Γιώργος Παυλόπουλος
Αν και ποσοτικά τα κεφάλαια που αποφασίστηκε να διατεθούν δεν είναι σε θέση να κάνουν τη μεγάλη διαφορά, ποιοτικά συντελείται μία τομή. Στόχος είναι η επιτάχυνση και χρηματοδότηση της αναδιάρθρωσης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού σε όλα τα επίπεδα (παραγωγική δομή, επιχειρηματικοί κλάδοι, εργασιακές σχέσεις) με την ελπίδα ότι αυτό θα οδηγήσει σε ανάταση του ποσοστού κέρδους με πιο μόνιμα χαρακτηριστικά.
Μία η ΕΕ, πολλές οι ομάδες της
Η συμμαχία των «τσιγκούνηδων» (Ολλανδία, Αυστρία, Δανία και Σουηδία), η οποία απέκτησε και πέμπτο μέλος στη διάρκεια της συνόδου κορυφής (Φινλανδία), πέτυχε πολλά στο τετραήμερο παζάρι των Βρυξελλών: Περαιτέρω μείωση των «επιχορηγήσεων», αυστηρότεροι όροι, δικαίωμα καταγγελίας των «απείθαρχων» στο Συμβούλιο, μεγαλύτερες επιστροφές από τον προϋπολογισμό. Σημαντικό ήταν και το κατόρθωμα της αποκαλούμενης «ομάδας του Βίζεγκραντ», την οποία απαρτίζουν τέσσερις χώρες της ανατολικής Ευρώπης (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία): Παρά τα όσα διαβεβαίωναν διάφοροι καλοθελητές «δημοκράτες», η χρηματοδότησή τους δεν θα συνοδεύεται από την προϋπόθεση του σεβασμού του «κράτους δικαίου» και των «ευρωπαϊκών αρχών».
Ούτε οι λεγόμενοι «Νότιοι» πρέπει να είναι δυσαρεστημένοι — και το απέδειξαν με τις δηλώσεις τους. Εξάλλου, τα κεφάλαια που πρόκειται να λάβουν χωρίς υποχρέωση να τα επιστρέψουν, καθώς και τα δάνεια που τους αναλογούν και θα έχουν χαμηλά επιτόκια, είναι πολλαπλάσια του «ειδικού βάρους» που έχουν στην ΕΕ και θα αποτελέσουν ένα πολύτιμο εργαλείο στην προσπάθεια να ανασυγκροτηθούν στο εσωτερικό τους και να διεκδικήσουν μια καλύτερη θέση στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Όσο για τη Γερμανία και τη Γαλλία, κατάφεραν για μιαν ακόμη φορά να επιβάλλουν τη θέση τους, έστω και με εκπτώσεις, αποδεικνύοντας ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα χωρίς αυτές.
Η δεύτερη πιο μακρά σε διάρκεια και μια από τις πιο κρίσιμες σε περιεχόμενο σύνοδος στην ιστορία της ΕΕ έληξε, λοιπόν, με συμβιβασμό ανάμεσα στους «27». Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η ΕΕ είναι πιο ενωμένη. Το αντίθετο: Η επόμενη ημέρα την βρίσκει με περισσότερες ομάδες και χωρίς ένα αδιαφιλονίκητο διευθυντήριο.
Κρίσιμο βήμα για την ΕΕ της επόμενης μέρας
‘Οσοι έσπευσαν να υποτιμήσουν ή να απαξιώσουν τη συμφωνία που επετεύχθη στην σύνοδο κορυφής της ΕΕ, κάνοντας λόγο για μία από τα ίδια και για μια υποχρέωση που απλώς έβγαλαν οι «27», θα ήταν καλό να το ξανασκεφτούν. Όχι μόνο εξαιτίας της μαραθώνιας συνεδρίασης και των προσβλητικών σχολίων που εκτοξεύτηκαν στη διάρκειά της, τα οποία αποδεικνύουν πόσο σημαντική ήταν για τους συμμετέχοντες — άλλωστε, όπως κυνικά παραδέχθηκε ένας από τους πρωταγωνιστές, ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, «είμαστε επαγγελματίες πολιτικοί και μπορούμε να αντέχουμε μερικά τέτοια χτυπήματα». Ούτε, βεβαίως, διότι το ποσό το οποίο τελικώς αποφασίστηκε (τα 1.074,3 δισ. ευρώ του τακτικού προϋπολογισμού και τα 750 δισ. που θα διατεθούν εκτάκτως) θα κάνει τη μεγάλη διαφορά από ποσοτικής άποψης — εξάλλου, τα συνολικά 1,82 και κάτι τρισ. ευρώ δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα ποσοστό μικρότερο από το 2% του ΑΕΠ των κρατών-μελών και επίσης μικρότερο από τα ποσά που έχουν ανακοινώσει οι κυβερνήσεις τους για την αντιμετώπιση της νέας κρίσης σε εθνικό επίπεδο.
