▸ Παρέμβαση στα κρίσιμα πεδία της πάλης για τις δημοκρατικές ελευθερίες, κατά του πολέμου και της αντιπροσφυγικής υστερίας
Η διαπίστωση πως το εργατικό-λαϊκό κίνημα και η μαχόμενη Αριστερά βρίσκονται αντιμέτωπα με μια κατάσταση με νέες και αναβαθμισμένες απαιτήσεις σφράγισε την κοινή συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση και του Κεντρικού Συμβουλίου της νΚΑ το Σάββατο 25 Ιούλη. Τα δύο όργανα συζήτησαν από κοινού τρία θέματα, βαθιά συνδεδεμένα μεταξύ τους και με τη συνολική ταξική διαπάλη: το ζήτημα των δημοκρατικών ελευθεριών, του πολέμου και των ανταγωνισμών και του προσφυγικού. Επιδίωξη η πιο συγκεκριμένη ανάλυση και ο σχεδιασμός της παρέμβασης, όπως αποτυπώθηκαν και στην απόφαση που καταλήχθηκε — βασικά σημεία θα δημοσιευθούν στο www.narnet.gr.
Βασική εκτίμηση της απόφασης ΠΕ και ΚΣ είναι πως «η κρίση του καπιταλισμού που επιταχύνθηκε λόγω των μέτρων του lock down, η επίθεση κεφαλαίου, κυβέρνησης, ΕΕ για να την φορτώσουν στα λαϊκά στρώματα με πλήθος σκληρών αντιλαϊκών μέτρων, προϋποθέτει την ποιοτική άνοδο των αντιδημοκρατικών μέτρων και της καταστολής, τάση που αποτυπώθηκε και στο νέο αντιδραστικό νόμο-τομή για τις διαδηλώσεις». Τονίζεται πως «συνολικά αυτή η αντιδημοκρατική στροφή του σύγχρονου καπιταλισμού είναι η σιαμαία αδερφή της βαθύτερης εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Δεν αποτελεί “εξαίρεση”, δεν είναι κάποιο αυταρχικό κατάλοιπο του παρελθόντος, αλλά η πολιτική μορφή που αντιστοιχεί τόσο στη σύγχρονη καπιταλιστική επιθετικότητα όσο και στο φόβο του συστήματος για νέου τύπου εξεγερτικά ακόμη και επαναστατικά γεγονότα».
Ειδικά για την Ελλάδα, ΠΕ και ΚΣ σημειώνουν πως «στην επόμενη περίοδο, με το βάθεμα της οικονομικής κρίσης και τα αντιλαϊκά μέτρα που θα παίρνει η κυβέρνηση και η αστική τάξη, όλο και περισσότερο οι πραγματικοί αγώνες θα κινούνται στα “όρια” ή και “εκτός νομιμότητας”. Παρμένα στο σύνολό τους τα μέτρα για τον περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία και των διαδηλώσεων οικοδομούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο με προφανή στόχο να τσακιστούν οι αντιστάσεις». Με βάση αυτό, τονίζεται πως «στόχος της μαχόμενης αριστεράς και των ριζοσπαστικών δυνάμεων του κινήματος είναι όλο αυτό το δρακόντειο πλαίσιο να καταργηθεί στην πράξη, με την ανάπτυξη του κινήματος, με μορφές απειθαρχίας, με τον μαζικό λαϊκό αγώνα. Η μαζική λαϊκή μαχητική πάλη και απειθαρχία είναι το κέντρο της λογικής μας για το επόμενο διάστημα». Ωστόσο, για να μπορεί η μάχη αυτή να δοθεί με επιτυχία «απαιτείται σωστός υπολογισμός των στόχων και των μορφών της πάλης του κινήματος, έτσι ώστε τα αιτήματα να είναι λαϊκά κατανοητά και αποδεκτά, να έχουν τη “συμπάθεια” μεγάλων τμημάτων του λαού» (π.χ. σπάσιμο lockout στην ΑΣΟΕΕ).
Η απόφαση αναδεικνύει την παρέμβαση σε τρία επίπεδα: Στο προγραμματικό επίπεδο από τη σκοπιά της στρατηγικής απάντησης της εργατικής δημοκρατίας στη διαρκή αντιδραστικοποίηση της αστικής δημοκρατίας στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Στο πεδίο της μετωπικής συσπείρωσης και της κοινής δράσης, όπου θέτει ως στόχους τη δημιουργία αυτοτελούς συσπείρωσης-κίνησης για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες της εποχής μας, καθώς και την μονιμοποίηση του συντονισμού πολιτικών οργανώσεων για το δημοκρατικό ζήτημα. Τρίτη και καθοριστική πλευρά είναι η παρέμβαση του μαζικού κινήματος και των φορέων του.
