Σταύρος Μαυρουδέας
▸ Το κέντρο βάρους όσων έχουν διαρρεύσει μέχρι τώρα από τις προτάσεις της επιτροπής Πισαρρίδη αφορά την ενίσχυση του κεφαλαίου
Πριν μερικές ημέρες ο συστημικός τύπος πλημμύρισε από διθυραμβικές ανακοινώσεις για την τηλεδιάσκεψη μεταξύ κυβέρνησης και επιτροπής Πισσαρίδη. Η τελευταία συγκροτήθηκε με απόφαση του μεγάρου Μαξίμου για να εκπονήσει ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μετά από δέκα χρόνια βαθιάς κρίσης. Η σύνθεση της είναι η αναμενόμενη: βαθύτατα συντηρητικοί οικονομολόγοι, υποστηρικτές των μνημονίων και στενά συνδεδεμένοι με επιχειρηματικά κέντρα (π.χ. ΣΕΒ).
Η τηλεδιάσκεψη και τα συνακόλουθα δελτία τύπου καταναλώθηκαν σε αλληλο-συγχαρητήρια ανάμεσα στην κυβέρνηση (που τα όρισε) και τα μέλη της επιτροπής, ενώ πολύ λίγα πράγματα επί της ουσίας του ζητήματος (την κατάσταση της οικονομίας) ειπώθηκαν. Μάλιστα, η φαιδρότητα της υπόθεσης και το ότι έγινε απλά και μόνο για προπαγανδιστικούς λόγους φαίνεται από το ότι μέχρι τώρα δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα όχι το πλήρες κείμενο της έκθεσης αλλά ούτε καν η εκτενής περίληψη. Όμως, από τα δημοσιευθέντα σημεία εξάγονται σαφή συμπεράσματα για τον ρόλο της εν λόγω επιτροπής και τις κατευθυντήριες της.
Είναι απόδειξη της φαιδρότητας του ελληνικού καπιταλισμού και του πολιτικού υπηρετικού προσωπικού του το γεγονός ότι μέσα σε αυτή τη δεκαετία κρίσης και υποβάθμισης στη διεθνή ιμπεριαλιστική πυραμίδα –και αφήνοντας στην άκρη τον πόνο και τη μιζέρια του λαού που ελάχιστα τους απασχολεί– δεν έχει προβληματισθεί για τα βαθιά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, που οι ίδιοι δημιούργησαν και που την οδήγησαν στα σημερινά χάλια. Σε παλιότερες «ηρωικές» εποχές της ελληνικής αστικής τάξης, σε ανάλογες κρισιακές περιόδους είχαν πυροδοτηθεί σημαντικοί προβληματισμοί (π.χ. διαμάχη Βαρβαρέσου-Ζολώτα) σχετικά με τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Φυσικά, πάντα από τη σκοπιά του κεφαλαίου και σε βάρος της εργασίας.
Αντιθέτως, στην εποχή μας η πρώτη αντίδραση του συστήματος ήταν να ρίξει την ευθύνη στην εργασία (υπερβολικές μισθολογικές αυξήσεις κ.λπ.). Το δε κεφάλαιο, ο βασικός υπαίτιος του προβλήματος, ενισχύθηκε άμεσα και έμμεσα από όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις. Βέβαια, η καχεκτική κατάσταση της οικονομίας παρέμεινε καθώς το ελληνικό κεφάλαιο έκανε αυτό που διαχρονικά γνωρίζει πολύ καλά: πήρε τις ενισχύσεις και απήλθε στο εξωτερικό.
Η επενδυτική απεργία του ελληνικού κεφαλαίου δεν οφείλεται στο δήθεν αντι-επιχειρηματικό θεσμικό πλαίσιο για το οποίο κλαυθμυρίζουν καπιταλιστές και συστημικά κόμματα. Το ελληνικό κεφάλαιο μια χαρά έκανε χρυσές δουλειές με αυτό το πλαίσιο, που άλλωστε αποτελούσε και μορφή συγκεκαλυμμένου προστατευτισμού έναντι των ξένων ανταγωνιστών του. Αντιθέτως προκύπτει από τη γνώση των βαθιών διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας τα οποία είναι δημιούργημα του ίδιου του συστήματος και όχι κάποιας μυθικής «ελληνικής σοβιετίας» (λες και Καραμανλήδες, Παπανδρέου και Μητσοτάκηδες ήταν μέλη κάποιου… κομμουνιστικού πολιτμπυρό). Ο μεσαίου επιπέδου ανάπτυξης ελληνικός καπιταλισμός (με αντίστοιχες υπο-ιμπεριαλιστικές δραστηριότητες) ταλανίζεται από τα κλασικά προβλήματα της πτωτικής τάσης της κερδοφορίας. Επιπλέον, ως καπιταλισμός δεύτερης γενεάς σέρνεται πίσω από τους πρωτεύοντες. Στη μεταδικτατορική περίοδο πρόβαλλε τη νέα, εξίσου καταστροφική με τις προηγούμενες, «Μεγάλη Ιδέα»: την αναβάθμισή του μέσω της ένταξης στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση. Αυτή οδήγησε στην αποβιομηχάνιση, την απώλεια αυτόνομης οικονομικής πολιτικής και τη δημιουργία μιας οικονομίας υπηρεσιών απόλυτα εξαρτημένης από το εξωτερικό. Πρόκειται για την καταγέλαστη «ισχυρή Ελλάδα» του «καταλληλότερου» