Σοφία Στεφανίδου
Κυριάκος Νασόπουλος
Για τη Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου, μια βδομάδα αργότερα από την ημερομηνία που είχε αρχικά ανακοινωθεί, μετατέθηκε τελικά η επιστροφή των μαθητών στα θρανία για φέτος, καθώς, σύμφωνα με την υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως, έπρεπε να δοθεί ικανό χρονικό διάστημα από την επιστροφή των εκδρομέων του Αυγούστου.
Βέβαια, η ίδια και όλο το κυβερνητικό επιτελείο είχαν απείρως περισσότερο και επαρκή χρόνο για να προχωρήσουν στην ανάπτυξη των σχολικών υποδομών και τη δημιουργία νέων σχολικών τάξεων, ώστε μαθητές και εκπαιδευτικοί να γυρίσουν με ασφάλεια στα μαθήματά τους. Όμως επέλεξαν συνειδητά, σε μια χρονική στιγμή που τα κρούσματα είναι σαφώς περισσότερα, να προχωρήσουν στο άνοιγμα των σχολείων χωρίς τη λήψη ουσιαστικών μέτρων ασφαλούς λειτουργίας τους και προστασίας εκπαιδευτικών, μαθητών και γονιών.
Έτσι, η ανησυχία και η αγωνία στην εκπαιδευτική κοινότητα παραμένει τεράστια, ακούγοντας τη Ν. Κεραμέως να λέει ότι όλα είναι έτοιμα για το άνοιγμα των σχολείων «με όλους τους μαθητές και με αυξημένα μέτρα πρόληψης και προφύλαξης», στη συνέντευξη τύπου που παραχώρησε την Τρίτη στη Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας.
Με την ίδια «συνταγή», άλλωστε, άνοιξαν ήδη από την Τρίτη και οι παιδικοί σταθμοί σε όλη τη χώρα, με τεράστιες και σοβαρές ελλείψεις σε υποδομές και μέτρα προστασίας και με χιλιάδες βρέφη και νήπια να μένουν για άλλη μια χρονιά εκτός.
Τις εντυπώσεις δεν μπόρεσαν να αλλάξουν ούτε οι εξαγγελίες του υπουργού Εσωτερικών για προσλήψεις 9.474 σχολικών καθαριστριών με συμβάσεις –πάντα– ορισμένου χρόνου έως τον Ιούνιο του 2021. Ο συγκεκριμένος αριθμός σε καμία περίπτωση δεν επαρκεί, καθώς για να καθαρίζονται τα σχολεία με τους όρους του ΕΟΔΥ, απαιτείται προσωπικό καθαριότητας σε δύο βάρδιες και τουλάχιστον διπλασιασμός των προσλήψεων. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι από τη διαδικασία προσλήψεων η κυβέρνηση φρόντισε να διατηρήσει τον αποκλεισμό μεταναστών και μεταναστριών…
Κ. Ν
Εξοικονόμηση πόρων, πειθάρχηση και ατομική ευθύνη είναι το τρίπτυχο του υπουργείου Παιδείας
Στο βιβλίο του Αναφορά στον Γκρέκο ο Ν. Καζαντζάκης αναφέρει ότι κίνησε ένα πρωί για την πρώτη του μέρα στο σχολείο «μισοχαρούμενος, μισοαλαφιασμένος…». Με αυτά τα αντιφατικά συναισθήματα, με έμφαση στο δεύτερο, παρουσιάστηκαν την 1η Σεπτέμβρη της φετινής χρονιάς οι εκπαιδευτικοί όλων των σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας, φορώντας μάσκα. Ο φόβος και η ανησυχία αφορούσε στο άνοιγμα των σχολείων στην περίοδο της νέας έξαρσης του Covid-19.
Γιατί απλά οι διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι τα σχολεία είναι έτοιμα να ανοίξουν «σε πλήρη λειτουργία και με όλους τους μαθητές» έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα.
Την 1η Σεπτέμβρη στα σχολεία δεν υπήρχαν ούτε οι καθαρίστριες που δούλευαν τα προηγούμενα χρόνια, καθώς η διαδικασία πρόσληψής τους άλλαξε μέσα στο καλοκαίρι (γίνονται πλέον μέσω ΑΣΕΠ), ενώ εκκρεμεί η πρόσληψη νέων για να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες.
