Αλέξανδρος Χρύσης
Ι. Η τοποθέτηση που ακολουθεί, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατόν πενήντα χρόνων από τη γέννηση του Β. Ι. Λένιν, δεν έχει τη στόχευση και τη μορφή μιας ακαδημαϊκά τεκμηριωμένης αναφοράς σε κάποια, ή κάποιες έστω, από τις φάσεις της ζωής και του έργου του μπολσεβίκου επαναστάτη. Και ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο περιορισμένος αριθμός των λέξεων θα καθιστούσε ακόμη δυσκολότερη, αν όχι αδύνατη, μια τέτοια προσέγγιση, ας είμαι ειλικρινής: δεν ήταν αυτός ο λόγος που με αποθάρρυνε από το να προχωρήσω σε μια τέτοιου τύπου επαγγελματικά στοιχειοθετημένη απόπειρα.
Επέλεξα, λοιπόν, συνειδητά. Αν και δε θα γράψω αυθόρμητα, θα γράψω, ωστόσο, από καρδιάς. Αυτή τη φορά, θα γράψω χωρίς αποσπάσματα από το ανεξάντλητο βιβλιογραφικό υλικό του ίδιου του Λένιν και των μελετητών του έργου του, φίλων και εχθρών του. Θα γράψω χωρίς παραπομπές στους τόμους των Απάντων του. Θα γράψω για τον Λένιν, ανακαλώντας στο σήμερα, μέσα από τη συλλογική (;) μας μνήμη, την εξομολόγηση του συνοδοιπόρου του, του αυτόχειρα ποιητή της Επανάστασης Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι:
«Φοβάμαι αυτούς τους στίχους πούχω μπροστά μου
κατά εκατοντάδες
όπως ένα μικρό παιδί μπροστά στην ψευτιά.
Αν κάνουν πάνω στο κεφάλι του ένα φωτοστέφανο,
φοβάμαι μήπως σκεπάσουν τ’ αυθεντικό, τ’ ανθρώπινο και το σοφό
το απέραντο μέτωπο του Λένιν.
Φοβάμαι τις λιτανείες, τα μαυσωλεία,
το θαυμασμό, τ’ αγάλματά του και
τους κανόνες του,
μην πάει και πνίξουν, κάτω απ’ τη γλυκειά γιορτή,
το Λένιν και την απλότητά του.
Τρέμω γι’ αυτόν όπως τρέμω για τη κόρη
του ματιού μου.
Αλλοίμονο στο ψέμμα! στο ιδεώδες
των ζαχαροπλαστών!
Η καρδιά εκλέγει και το καθήκον υπαγορεύει:
Θα γράψω.»[1]
ΙΙ. Αναζητώντας το στίγμα του Λένιν στον γκρίζο ορίζοντα της δικής μας εποχής, ίσως δε θα έπρεπε να εστιάζουμε τόσο την προσοχή μας στις απαντήσεις που έδωσε από τακτική άποψη εντός της ιστορικής συγκυρίας που ο ίδιος έδρασε, όσο στις ερωτήσεις που έθεσε, στα μείζονα ζητήματα που ανέδειξε, επιδιώκοντας να συμβάλει από στρατηγική οπτική στην ερμηνεία και στην αλλαγή του κόσμου.
Πράγματι, ως επαναστάτης με πρακτικό φιλοσοφικό προσανατολισμό δεν επικεντρώθηκε στην επεξεργασία ενός συστήματος ερμηνείας του κόσμου. Επιδίωξε, όμως, να συνδέσει έμπρακτα την υλιστική του φιλοσοφία με τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Ακριβέστερα: αντιμετώπισε την ερμηνευτική διαδικασία και τα πορίσματά της ως ‘στιγμή’ και καρπό ταυτόχρονα της επαναστατικής δράσης. Προσδιόρισε, εξαρχής, τη δική του ταυτότητα με βάση τις συντεταγμένες -ερμηνεία και αλλαγή- που είχε ήδη αποτυπώσει σε ένα φθαρμένο απόκομμα χαρτιού, στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, ο συγγραφέας των Θέσεων για τον Feuerbach. Ο Λένιν απέρριψε ‘καθαρές’, κοινωνικά ‘αμόλυντες’ ερμηνείες και πρακτικές. Φιλοσοφική ερμηνεία -υλιστική διαλεκτική- και κοινωνική αλλαγή -σοσιαλιστική επανάσταση- αποτέλεσαν για τον Λένιν τρόπους στράτευσης στην υπόθεση του κομμουνισμού.
