Χρίστος Κρανάκης
Η έμφαση του νέου «Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο» δίνεται στην ακόμη πιο αυστηρή φύλαξη των συνόρων και στην όσο το δυνατόν πιο γρήγορη απέλαση εκείνων που θα κρίνεται, μέσα στις πρώτες πέντε ημέρες από την άφιξή τους στη χώρα υποδοχής, ότι δεν έχουν δικαίωμα ασύλου. Στο παρελθόν ανήκει και κάθε συζήτηση περί υποχρεωτικής ποσόστωσης ανάμεσα στους «27» για τις μετεγκαταστάσεις προσφύγων και μεταναστών.
H Κομισιόν ανακοίνωσε, μετά από πολύμηνο «μαγείρεμα», το προσχέδιο του νέου «Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο». Η πρόταση σηματοδοτεί μια σαφή στροφή σε ακόμη πιο αντιδραστική και απάνθρωπη κατεύθυνση και υιοθετεί ουσιαστικά τις θέσεις των χαρακτηριζόμενων ως «ακραίων» — Όρμπαν, Κουρτς και Σαλβίνι. Οι κυβερνήσεις των μελών της «Ομάδας του Βίσεγκραντ», της Αυστρίας και άλλων χωρών, όπως και τα πάσης φύσης ακροδεξιά και ρατσιστικά μορφώματα μπορούν πλέον να περηφανεύονται πως κυριαρχούν πολιτικά στην ΕΕ, τουλάχιστον στο συγκεκριμένο ζήτημα. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν διστάζουν να απαιτήσουν ακόμη πιο σκληρά μέτρα, όπως φάνηκε στις πρώτες δηλώσεις των πρωθυπουργών της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Τσεχίας.
Το σίγουρο είναι πως η πρόταση προβλέπει την ακόμα ισχυρότερη θωράκιση του ευρωπαϊκού εδάφους από τους φτωχούς και κατατρεγμένους «εισβολείς», μέσω της αναβάθμισης τόσο των στρατιωτικών όσο και των θεσμικών μέσων. Τι και αν στις πρώτες γραμμές του σχετικού δελτίου τύπου γίνεται λόγος για την ανάγκη θέσπισης μιας «αλληλέγγυας» πολιτικής που θα προστατεύει όσους ζητούν διεθνή προστασία ή καλύτερη ζωή — το πραγματικό περιεχόμενο είναι καθ’ όλα διαφορετικό και αποκαλύπτεται πολύ εύκολα. Το σχέδιο, άλλωστε, έχει διττή στόχευση: Από τη μία, τη σκλήρυνση των διαδικασιών ελέγχου στην είσοδο των προσφύγων και μεταναστών και από την άλλη, την επιτάχυνση των απελάσεων ή «επιστροφών».Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, η Κομισιόν δεν «μασάει» τα λόγια της και προτάσσει επιθετικά μέτρα. Το πρώτο σημείο αντιδραστικής τομής αποτελεί ο ενδελεχής και προληπτικός έλεγχος κάθε «παράτυπου» υπηκόου τρίτης χώρας, πριν την είσοδο του σε ευρωπαϊκό έδαφος (pre-entry screening). Αυτό, σύμφωνα με την Κομισιόν, σημαίνει απόλυτη ταυτοποίηση, διενέργεια υγειονομικού ελέγχου, συλλογή δακτυλικών αποτυπωμάτων και πλήρη καταγραφή των προσωπικών στοιχείων σε μια αναβαθμισμένη βάση δεδομένων. Με άλλα λόγια, ένα πλήρες φακέλωμα.
Σε σχέση με τις απελάσεις, το δόγμα είναι απλό: «Άμεσες και ταχύτατες απελάσεις σε όσο γίνεται περισσότερους». Γι’ αυτό, άλλωστε, πλέκεται και το εγκώμιο της Frontex, την οποία καλεί να παίξει «καθοριστικό ρόλο στο κοινό σύστημα επιστροφών της ΕΕ» και να αναδειχτεί σε «επιχειρησιακό βραχίονα των πολιτικών επιστροφής της ΕΕ […], καλύπτοντας όλα τα στάδια της διαδικασίας απελάσεων».
Σε γραμμή Όρμπαν, Κουρτς και Σαλβίνι η ΕΕ, έστω κι αν αυτοί απορρίπτουν καταρχήν και το νέο σχέδιο
Ψηλά στην ιεράρχηση βρίσκεται και η αναβάθμιση των συνοριακών ελέγχων και η εξέταση αιτήσεων ασύλου στις (αναβαθμισμένες, επίσης) δομές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που θα υπάρχουν εκεί. Ενδεικτικά σημειώνεται: «Οι αιτούντες ασύλου με μικρές πιθανότητες αποδοχής, πρέπει να εξετάζονται γρήγορα χωρίς πρώτα να απαιτείται νομική είσοδος στο κράτος μέλος». Τίθεται δε χρονικό περιθώριο πέντε ημερών μέχρι να ολοκληρωθεί το πρώτο «ξεκαθάρισμα».