Δεν υπήρχαν ούτε οι περιβόητες μάσκες, μια και ο δημόσιος διαγωνισμός μόλις τελείωσε και αναμένεται η κατασκευή τους.
Με μάσκα ή μη μπορούσες να δεις, να μετρήσεις τα πρόσωπα των μαθητών που θα ακουμπάνε το ένα το άλλο, καθώς στα 14 θρανία που φιλοξενούν 25-28 μαθητές σε τάξη των 40-45 τ.μ., στην καλύτερη περίπτωση, η απόσταση μεταξύ τους δεν υπερβαίνει το μισό μέτρο. Το «social distance» στα σχολεία είναι ψιλά γράμματα. Το παν είναι οι εκπαιδευτικοί να «μάθουν στα παιδιά τη σωστή χρήση της μάσκας» ή ακόμα χειρότερα να αποβάλλουν τους μαθητές που την ξέχασαν στο σπίτι ή νιώσουν δυσφορία με την πολύωρη χρήση της. Ατομική ευθύνη συνδυασμένη με αυταρχισμό, αναλγησία και εγκληματική άγνοια.
Παράλληλα, καμία εγγύηση ότι κάποιος μαθητής ή εκπαιδευτικός δεν είναι ασυμπτωματικός φορέας του ιού, καθώς δεν υπήρξε ούτε νύξη για μαζικά, επαναλαμβανόμενα τεστ από την πρώτη μέρα έναρξης του σχολείου σε όλα τα μέλη της σχολικής κοινότητας.
Αντίθετα, το υπουργείο Παιδείας παρουσίασε την ίδια μέρα πλήρες πρόγραμμα εφαρμογής της «εξ αποστάσεως εκπαίδευσης», στέλνοντας μάλιστα και οδηγίες που απαγορεύουν κάθε προσπάθεια να επικοινωνήσουν οι εκπαιδευτικοί με τους μαθητές τους μέσω άλλης πλατφόρμας, πέραν αυτής που ορίζει το ίδιο.
Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι το κράτος και η κυβέρνηση υποτάσσοντας πλήρως τα στρατηγικά συμφέροντα των επιχειρήσεων και επενδυτών βάζουν σε κίνδυνο τις ζωές χιλιάδων εκπαιδευτικών, μαθητών και γονέων, δεν θέλουν να ξοδέψουν ούτε ένα ευρώ παραπάνω. Το τρίπτυχο: εξοικονόμηση πόρων, πειθάρχηση και ατομική ευθύνη είναι οι βασικές αρχές που υπαγορεύουν κάθε κίνησή τους, ενώ να μη μας διαφεύγει ότι η «έκτακτη συνθήκη» γίνεται ευκαιρία για να προωθηθούν όλες οι αντιδραστικές αλλαγές στο DNA της εκπαίδευσης. Η κατανόηση αυτών των αρχών μπορεί να εξηγήσει όχι μόνο τις αντιφατικές οδηγίες και πρακτικές (lockdown τον Μάρτιο με λιγότερα κρούσματα, άνοιγμα τώρα με αύξηση, επιβολή ορίων στις δημόσιες συναθροίσεις, αλλά συνωστισμός στα πλοία, αεροπλάνα, σχολεία κ.α.), αλλά και τη μεθοδευμένη προσπάθεια να προβάλλει ως μοναδική λύση η «τηλεκπαίδευση».