Αναλυτικό είναι το τμήμα της απόφασης που αφορά την όξυνση των ενδοαστικών ανταγωνισμών, την αναβάθμιση της πολεμικής απειλής, τον πόλεμο στη νέα εποχή. Βασική εκτίμηση είναι πως «ο ανταγωνισμός των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας έχει ταξική-εκμεταλλευτική βάση και είναι άδικος, αντιδραστικός και επιθετικός και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου».
Σημειώνεται, επίσης, πως «στο πλαίσιο της ιδιαίτερης στρατηγικής των αστικών τάξεων και σε συνδυασμό με συμφέροντα ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσίας κ.α., διαμορφώνονται δύο “δρόμοι” για τις ολιγαρχίες των δύο χωρών. Ο πρώτος στηρίζεται στην πεποίθηση ότι θα κερδίσουν αποφασιστικά στον ανταγωνισμό με τον “απέναντι” μέσω της επιβολής στη βάση της ισχύος. Ο δρόμος αυτός δεν αποκλείει επιθετικές κινήσεις, με πολεμικές ενέργειες ή με άλλες προκλήσεις. Παρ’ όλα αυτά και ταυτόχρονα με την όξυνση της πολεμικής ρητορικής, αναπτύσσονται και οι τάσεις για ένα δεύτερο δρόμο, δηλαδή το ενδεχόμενο μιας κάποιας συμφωνίας με τη μεσολάβηση και επιδιαιτησία των ηγεμονικών καπιταλιστικών κρατών (πρωτίστως των ΗΠΑ, από ΕΕ κ.λπ.)». Στην Απόφαση σημειώνεται πως και ο δεύτερος δρόμος (της «συνεκμετάλλευσης» υπό τις πολυεθνικές) κρύβει πολλούς κινδύνους. Μπορεί να περάσει μέσα από σκληρά πολεμικά επεισόδια για τη διαμόρφωση καλύτερων όρων, εμπεριέχει λεηλασία από τις πολυεθνικές, υπερεκμετάλλευση εργασίας, περιβαλλοντικούς κινδύνους (ρύπανση), τροφοδότηση νέου κύκλου ενέργειας από υδρογονάνθρακες, επιταχύνοντας την κλιματική αλλαγή, καθώς και απειλές νέων αναφλέξεων, εάν χαλάσει η μοιρασιά.
Η αντιδημοκρατική στροφή του σύγχρονου καπιταλισμού είναι η σιαμαία αδερφή της βαθύτερης εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης
«Το εργατικό κίνημα και η αντικαπιταλιστική κομμουνιστική Αριστερά πρέπει να είναι αντίθετα στην αστική στρατηγική και τις παραλλαγές της. Είμαστε ενάντια συνολικά στις ΑΟΖ και στη νέα “εποχή των περιφράξεων”, της μοιρασιάς “οικοπέδων” στις θάλασσες. Αντιστεκόμαστε στις αστικές και ιμπεριαλιστικές διευθετήσεις. Υποστηρίζουμε πως την ειρήνη θα κτίσει μόνο η συνεργασία των λαών της περιοχής και η επιλογή για μια άλλη διαχείριση των φυσικών πόρων», υπογραμμίζεται.
«Στενά συνδεδεμένο με το θέμα του πολέμου είναι το προσφυγικό ζήτημα, όχι μόνο γιατί η προσφυγιά είναι απόρροια των καπιταλιστικών ανταγωνισμών και πολέμων, αλλά και γιατί η ύπαρξη προσφύγων και στη χώρα μας και γενικά χρησιμοποιείται από το σύστημα για την καλλιέργεια κλίματος εθνικισμού, λογικής “χώρας – πολιορκημένου φρουρίου” και την άνοδο της ακροδεξιάς επιρροής και δράσης, τονίζεται στο τρίτο μέρος της απόφασης. «Η χρησιμοποίηση του προσφυγικού-μεταναστευτικού για την εθνικιστική προπαγάνδα είναι ανάγκη να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά και ιδεολογικά και αγωνιστικά-πρακτικά με την προβολή του πλαισίου διεκδικήσεων για τους πρόσφυγες και μετανάστες για τις ελευθερίες, τη διαμονή μέσα στις πόλεις και τα χωριά, την πρόσβαση σε εργασία, υγεία, εκπαίδευση με ίσα δικαιώματα».
Αναδεικνύεται η συνεισφορά του Συντονισμού για το Προσφυγικό Μεταναστευτικό σωματείων, φοιτητικών συλλόγων και συλλογικοτήτων (ΣΥΠΡΟΜΕ) και η συμβολή στη διαδικασία ανασυγκρότησης και αναβάθμισής του.