Περιθώρια για υποτίμηση της θεωρίας δεν άφησε ο ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης. Θα συμφωνήσει εξαρχής και κατά γράμμα σε αυτό το ζήτημα με τον θεμελιωτή του ρωσικού μαρξισμού, τον Πλεχάνοφ, προς τον οποίο ο Λένιν, ένσαρκος άνθρωπος, όχι άψυχο ομοίωμα επαναστάτη, εμφορείται από αντιθετικά συναισθήματα. Χωρίς επαναστατική θεωρία, ένα κίνημα, όσο εκρηκτικό, όσο προωθημένο και αν εμφανίζεται ως προς τους στόχους και την αυταπάρνηση των μελών του, είναι επί της ουσίας τυφλό.
Μόνο που για τον Λένιν η θεωρία δεν είναι θεωρητικολογία ούτε παιχνίδι εννοιών. Η επαναστατική θεωρία υπήρξε, γι’ αυτόν, συνεκτική έκφραση της μέριμνας, του αγώνα και της αγωνίας των σκεπτόμενων ανθρώπων για την κοινωνική αλλαγή. Προφανώς, μια τέτοια θεωρία δεν έχει να κάνει με τον ακαδημαϊκό σοσιαλισμό. Ο από καθ’ έδρας σοσιαλισμός δεν υπήρξε ποτέ επιλογή του Λένιν. Αυτός ο ψευτο-επιστημονικός σοσιαλισμός δεν πρέπει, συνεπώς, να συγχέεται με τη συστηματική προσπάθεια εγγραφής του σοσιαλισμού έξωθεν στη συνείδηση και την πρακτική μιας εργατικής τάξης, κυριολεκτικά αναλφάβητης, όπως το μέγιστο μέρος του ρωσικού εργατικού και αγροτικού προλεταριάτου στην τσαρική Ρωσία, ή λειτουργικά αναλφάβητης, όπως μεγάλα τμήματα του σύγχρονου προλεταριάτου. Η θέση του Λένιν για τον καταλυτικό ρόλο αστών διανοουμένων/ταξικών επαναστατών, τόσο στην ιστορικότητα, όσο και στη διαχρονικότητά της, δεν αποτελεί ύβρη, δεν εκφράζει περιφρόνηση, αλλά υψηλή εκτίμηση μάχιμου κομμουνιστή διανοούμενου απέναντι στους εργάτες και στο δομικά προσδιορισμένο ανατρεπτικό δυναμικό τους.
Ο Λένιν δεν ταύτισε την τρέχουσα με τη δυνάμει συνείδηση της εργατικής τάξης. Δεν υπέκυψε, όπως σύγχρονοί του, αλλά και σύγχρονοί μας ακτιβιστές, στην κρυφή γοητεία του εργατισμού και του αυθορμητισμού. Αναγνώρισε ως κοινωνικό πρόβλημα την ανισόμετρη κατανομή της γνώσης, απόρροια του κοινωνικού/ταξικού καταμερισμού εργασίας, και επιδίωξε την ώσμωση διανόησης και προλεταριάτου με πολιτικούς όρους στοχεύοντας σταθερά στον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Κατ’ επέκταση, και η θεωρία του για το κόμμα ως πολιτική πρωτοπορία του εργατικού κινήματος δε σηματοδοτεί μια τάση υποκατάστασης της ίδιας της εργατικής τάξης στο ρόλο της ως επαναστατικού υποκειμένου από το κόμμα.