Όσοι σκέφτηκαν έτσι οφείλουν να αναθεωρήσουν την άποψή τους με το βλέμμα στραμμένο στα ποιοτικά, κυρίως, στοιχεία της απόφασης: Αφενός, τη μικρή αλλά σημαίνουσα αύξηση του ποσού που θα εισφέρουν τα επόμενα χρόνια οι πιο πλούσιες χώρες στον κορβανά της ΕΕ — ειδικά η Γερμανία, η οποία μάλιστα αποφάσισε να μην διεκδικήσει μεγαλύτερες επιστροφές, όπως έκαναν οι υπόλοιποι ισχυροί του Βορρά. Αφετέρου, τη νομιμοποίηση της έκδοσης των περίφημων ευρωομολόγων (έστω και εάν, για ευνόητους λόγους, όλοι κραύγασαν «απεταξάμην»), δηλαδή της αμοιβαιοποίησης του χρέους, μέσω του δανεισμού της Κομισιόν από τις αγορές εκ μέρους όλης της ΕΕ — κάτι που είχε γίνει και το 2010, αλλά για πολύ μικρότερο ποσό, της τάξης των 40 δισ.
Ας είμαστε καθαροί και συγκεκριμένοι: Οι αστικές τάξεις και οι κυβερνήσεις των «27» συνειδητοποίησαν ότι αυτή η κρίση, την οποία ούτε είχαν προσχεδιάσει ούτε μπορούσαν ακριβώς να προβλέψουν ούτε διέθεταν αναλυτικό σχέδιο και εμπειρία για να τη διαχειριστούν, θα μπορούσε να οδηγήσει το εγχείρημα της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης στα όριά του, ενδεχομένως και στο χείλος της καταστροφής. Επειδή, λοιπόν, παρά τις αντιθέσεις και τη φαγωμάρα τους, δεν έχουν κάνει την επιλογή να διαλύσουν το «μαγαζί» της ΕΕ, ούτε όμως διαθέτουν (για την ώρα) καλύτερες εναλλακτικές, αποφάσισαν να το στηρίξουν, έστω και με βαριά καρδιά. Κι αυτό αποτυπώθηκε πρώτα από όλα στη στροφή που έκαναν το Βερολίνο και η Μέρκελ: Ενώ στην αρχή βρίσκονταν στο ίδιο στρατόπεδο με τους αποκαλούμενους «frugals», στη συνέχεια ακολούθησαν διαφορετική γραμμή, πιο κοντά σε αυτή της Γαλλίας και του Νότου, οι καπιταλιστικές οικονομίες του οποίου δέχθηκαν τρομακτικό πλήγμα, εξαιτίας της διαφορετικής τους διάρθρωσης, του μεγαλύτερου ειδικού βάρους των υπηρεσιών (τουρισμός κ.λπ.) και των κενών στις βασικές υποδομές. Για όλους αυτούς τους λόγους και επειδή θα ήταν δύσκολο να σταθεί εκ νέου το επιχείρημα ότι υπάρχουν κάποιοι τεμπέληδες και χαραμοφάηδες που θέλουν να τρώνε τα λεφτά των σκληρά εργαζόμενων, οι «27» και κυρίως οι πιο ισχυροί αποφάσισαν να κάνουν μια επένδυση στο μέλλον. Φρόντισαν, μάλιστα, ώστε αυτό να αποτυπωθεί και στον τίτλο του έκτακτου πακέτου των 750 δισ. ευρώ· «η ΕΕ της επόμενης γενιάς».
Με άλλα λόγια, η απόφαση που ελήφθη είναι να αξιοποιηθεί το σοκ και το δέος που προκάλεσε η κρίση στις κοινωνίες και τις επιχειρήσεις, προκειμένου να αναδιαταχθεί συνολικά το σκηνικό και οι συσχετισμοί στην ΕΕ. Έτσι ώστε, το κέρδος που θα αποκομίσει το κεφάλαιο στο τέλος του δρόμου να είναι σαφώς μεγαλύτερο από 750 δισ. ευρώ, καθώς και από το ένα τρισ. περίπου που διαθέτει η ΕΚΤ για τον ίδιο σκοπό.
