνες και λαμβάνοντας λιγότερο του 50% του μισθού τους, καταγράφηκαν ως οικονομικά μη ενεργοί!
Όμως ακόμα κι έτσι, τον Μάιο το επίσημο ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από 15,7% σε 17%. Στο επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2020 είχαν δημιουργηθεί 170.470 λιγότερες θέσεις εργασίας σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2019, επιστρέφοντας περίπου στα επίπεδα του 2013. Από τη μια ανεργία, από την άλλη ξέφρενη ελαστικοποίηση της εργασίας και εκμετάλλευσης, καθώς οι μισές περίπου νέες προσλήψεις εντάσσονται στις λεγόμενες ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Σύμφωνα δε με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, η επίπτωση της κρίσης πανδημίας στη μείωση του εργάσιμου χρόνου είναι 10 φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν στην κρίση του 2007-2008.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό κοινωνικό βάλτο για τα εργασιακά δικαιώματα, η κυβέρνηση εγκαινίασε την Πέμπτη το νέο πρόγραμμα-μαμούθ επιδότησης της εργοδοσίας. Προσφέρουν 100.000 θέσεις εργασίας για τις οποίες το κεφάλαιο δεν θα βάζει από την τσέπη του παρά τα ψίχουλα των καθαρών μισθών, αν και σε κάποιες περιπτώσεις δεν θα πληρώνει ούτε ευρώ!
Συγκεκριμένα, με βάση την Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργείου Εργασίας και Οικονομικών, στόχος του προγράμματος είναι να επιδοτηθεί το κεφάλαιο με 345 εκατ. ευρώ. Υποτίθεται ότι «στηρίζεται έμπρακτα η αγορά εργασίας» με δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, «προσφέροντας σημαντικά οφέλη στις επιχειρήσεις και στους εργαζόμενους». Βέβαια πρωτίστως ωφελημένες είναι οι επιχειρήσεις. Το νέο πρόγραμμα έχει μάλιστα ορισμένες αντεργατικές «καινοτομίες» που η κυβέρνηση επιχειρεί να περάσει «στη ζούλα».
Δεν είναι μόνο ότι επιδοτείται για 6 μήνες όλο το μη μισθολογικό κόστος που καταβάλλουν οι εργοδότες, καθώς και οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές σε δώρα και επίδομα αδείας, ώστε να γίνουν ελκτικές για τους εργοδότες οι νέες προσλήψεις. Αλλά ότι οι θέσεις εργασίας μπορεί να είναι πλήρης αλλά και μερικής απασχόλησης. Ουσιαστικά το κράτος πριμοδοτεί την ελαστική εργασία, επιδοτώντας ακόμα και την μερική απασχόληση την οποία κατά κόρον επιλέγουν οι εργοδότες όταν προσλαμβάνουν.
Επιπλέον όμως, σε περίπτωση που μια νέα θέση εργασίας αφορά μακροχρόνια άνεργο (τουλάχιστον δώδεκα μηνών), η νέα πρόσληψη επιδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό πέραν της προβλεπόμενης επιδότησης και με 200 ευρώ επί του καθαρού μηνιαίου μισθού. Ωστόσο στο άρθρο 2 της ΚΥΑ σημειώνεται πως «σε κάθε περίπτωση, ο καθαρός μηνιαίος μισθός, προ φόρου και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, του νεοπροσληφθέντα μακροχρόνια ανέργου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των διακοσίων (200) ευρώ». Πρακτικά ο εργοδότης θα μπορεί να προτιμά μακροχρόνια άνεργο για μερική απασχόληση με «πάτωμα» τα 200 ευρώ, και την ίδια στιγμή το κράτος αυτό το ποσό να του το επιστρέφει! Δηλαδή μιλάμε για τσάμπα κυριολεκτικά εργασία!
Η μόνη ειδική ρήτρα είναι η διατήρηση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας. Ποιος είναι όμως ο αριθμός των εργαζομένων που θα λαμβάνεται υπόψη για τον έλεγχο του κριτηρίου της διατήρησης του μέσου όρου των θέσεων εργασίας; Στο άρθρο 5 αναφέρονται τα εξής: «…το σύνολο των μισθωτών αμειβομένων με μισθό ή ημερομίσθιο, με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ορισμένου ή αορίστου χρόνου), με πλήρη ή μειωμένη απασχόληση, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν τεθεί σε αναστολή». Δηλαδή αφήνεται ανοιχτή η δυνατότητα απόλυσης εργαζομένων με πλήρη απασχόληση και αντικατάστασής τους με άλλους μερικής απασχόλησης, αρκεί το άθροισμά τους να μην αλλάζει. Τι γίνεται ωστόσο μετά το πέρας του εξαμήνου; Ο εργοδότης δεν υποχρεούται να κρατήσει ούτε για μία ημέρα τον επιδοτούμενο. Σύμφωνα με το πρόγραμμα ο εργαζόμενος μπορεί να συνεχίσει την εργασία του στην επιχείρηση – εργοδότη που τον προσέλαβε, «εφόσον και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν».