Αντώνης Δραγανίγος
Αν χαρακτηρίζεται από κάτι η πολιτική συγκυρία που μπαίνουμε είναι η πρωτοφανής συνύπαρξη και όξυνση ενός κουβαριού αντιθέσεων που όλες, σε τελική ανάλυση, συμπυκνώνουν τα αδιέξοδα του καπιταλισμού, την αδυναμία να ξεπεράσει τη δομική του κρίση και αντίθετα την όξυνσή της με «καταλύτη» (και όχι αιτία) την πανδημία. Πρωτοφανής κοινωνικο-οικονομική κρίση και ύφεση. Υγειονομική κρίση. Ένταση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και των αστικών ανταγωνισμών παντού και ιδιαίτερα στην περιοχή μας, με κλιμάκωση πολεμικών απειλών και εξοπλισμών. Επίθεση στις λαϊκές ελευθερίες. Περιβαλλοντική κρίση. Η άρχουσα τάξη διεθνώς και στην χώρα μας επιχειρεί να απαντήσει με μια «φυγή προς τα μπρος». Το μόνο που θα πετύχει όμως είναι να αναπαράγει τα αδιέξοδα σε ακόμα πιο διευρυμένη κλίμακα.
Το κεφάλαιο επιχειρεί μια νέα βουτιά στην εκμετάλλευση πρώτα απ όλα στις εργασιακές σχέσεις και στην παραγωγή, με κέντρο τη νομιμοποίηση και επέκταση της ευελιξίας στην εργασία, μια νέα φάση λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεων. Κάνει στρατηγική επίθεση στους όρους αναπαραγωγής της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων σε παιδεία, υγεία, συνθήκες ζωής και κατοικίας στην πόλη. Επιχειρεί να αναβαθμίσει τον ρόλο της στην Α. Μεσόγειο σε όλο και πιο σκληρή αντιπαράθεση με τον τουρκικό καπιταλισμό, δεμένη όλο και πιο τυχοδιωκτικά στο άρμα του δυτικού ιμπεριαλισμού (ΗΠΑ, Γαλλία κ.λπ.). Επιχειρεί να επιβάλει ένα νέο καθεστώς εφιαλτικού ελέγχου, επιτήρησης και καταστολής. Κλιμακώνεται η καταλήστευση της φύσης, παρά την προειδοποίηση της πανδημίας (π.χ. φρενήρης ανάπτυξη της έρευνας για ορυκτά καύσιμα και εξορύξεις).
▸ Αντεπίθεση στη βάση ενός σύγχρονου αντικαπιταλιστικού προγράμματος με κομμουνιστική προοπτική και ηγεμονία
Στη βαθιά αντιδραστική τομή που επιδιώκει το σύστημα, «μπροστάρης» θα είναι και πάλι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΕΕ εκφράζει την «αλληλεγγύη της» με ένα πακτωλό δανείων προς τις χώρες-μέλη, ωστόσο δεν κατήργησε αλλά «πάγωσε» προσωρινά το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, προετοιμάζοντας σε κατάλληλο χρόνο την επαναφορά του για την επιβολή ενός νέου δρακόντειου πανευρωπαϊκού μνημόνιου διαρκείας.
Θεωρητικά η κατάσταση για την άρχουσα τάξη είναι ιδανική, αλλά όχι στην πραγματικότητα. Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έχει πλέον την αίγλη της Άνοιξης. Οι προφανείς αποτυχίες στη διαχείριση της πανδημίας και κυρίως η προσγείωση στην πολύ σκληρή οικονομική πραγματικότητα προκαλούν φθορά. Η πορεία πασοκοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ βαθαίνει τη «δομική» του κρίση. Ουρά της ΝΔ είναι το ΚΙΝΑΛ. Τα κενά αυτά προσπαθεί να καλύψει η ακροδεξιά, προβάλλοντας ένα συνοθύλευμα εθνικισμού, θρησκευτικού φανατισμού και ανορθολογισμού που αθωώνουν την κυβέρνηση και το σύστημα.