Η απόφαση που ελήφθη στη σύνοδο κορυφής προβλέπει κατηγορηματικά την ύπαρξη συγκεκριμένων όρων για τη χορήγηση της «βοήθειας» και αυστηρούς ελέγχους διαρκείας
Τι σημαίνουν τα παραπάνω; Πολύ απλά, ένα πανευρωπαϊκό μνημόνιο που θα φοράει την «προβιά» της αλληλεγγύης, με στόχο να επιτευχθούν τα εξής: Επιτάχυνση της μετάβασης στο νέο οικονομικό μοντέλο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, που έχει ήδη αποφασιστεί, με στροφή στην «πράσινη» και ψηφιακή οικονομία. Ριζική αναδιάταξη σε μια σειρά καίριους και στρατηγικής σημασίας κλάδους (αερομεταφορές, τουρισμός, ενέργεια, τράπεζες κ.λπ.), ακόμη και με βίαιο τρόπο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο, με ένα κύμα χρεοκοπιών, συγχωνεύσεων, εξαγορών, που θα υποβοηθηθούν από το δημόσιο χρήμα. Και φυσικά, πλήρης απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, με κυριαρχία των πιο ευέλικτων και συνάμα αντιδραστικών μορφών (όπως η τηλεργασία και η μερική-εποχική απασχόληση).
Δεν αξίζουν, άραγε, όλα αυτά τις «θυσίες» και τις υποχωρήσεις που έγιναν στη διάρκεια της συνόδου, ακόμη και τις προσβολές σε προσωπικό επίπεδο; Αναμφίβολα ναι, πολύ περισσότερο, καθώς το κόστος του «πακέτου» μόνο κατ’ ελάχιστο θα επιβαρύνει τους κεφαλαιοκράτες, αφού «πρόκειται για χρήματα που θα φορτωθούν στους λαούς και θα πρέπει να επιστραφούν», όπως εύστοχα σημειώνει και η σχετική ανακοίνωση του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, προσθέτοντας: «Τίποτα που έρχεται από την ΕΕ δεν είναι δώρο. Έχει συγκεκριμένες στοχεύσεις, για αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις». Αφήστε δε που οι «27» αποφάσισαν να μην εγκρίνουν τα περίπου 8 δισ. ευρώ που προορίζονταν για απευθείας ενίσχυση των δημόσιων δομών υγείας, για την καλύτερη αντιμετώπιση μιας μελλοντικής υγειονομικής κρίσης!
Φοβού τους Ευρωπαίους και δώρα φέροντες, λοιπόν; Προφανώς, έστω κι αν προσπαθούν να το αποκρύψουν αυτοί που κουνούν τώρα το δάχτυλο στην πλειοψηφία του λαού, επειδή στο δημοψήφισμα του 2015 τάχθηκε ηρωικά υπέρ του «όχι» και σε όσους εξακολουθούν να υποστηρίζουν με συνέπεια και ανυποχώρητα τη γραμμή της αντικαπιταλιστικής και διεθνιστικής αποδέσμευσης από την ΕΕ του κεφαλαίου.
Ας παραθέσουμε, για του λόγου το αληθές, ένα συγκεκριμένο απόσπασμα από την απόφαση της συνόδου, στο άρθρο Α19: «Τα κράτη-μέλη θα προετοιμάσουν εθνικά σχέδια για την ανάκαμψη και την ανθεκτικότητα, παρουσιάζοντας το πρόγραμμά τους για τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις στη διάρκεια των ετών 2021-23. τα σχέδια αυτά θα αναθεωρηθούν και θα προσαρμοστούν όσο είναι αναγκαίο το 2022, για να γίνει δυνατή η τελική έγκριση των κονδυλίων το 2023. Τα σχέδια θα αξιολογηθούν από την Κομισιόν εντός διμήνου από την κατάθεσή τους. Τα κριτήρια της συμβατότητας με τις ειδικές συστάσεις που θα υπάρχουν ανά χώρα […] θα απαιτούν τον υψηλότερο δυνατό βαθμό αξιολόγησης […]. Η θετική γνωμοδότηση στις αιτήσεις για χρηματοδότηση θα συνδέεται με την επιτυχή εκπλήρωση όλων των σχετικών χρονοδιαγραμμάτων και στόχων. Η Κομισιόν θα ζητά την γνώμη της Οικονομικής και Νομισματικής Επιτροπής αναφορικά με την επιτυχή εκπλήρωσή τους».
Τι περισσότερο να περιλαμβάνει, δηλαδή, για να παραδεχτούν ότι πρόκειται για μνημόνιο;
Μέγας μύθος το «δανεικά και αγύριστα»
▸ Τα 750 δισ. και οι τόκοι θα βαρύνουν τον προϋπολογισμό της ΕΕ
ΠΟΙΟΣ δανείζεται και ποιος πληρώνει τις δόσεις; Πόσα είναι τα δανεικά και πόσα τα δανεικά και αγύριστα; Ποιοι παίρνουν και ποιοι δίνουν; Εάν προσπαθήσει κανείς να βγάλει άκρη από τις επίσημες ανακοινώσεις και τα ΜΜΕ, θα δυσκολευτεί αρκετά, ίσως και να οδηγηθεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Γι’ αυτό, ας επιχειρήσουμε να δώσουμε μερικές συγκεκριμένες απαντήσεις.