Το μεγαλύτερο κομμάτι της πρότασης όμως, αφιερώνεται στο πώς θα μοιραστούν τα «βάρη» στις κυβερνήσεις της Ευρώπης, με τρόπο ώστε να διασφαλίσει ομοφωνία. Εδώ, λέξεις όπως «αλληλεγγύη», «συνεργασία», «συνεννόηση» δίνουν και παίρνουν, αλλά η ουσία είναι πως η Κομισιόν «ωθεί» τις χώρες της Ε.Ε. να «συνεργαστούν αλληλέγγυα» για να διώξουν –και όχι να φιλοξενήσουν– τους πρόσφυγες και μετανάστες. Μάλιστα, στην πρόταση διατυπώνεται το εξής: «Ο νέος μηχανισμός αλληλεγγύης θα επικεντρωθεί κυρίως στη μετεγκατάσταση ή στην επιστροφή (απέλαση) των προσφύγων […], καθώς τα κράτη μέλη πρέπει να παρέχουν την απαραίτητη υποστήριξη στο κράτος μέλος που πιέζεται να απελάσει γρήγορα εκείνους που δεν έχουν δικαίωμα διαμονής», ενώ λίγο πιο κάτω διαβάζουμε: «Απαιτείται ένα κοινό ευρωπαϊκό σύστημα για απελάσεις που συνδυάζει ισχυρότερες δομές εντός της ΕΕ με αποτελεσματικότερη συνεργασία με τρίτες χώρες». Εν ολίγοις η πρόταση «κλείνει το μάτι» στις χώρες πρώτης γραμμής, καθώς πλέον η αξιολόγηση μέρους των αιτήσεων ασύλου δεν θα αποτελεί αποκλειστική ευθύνη τους, αλλά συνολικά της ΕΕ. Ορίζει, μάλιστα, πως «η χώρα που είναι υπεύθυνη για το αίτημα ασύλου θα μπορεί να είναι εκείνη στην οποία ένας μετανάστης έχει αδελφό ή αδελφή, στην οποία έχει εργαστεί ή σπουδάζει ή εκείνη που του έχει χορηγήσει βίζα».
Κρίσιμο σημείο, μιας και αποτελούσε για χρόνια «μήλον της έριδος» μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, είναι το πώς θα κατανεμηθούν οι πρόσφυγες και μετανάστες εντός της ΕΕ. Η πρόταση ακυρώνει την όποια σκέψη για «υποχρεωτική» απορρόφησή τους από όλα τα κράτη μέλη και δίνει τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να αρνηθούν τη φιλοξενία ακόμα και στον αριθμό που θα τους αναλογούσε βάσει πληθυσμού και μεγέθους της οικονομίας τους. Το γεγονός αυτό αποτυπώνει και την «επικράτηση» των πιο ακροδεξιών και ξενοφοβικών φωνών εντός ΕΕ. Έτσι, αφενός, η υποχρέωση χρηματοδοτείται με μπόνους 10.000 ευρώ ανά πρόσφυγα που θα δέχεται κάθε χώρα στο έδαφός της (12.000 για ασυνόδευτα παιδιά). Επειδή, όμως, ακόμη κι έτσι κάποιες θα συνεχίσουν να λένε όχι, τους δίνεται η δυνατότητα να δείξουν την «αλληλεγγύη» τους συνδράμοντας στην ταχεία απέλαση των «εισβολέων» που κρίνεται πως δεν δικαιούνται ασύλου.
Έτσι, για παράδειγμα, ο Όρμπαν μπορεί να μην ανακουφίσει τη Λέσβο ή τη Σάμο, δεχόμενος κάποιους πρόσφυγες, αλλά αναλαμβάνοντας να τους διώξει από εκεί που ήρθαν! Αν, όμως, δεν τα καταφέρει μέσα σε οκτώ μήνες από τη στιγμή που θα καταθέσει την… προσφορά του, τότε θα υποχρεώνεται να πάρει στη χώρα του όσους είχε δεσμευτεί να «επαναπατρίσει» — μιλάμε για τόσο μεγάλη τιμωρία…
Μετά και από όλα αυτά, δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι ακόμη και αστικά ΜΜΕ σε διάφορες χώρες της Ευρώπης (όπως για παράδειγμα οι ιστοσελίδες του Der Spiegel και του Politico) έσπευσαν να αποδοκιμάσουν την πρόταση της Κομισιόν, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν αποτελεί και δεν μπορεί να αποτελέσει λύση του προβλήματος. Θα οδηγήσει, δε, σε νέα αδιέξοδα, όπως συνέβη με τους Κανονισμούς του Δουβλίνου και την απάνθρωπη συμφωνία του 2016 με την Τουρκία του Ερντογάν.