Δεν ήσαν βεβαίως λίγοι αυτοί που, εσφαλμένα κατά την άποψή μου, επέκριναν σε μια τέτοια κατεύθυνση το συγγραφέα του Τι να κάνουμε; και του Ένα βήμα μπρος δυο βήματα πίσω· ανάμεσά τους κορυφαίες φυσιογνωμίες του κομμουνιστικού κινήματος, όπως η Λούξεμπουργκ και ο νεαρός Τρότσκι. Είναι οι ίδιοι, που θα αναγνωρίσουν και θα χρεώσουν στον Λένιν, σε αυτή την περίπτωση όχι άδικα κατά τη γνώμη μου, μια εν μέρει τουλάχιστον, μηχανιστική μεταφορά και ενσωμάτωση του υποδείγματος εργοστασιακής πειθαρχίας στην αντίληψή του για το κόμμα.
Αναμφίβολα, ο Λένιν δε δίστασε! Ανέδειξε με ευθύ και άμεσο τρόπο το οργανωτικό ζήτημα ως θεμελιώδες θεωρητικό και πρακτικό πρόβλημα του επαναστατικού κινήματος. Ωστόσο, η δική του απάντηση, όσον αφορά τη, φιλοσοφικά και πολιτικά, κρίσιμη παράμετρο της πειθαρχίας, εύλογα προβλημάτισε και εξακολουθεί να προβληματίζει. Η καταρχήν εύστοχη πρόσληψη της εσωκομματικής δημοκρατίας από τον μπολσεβίκο επαναστάτη ως σύνθεσης δημοκρατισμού και πειθαρχίας δε συνάγεται λογικά και δε συνάδει πολιτικά με την υιοθέτηση του εργοστασίου ως προτύπου πειθαρχίας, όσο και αν οι ιστορικές συνθήκες διατύπωσης της θέσης δεν πρέπει να αγνοούνται. Εν πάση περιπτώσει, ως μαρξιστής ο Λένιν δεν πρότεινε, δε θα μπορούσε να προτείνει μια αφηρημένη, μια ‘καθαρή’ θεωρία του κόμματος. Συνάρτησε οργανικά, και πάντως όχι προσχηματικά, τις θέσεις του για το κόμμα ως συλλογικό οργανωτή και διανοούμενο με την ιδιαιτερότητα των συνθηκών της παρανομίας και της απολυταρχίας στη Ρωσία των αρχών του 20ου αιώνα. Άλλωστε, γι’ αυτόν, ο μαρξισμός ως θεωρία της επανάστασης δεν υπήρξε μια αφηρημένη ορθολογική κατασκευή. Προκύπτει και αναπτύσσεται διαμέσου των επεξεργασιών επαναστατών διανοουμένων, ατομικών και συλλογικών, ως συγκεκριμένη ιστορική έκφραση πολύμορφων και πολυσύνθετων κοινωνικών σχέσεων και αντιθέσεων.
‘Συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης’! Αυτή την έμφορτη πολιτικών συνεπειών μεθοδολογική αρχή, η οποία στις τάξεις των σύγχρονων αντικαπιταλιστικών κινημάτων αντιμετωπίζεται συνήθως σαν φραστικό στερεότυπο, κενό νοήματος και περιεχομένου, ο Λένιν θεωρούσε και χαρακτήριζε ‘ζωντανή ψυχή’, πεμπτουσία του μαρξισμού. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, Ο Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση κ.ο.κ. Χωρίς τη συγκεκριμένη μελέτη και ανατομία του ρωσικού και διεθνούς καπιταλισμού της εποχής του ήταν αδιανόητη για τον Λένιν όχι μόνο η ανάπτυξη επαναστατικής θεωρίας, αλλά αυτή καθαυτή η δημιουργία επαναστατικού κινήματος. Χωρίς την επί του πεδίου, επιστημονική μελέτη της συγκεκριμένης ταξικής δομής και του συγκεκριμένου συσχετισμού δυνάμεων της ρωσικής κοινωνίας, ήταν αδιανόητη για τον Λένιν η διατύπωση ενός τεκμηριωμένου πολιτικού προγράμματος, μιας ολοκληρωμένης πολιτικής πρότασης για την επαναστατική στρατηγική και τακτική της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας.