Κι ενώ τον Μάρτιο αυτή προτάθηκε ως έκτακτη λύση για τη στήριξη των μαθητών, τώρα πλέον προβάλλεται ως αντικατάσταση της ζωντανής διδασκαλίας, παρόλο που η «εξ αποστάσεως» επιβεβαιωμένα ενέτεινε τις κοινωνικές ανισότητες και έπληξε την υποχρέωση της καθολικής πρόσβασης των παιδιών στο σχολείο. Το παραδέχτηκε έμμεσα ακόμα και η υπουργός Ν. Κεραμέως, όταν δήλωσε ότι «τα ανοιχτά σχολεία μειώνουν τις κοινωνικές ανισότητες και ενισχύουν τα παιδιά που προέρχονται από πιο ευάλωτα οικογενειακά περιβάλλοντα». Στην πράξη, όμως, δεν παίρνει τα αναγκαία μέτρα για να λειτουργήσουν αυτά με όρους υγειονομικής ασφάλειας και παιδαγωγικής επάρκειας. Εντέλει, το «όραμά» τους για ένα σχολείο φτηνό, με πολλούς εξεταστικούς φραγμούς και περιεχόμενο εστιασμένο μόνο στις δεξιότητες κουμπώνει μια χαρά με την «εξ αποστάσεως», ενώ τα πακέτα της «τηλεκπαίδευσης» αποτελούν μια αγορά δισ. ευρώ. Διπλή επιτυχία: και λεφτά δεν ξοδεύει το κράτος για τη δημόσια παιδεία και νέα πεδία κερδοφορίας για τους επιχειρηματικούς κολοσσούς!
Οι διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι τα σχολεία είναι έτοιμα να ανοίξουν στις 14 Σεπτεμβρίου «σε πλήρη λειτουργία και με όλους τους μαθητές» έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα
Για να μην οδηγηθεί, λοιπόν, η εκπαιδευτική κοινότητα ως ένα «σφαγάρι» ενιαία πρέπει να απαιτήσει «ανοιχτά, ζωντανά, ασφαλή σχολεία». Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι τώρα, αν όχι χτες, όλοι οι δήμοι και το κράτος κεντρικά οφείλουν να αναζητήσουν χώρους. Άμεσα να επαναλειτουργήσουν τα 3.500 σχολεία που έκλεισαν στα λεγόμενα μνημονιακά χρόνια. Να επιταχθούν δημόσιοι και ιδιωτικοί χώροι για να σπάσουν οι πολυπληθείς τάξεις σε μικρότερα τμήματα, όχι μόνο για υγειονομικούς αλλά και για παιδαγωγικούς, μορφωτικούς λόγους. Το απέδειξε περίτρανα η περίοδος μετά την άρση της καραντίνας με τις «ζωντανές» τάξεις από παιδιά που μέχρι τότε ήταν αφανή. Να προσληφθεί μόνιμο, πολλαπλάσιο προσωπικό καθαριότητας. Να γίνουν τώρα μαζικά, επαναλαμβανόμενα τεστ σε εκπαιδευτικούς και μαθητές με την έναρξη των σχολείων, αλλά και ταυτόχρονα να ενισχυθεί το πρωτοβάθμιο σύστημα υγείας, ώστε γονείς και μαθητές να έχουν απρόσκοπτη δωρεάν πρόσβαση σε αυτό.
Κι ας μη ξεχνάμε: τα παιδιά των φτωχών κι όχι των πλουσίων, μετά από δίμηνο εγκλεισμό, με άνεργους γονείς, θα αντιμετωπίζουν το δίλημμα της λιμοκτονίας, θα στερηθούν τη χαρά της κοινωνικής επαφής, δε θα μπορέσουν να συμμετέχουν σε ομαδικές αθλητικές δραστηριότητες, σε μια θεατρική παράσταση μέσα στο σχολείο, θα στερηθούν το χαμόγελο της επιβράβευσης ή ικανοποίησης από το δάσκαλό τους.
Η αγωνία πρέπει να γίνει θυμός κι ο θυμός ενεργητική απαίτηση. Τώρα έκτακτη φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων, σπάσιμο της δημοσιονομικής λιτότητας. Γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικοί μέσα από τους συλλόγους και τα σωματεία μας να αντιπαρατάξουμε το δικαίωμά μας στη ζωή, την υγεία και την παιδεία έναντι των κερδών τους. Εκκίνηση της αγωνιστικής απάντησης είναι η πρόταση των Παρεμβάσεων ΔΕ-ΠΕ για κινητοποιήσεις σε όλες τις πόλεις την Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου, συμμετοχή στη συγκέντρωση της Καμάρας στη ΔΕΘ το Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου και 24ωρη απεργία και συγκεντρώσεις σε όλες τις πόλεις καθώς και πανελλαδική συγκέντρωση στην Αθήνα την Παρασκευή 25/9.