Είναι γεγονός ότι τα 750 δισ. (το πολύ) που θα δανειστεί η Κομισιόν από τις αγορές, αρχής γενομένης από το 2021 και ως το 2026, θα πρέπει να αποπληρωθούν στο ακέραιο μαζί με τους τόκους, κάτι που αφορά τόσο το τμήμα του ποσού που θα δοθεί στα κράτη-μέλη ως «επιχορήγηση» (390 δισ. ή 22% λιγότερα από την αρχική γαλλογερμανική πρόταση) όσο και εκείνο που θα έχει τη μορφή δανείου (360 δισ. ή 44% περισσότερα). Η αποπληρωμή θα γίνει σταδιακά μέχρι το τέλος του 2058 και τα απαιτούμενα ποσά μπορούν να προέλθουν από τρεις «δεξαμενές»: Ίδιους πόρους, έκτακτους φόρους (χρηματιστηριακές συναλλαγές, εκπομπές ρύπων κ.λπ.) και αύξηση της εισφοράς των «27» στα κοινοτικά ταμεία.
Σε όλες τις περιπτώσεις, ισχύει η ποσόστωση, βάσει της οποίας διαμορφώνεται και η συνδρομή των εταίρων στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι ενώ το τμήμα των δανείων βαρύνει πλήρως τους λήπτες και το (ήδη δυσβάσταχτο) δημόσιο χρέος τους, οι «επιχορηγήσεις» –για τις οποίες δεν υπάρχει υποχρέωση επιστροφής– κατανέμονται ετεροβαρώς στις πιο πλούσιες χώρες. Κι αυτό, διότι τα ποσά που θα λάβουν οι πιο αδύναμες και όσες έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία θα είναι πολλαπλάσια σε σύγκριση με εκείνα που τους αναλογούν με βάση το «ειδικό βάρος» που έχουν στην ΕΕ. Κι αυτός είναι ο μόνος λόγος για να αισθάνονται ικανοποίηση.
Τα 70 δισ. του Μητσοτάκη δεν υπάρχουν
Περίσσεψαν τα πανηγύρια στην κυβέρνηση και τα φιλικά προς αυτήν ΜΜΕ για την τεράστια εθνική επιτυχία που σημειώθηκε στις Βρυξέλλες. «Επιστρέφουμε στην Αθήνα με ένα συνολικό πακέτο που ξεπερνά τα 70 δισ. ευρώ, ένα μέγεθος πρωτοφανές για τη χώρα μας», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Κ. Μητσοτάκης, ισχυριζόμενος παράλληλα ότι «προστατεύσαμε τα προγράμματα που έχουν σημαντικές εθνικές κατανομές».
Να τι ισχύει, όμως: Από το συγκεκριμένο ποσό, το μεγαλύτερο μέρος (κάπου 40 δισ.) η Ελλάδα θα το λάμβανε ούτως ή άλλως, καθώς πρόκειται για τμήμα του τακτικού προϋπολογισμού, ύψους 1,074 τρισ. ευρώ για το διάστημα 2021-27. Παρά τα όσα είπε ο πρωθυπουργός, μάλιστα, όλα δείχνουν ότι και τα κονδύλια του ΕΣΠΑ θα μειωθούν, ενώ και τα αντίστοιχα της ΚΑΠ θα διατεθούν με διαφορετικούς και πιο δυσμενείς όρους για τους μικρομεσαίους.
Όσο για τα 750 δισ. του έκτακτου πακέτου, στην Ελλάδα αναλογούν τα 32, δηλαδή ένα ποσοστό της τάξης του 4,3%, που είναι σχεδόν τριπλάσιο από το μερίδιό της στο ΑΕΠ της ΕΕ. Όμως, αυτό που μετρά είναι τα 19,5 δισ. που θα έχουν τη μορφή «επιχορήγησης» και αντιπροσωπεύουν το 2,6% του πακέτου, καθώς τα δανεικά (12,5 δισ.) θα μπορούσαν να αντληθούν από τον ESM ή από τις αγορές με νέα ομόλογα και παραπλήσια επιτόκια.
Τέλος, από τα 70-και-κάτι δισ. που «πουλάει» η κυβέρνηση πρέπει να αφαιρεθεί τόσο η καθορισμένη εισφορά της χώρας στον κοινοτικό προϋπολογισμό για την επόμενη επταετία, που ανέρχεται σε περίπου 13 δισ. ευρώ όσο και η ενδεχόμενη έκτακτη για την αποπληρωμή των δόσεων. Κάτι που σημαίνει ότι η πραγματική εικόνα είναι αρκετά διαφορετική.