Από την άλλη πλευρά, και καθώς το ‘αλάθητο’ είναι θεολογική έννοια, δε θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο χαρακτήρας τους ως συγκεκριμένων διασφάλιζε σε κάθε περίπτωση και την ορθότητά των κοινωνικών και πολιτικών αναλύσεων του Λένιν. Πολύ φοβούμαι, για παράδειγμα, ότι, παρά τις επίπονες και συστηματικές προσεγγίσεις του στο μείζον ζήτημα της συμμαχίας εργατών-αγροτών, ο Λένιν υποτίμησε, εν τέλει, την πολιτική σημασία που έχει η πολιτισμική, με την ευρεία έννοια του όρου, διαφορά, αν όχι αντίθεση, ανάμεσα στον εργατικό και στον αγροτικό τρόπο ζωής. Παρομοίως, υποψιάζομαι ότι η πολυετής και συστηματική μελέτη του για την κοινωνική ταυτότητα της επανάστασης και τις αντίστοιχες πολιτικές επιλογές της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας δεν απέτρεψε την άνοιξη του 1917 το συγγραφέα των Θέσεων του Απρίλη, από το να συμπεράνει πρόωρα ότι, υπό μία έννοια, η αστικοδημοκρατική επανάσταση είχε ήδη περαιωθεί.
Αλλά τι σημαίνει ‘πρόωρα’, όταν ένας επαναστάτης όπως ο Λένιν, επικεφαλής ενός συλλογικού ηγεμόνα όπως το ρεύμα των μπολσεβίκων, συνομιλεί με την Ιστορία, αναμετράται με το χρόνο, τον πυκνό ιστορικό χρόνο; Η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης δεν εκτυλίσσεται μόνο στη διάσταση του χώρου, του κοινωνικού πεδίου, των οικονομικών, των πολιτικών και των πολιτιστικών θεσμών και πρακτικών. Ο επαναστάτης που δεν εξαντλείται στην ερμηνεία, αλλά παραμένει σταθερά στρατευμένος στην υπόθεση της αλλαγής του κόσμου, διαμορφώνει το σχέδιο δράσης συνεκτιμώντας και τη διάσταση του χρόνου. Ενός χρόνου, εσωτερικά πολυεπίπεδου, που κινείται, ταυτόχρονα και με αυξομειούμενους ρυθμούς, σε διεθνή, σε εθνική, ακόμη και σε προσωπική κλίμακα.
Αυτή η ανάγκη της χρονο-ρύθμισης, του συν-τονισμού με το βηματισμό της Ιστορίας, προϋποθέτει ασφαλώς την επιστημονική μελέτη της δυναμικής της, αλλά ωθεί επίσης τα δρώντα επαναστατικά υποκείμενα, άτομα και συλλογικότητες, να αντιμετωπίσουν την εξέγερση ως τέχνη. Ο Λένιν οικειοποιήθηκε, επικαλούμενος τον Μαρξ, αυτό τον προσδιορισμό της εξέγερσης ως τέχνης. Γιατί άραγε; Ίσως διότι η τέχνη, καταφάσκοντας τον αυτοσχεδιασμό–όχι την αυθαιρεσία- του δημιουργού, έχει τους δικούς της τρόπους να συσχετίζει το χώρο και το χρόνο, προκειμένου να δώσει μορφή στην ανάγκη και ελευθερία στο φορέα της. Ο Λένιν, ο επιστήμων Λένιν, δε δίστασε να αντιμετωπίσει την εξέγερση ως τέχνη, την πολιτική ως τέχνη και επιστήμη ταυτόχρονα. Αυτοσχεδίασε! Προώθησε στην πράξη την έμπνευση της ‘δυαδικής εξουσίας’, συνέλαβε και εφάρμοσε την Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ). Κρίθηκε και κρίνεται, άλλοτε με μεγαλοψυχία και άλλοτε μικρόψυχα, για τους, ούτως ή άλλως, ιστορικούς αυτοσχεδιασμούς του. Σημαντικότερο, ωστόσο, και από τους δικούς του αυτοσχεδιασμούς, είναι ότι ο Λένιν αναγνώρισε και αξιοποίησε τον αυτοσχεδιασμό της επαναστατικής τάξης, του προλεταριάτου, όταν αυτός ο συλλογικός δημιουργός της Ιστορίας, στα 1905, έφερε στο προσκήνιο το νέο συλλογικό έργο της επαναστατικής τέχνης, τα σοβιέτ.