Είναι, επίσης, προφανές ότι δεν μπορούν να αποτελέσουν αποτελεσματική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη οι απόψεις που αποδέχονται τις στρατηγικές θέσεις της ελληνικής αστικής τάξης στο θέμα των ΑΟΖ, ταυτίζοντάς τις λαθεμένα με τα «κυριαρχικά δικαιώματα». Η αποδοχή ότι η «χώρα απειλείται» μονομερώς από την «τουρκική επιθετικότητα», χωρίς ανάδειξη των επιθετικών διεκδικήσεων της ελληνικής ολιγαρχίας, υπονομεύει την πάλη κατά πατριδοκαπηλίας και εθνικισμού, τηνφρενίτιδα των νέων εξοπλισμών, ακόμα και την ιμπεριαλιστική «προστασία».
Σήμερα απαιτείται μια συνολική πολιτική πρόταση μάχης και αντεπίθεσης στη βάση ενός σύγχρονου αντικαπιταλιστικού προγράμματος με κομμουνιστική προοπτική και ηγεμονία. Ένα ελπιδοφόρο, ελκυστικό άμεσο, πολιτικό πρόγραμμα μάχης, με προοπτική μια άλλη κοινωνία, σοσιαλιστική/κομμουνιστική, που θα εμπνέει στον αγώνα για μια διαφορετική ζωή αξιοπρεπούς εργασίας, ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, ανάπτυξης των δημόσιων αγαθών, δημοκρατικών δικαιωμάτων και λαϊκών ελευθεριών, οικολογικής ισορροπίας, μπορεί να φλογίσει μια νέα προοπτική απέναντι στη «μαυρίλα» του συστήματος.
Το ερώτημα «ποιος θα πληρώσει την κρίση, η εργατική τάξη και ο λαός ή το κεφάλαιο;» γίνεται το κεντρικό πολιτικό ερώτημα που σφραγίζει καταλυτικά την περίοδο και μπορεί να πάρει ένα πολύ πλούσιο περιεχόμενο.
Η κρίση των ρεφορμιστικών απαντήσεων, που βλέπουμε κυρίως στην προϊούσα σήψη του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί μια πρόκληση και μια δυνατότητα. Οι άμεσες λύσεις μέσα στο πλαίσιο του συστήματος, η λογική ότι υπάρχει διέξοδος χωρίς να θιχτούν οι «ιερές αγελάδες του καπιταλισμού» (κέρδος καιιδιοκτησία), τα διεθνή στηρίγματα του κεφαλαίου (ΝΑΤΟ, ΕΕ), με αποδοχή του δυσθεώρητου χρέους, με όχημα μια κάποια «αριστερή κυβέρνηση» αποδείχτηκε φενάκη.
Θεωρητικά η κατάσταση για την άρχουσα τάξη είναι ιδανική, αλλά όχι στην πραγματικότητα
Για την εργατική πολιτική σήμερα απαιτείται συγκέντρωση αγωνιστών και δυνάμεων στη βάση μιας αντικαπιταλιστικής απάντησης. Ένας γόνιμος διάλογος παράλληλα με πρωτοβουλίες κοινής δράσης (στην αντιπολεμική πάλη, στον αγώνα για δημοκρατικές ελευθερίες, στο εργατικό κίνημα κλπ.) ανάμεσα σε δυνάμεις και κυρίως ανάμεσα σε ρεύματα και αγωνιστές που θέλουν να παλέψουν σε αντικαπιταλιστική αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, μπορεί να «φέρει στην επιφάνεια» νέες δυνάμεις, που στηρίζουν την αναγκαιότητα ενός πιο μαζικού, πιο βαθιού, πιο πλατιού αντικαπιταλιστικού μετώπου. Και τέτοιες δυνάμεις υπάρχουν μέσα στο εργατικό και νεολαίστικο κίνημα, τις γειτονιές κλπ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί και πρέπει να ανασυγκροτηθεί και να συμβάλλει καθοριστικά σε αυτό το στόχο.
Προϋπόθεση αποτελεί η ανώτερη συγκρότηση των δυνάμεων της σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής, οι δυνάμεις που παλεύουν για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα. Το ΝΑΡ θα συμβάλει αποφασιστικά σε αυτή την πορεία με τη δική του ανασυγκρότηση, στηριγμένο, πρώτα απ’ όλα σε μαχόμενες δυνάμεις της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Η συσπείρωση δυνάμεων σε αυτή την υπόθεση, όσο δύσκολη και αν είναι, μπορεί να αλλάξει στρατηγικά τον συσχετισμό μέσα στο κίνημα και την αριστερά.