Σαν χθες 3 Οκτωβρίου 1993 η ηθοποιός και τραγουδίστρια Κατερίνα Γώγου άφησε την τελευταία της πνοή.
Σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ποιήματα της Κατερίνας Γώγου, το υπ. αριθμόν 12 στα «Τρία κλικ αριστερά» (1978), η ποιήτρια απευθύνεται στη μάνα της, μια γερασμένη κι εξαθλιωμένη παλιά θεατρίνα που της «πετάνε στραγάλια στο κεφάλι» (ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα):
…………………………………………………………..
[…] θα σου το φαν το ρημάδι κι έβαλε κρύο
χειμώνας σε λίγο θάχουμε εκλογές
σ’ αρέσουν οι εκλογές κοσμάκης λόγος χαβαλές
σου φαίνεται σπουδαίο που ψηφίζεις, ανταριάζεσαι και ρωτάς
Τι θα κάνουμε φέτο
και μετανιώνεις που ρωτάς αλλά έχεις μια ανάγκη μια οποιαδήποτε
απάντηση
και γω σου λέω το Κ.Κ. ρε μάνα! Το Κ.Κ. και ντρέπουμαι…
Ο Νίκος Φωκάς, στη συλλογή δοκιμίων του «Επιχειρήματα για τη γλώσσα. Για τη λογοτεχνία» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας,1982) ανααέρεται αναλυτικά στο συγκεκριμένο ποίημα, θεωρώντας το χαρακτηριστικό δείγμα πολιτικής ποίησης. Παρατηρεί ότι εδώ υπάρχουν «στοιχεία βιογραφικά κι αυτοβιογραφικά) και επισημαίνει τη στυλιστική οικονομία και την ανθρώπινη αμεσότητα στο ζωντάνεμα της μορφής της μάνας. Στέκεται ιδιαίτερα σε δύο λέξεις, στις «και ντρέπουμαι…» με τις οποίες «σχετικοποιείται» και διασώζεται το Κ.Κ. ως ποιητικό σύμβολο.
Νομίζουμε ότι αξίζει να παραθέσουμε ολόκληρο το ποίημα:
Πόσο όμορφη είσαι καλή μου
με την ίδια ναυτική φούστα 20 χρόνια τώρα
να φαίνονται τα μπούτια σου με τους κιρσούς
και συ να μη νοιάζεσαι
μ’ άσπρα πεδιλάκια όλους τους καιρούς
χωρίς δόντια –έχεις δικαιολογία να μη γελάς–
τσι που μας φέρνεις ένα κομμάτι τυρί σε μια χαρτοπετσέτα
κι αμερικάνικα φουστανάκια για το παιδί
που δεν του μπαίνουνε
έτσι όπως σε καταντήσανε τ’ αυτιά σου γεμάτα πύον –έχεις δικαιολογία να μην ακούς–
ν’ ανοίγεις την πόρτα και να χάνεσαι
Μεγ. Αλεξάνδρου — Αγίου Κωνσταντίνου — Πειραιώς — όταν βραδυάζει.
Ξέρω πως ξεχνιέσαι στις βιτρίνες
και κοιτάς με προσοχή ένα μπρίκι ή τους βασιλιάδες σε κάδρο
και τις άλλες γυναίκες του Βοτανικού
εκεί μάνα 5 λεπτά απ’ την Ομόνοια
που δεν πουλιέται ούτε αγοράζεται τίποτα
μοναχά μπουκάλια μπορδέλα ο μπόγιας και το γκάζι.
Σου πετάνε στραγάλια στο κεφάλι
και λένε έρχεται η τρελή
και συ –γι’ αυτό μάνα– δεν ανάβεις ποτέ το φως
για να μη δίνεις στόχο — εκατομμύρια κουρελάκια και τουαλέτες
με στρας
πορτοκαλιές, μαβιές, καπέλα και βεντάλιες που φορούσα στις τουρνέ
μου τάχεις κλέψει να τα φοράς τις νύχτες…
Πάλι χάθηκες μάνα.
Κάποιος μούπε θες να γίνεις καλόγρηα — μας φοβάσαι εμάς λέει —
θα σου το φαν το ρημάδι
κι έβαλε κρύο χειμώνας σε λίγο θάχουμε εκλογές
σ’ αρέσουν οι εκλογές κοσμάκης λόγος χαβαλές
σου φαίνεται σπουδαίο που ψηφίζεις, ανταριάζεσαι και ρωτάς
Τι θα κάνουμε φέτο
και μετανιώνεις που ρωτάς αλλά έχεις μια ανάγκη μια
οποιαδήποτε
απάντηση
και γω σου λέω το Κ.Κ. ρε μάνα! Το Κ.Κ. και ντρέπουμαι…
Κοιτάς τότε για να μη με λυπήσεις αόριστα το ταβάνι
και κάνεις σχέδια με το χέρι σου.
Έχεις φύγει πάλι το νιώθω.
Περπατάς σύριζα στις ράγες για τον Κολωνό
κι από πίσω σε παίρνουν καλόγριες με το πράμα τους έξω
τραίνα με βουλευτές, σκουπιδιαρόγατες ακροκέραμα
και σκοινιά με γαριασμένες μπουγάδες.
Και δε μ’ ακούς πια. Το Κ.Κ. ρε μάνα… Μάνααααα…