ΙΙΙ.
Με τις σκοτούρες μας,
ένα σωρό,
στων γεγονότων τη δίνη
πέρασε η μέρα
σιγά σιγά σκοτεινιάζοντας.
Οι δυο μας στο δωμάτιο:
Εγώ
κι ο Λένιν ―
εκεί στον άσπρο τοίχο
η φωτογραφία.[2]
Δε μου ήταν εύκολο να αφήσω στην άκρη τα παραθέματα και τις παραπομπές στους τόμους των έργων του. Οι λέξεις του Λένιν βρίσκουν πάντα δρόμους να διεισδύουν στη σκέψη και στο λόγο, γραπτό και προφορικό, αρκετών -ολοένα λιγότερων πάντως- ανθρώπων της γενιάς μου. Είναι αλήθεια, πέρασε χρόνος πολύς από την εποχή της δικής μου νιότης, που τα κείμενα του Λένιν ήταν ‘best-seller’ και οι ‘συναντήσεις’ μαζί του, ιδίως για τη σπουδάζουσα νεολαία, ήταν ‘must’. Αλλά και τώρα, σ’ αυτούς τους καιρούς της ξηρασίας, δε λείπουν εκείνοι που κρίνουν πολιτικά σκόπιμο να μιλήσουν γι’ αυτόν. Πρόκειται συνήθως γι’ αυτούς που βρίσκουν τον τρόπο να ‘εγκωμιάσουν’ τον Λένιν άλλοτε μ’ ένα σταλινικό κι άλλοτε μ’ ένα μετα-μαρξιστικό επικήδειο. Και όμως! Μέσα σ’ αυτή τη σκοτεινιά -δεν ξέρω πώς- ακόμη και λίγες γραμμές από φθινοπωρινά χειρόγραφα έχουν τη δύναμη να κρατούν ζωντανή την ελπίδα:
«Ύστερα έρχονται και σου λένε “τα χρόνια έφυγαν”, αλλά εγώ θέλω να μου απαριθμήσετε κι εκείνα που έφυγαν μαζί με τα χρόνια – αυτό ποιος θα τ’ αντέξει; Έτσι εκείνο το βράδυ έστριβα σε μια πάροδο, όταν είδα έναν άνθρωπο να τον τραβολογάνε οι αστυφύλακες, ήταν μεσόκοπος, με γενάκι “πως λέγεσαι;” τον ρωτούσαν, τσιμουδιά αυτός “αφήστε τον”, είπα, “πλήρωσα εγώ με την ψυχή μου γι’ αυτόν. Λέγεται Λένιν”.[3]
Αύγουστος 2020
[1] Από το ποίημα «Βλαντιμίρ Ιλίτς Λένιν» του Μαγιακόφσκι σε μετάφραση Παύλου Τιβέρη.
[2] Από το ποίημα «Συνομιλία με τον Λένιν» του Μαγιακόφσκι σε μετάφραση Μήτσου Αλεξανδρόπουλου.
[3] «Ιστορίες», από τα Χειρόγραφα του φθινοπώρου του Τάσου Λειβαδίτη.