Σ. Σ
Το «καρότο» της μάσκας και το αναγκαίο κίνημα διεκδίκησης
Η κυβέρνηση με το κλείσιμο των σχολείων και την απαγόρευση της κυκλοφορίας το Μάρτιο ισχυριζόταν ότι έτσι θα προετοίμαζε το σύστημα υγείας καθώς και το εκπαιδευτικό σύστημα για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι μήνες πέρασαν αλλά τίποτα σοβαρό δεν έγινε σ’ αυτή την κατεύθυνση. Αν τότε η μοναδική λύση ήταν ο εγκλεισμός των παιδιών, τώρα η αποκλειστική διέξοδος είναι η χρήση μάσκας και το παγουρίνο. Τότε και τώρα η μόνη ευθύνη της κυβέρνησης είναι να μεταθέτει την ευθύνη στα άτομα, στην προκειμένη περίπτωση στα παιδιά (ακόμα και στα νήπια άνω των δύο ετών), στους γονείς, στους εκπαιδευτικούς και στο προσωπικό των βρεφονηπιακών σταθμών.
Αρωγοί στην κυβερνητική προσπάθεια για μια ακόμα φορά στέκονται οι «ειδικοί» που υποτίθεται εκπροσωπούν την επιστήμη. Μετά τα… ανώτερα μαθηματικά του Γκίκα Μαγιορκίνη που προσπαθούσε να μας πείσει ότι η τήρηση αποστάσεων ανάμεσα στους μαθητές είναι αναποτελεσματική, ήρθε ο Σωτήρης Τσιόδρας να παραδεχθεί «ότι μια μάσκα από μόνη της, δεν καταργεί την ανάγκη της απόστασης». Ωστόσο, συμπλήρωσε, «κάθε μέτρο κρίνεται από την εφαρμοσιμότητά του» και η τήρηση της απόστασης 1,5-2 μέτρων ανάμεσα στους μαθητές «όπου μπορεί να εφαρμοστεί, πρέπει να εφαρμοστεί», χωρίς να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις για το θέμα, καθώς η κυβέρνηση αποφασίζει για το εφικτό ή όχι των μέτρων ανάλογα με τις προτεραιότητές της.
Από την άλλη πλευρά, ο περιορισμός της συζήτησης αποκλειστικά στη μάσκα είναι ό,τι καλύτερο για την κυβέρνηση. Αν η τελευταία θέλει να αποκλείσει κάθε συζήτηση για τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων, το ρεύμα «αντίστασης» που αντιτίθεται αποκλειστικά στη χρήση μάσκας χωρίς άλλες διεκδικήσεις είναι ένας αντίπαλος στα μέτρα της. Η κυβέρνηση εμφανίζεται ο εκπρόσωπος της επιστήμης, της φροντίδας για τη δημόσια υγεία και το κοινό καλό, ο μοναδικός φορέας της κοινής λογικής παρέχοντας δύο μάσκες και το παγουρίνο (κι αυτό χορηγία ενός ακόμα «εθνικού ευεργέτη») σε κάθε παιδί, γιατί προκρίνει την αγορά των γαλλικών πολεμικών αεροσκαφών Ραφάλ, μεταξύ άλλων. Από την άλλη πλευρά παρουσιάζει όσους διαφωνούν με την πολιτική της ως «ψεκασμένους», αδιάφορους για την υγεία των παιδιών τους, χωρίς άλλες προτάσεις πέρα από μία ανορθόλογη ατομική στάση. Το δόγμα της ΤΙΝΑ σε όλο του το μεγαλείο.
Ένα κίνημα γονέων, πραγματικός αντίπαλος της κυβέρνησης εκτός από ατομικά μέτρα προστασίας χρειάζεται να διεκδικήσει το ανέφικτο για την κυβέρνηση και τους «ειδικούς» της, την προτεραιότητα της δημόσιας υγείας και παιδείας αντί των πολεμικών δαπανών.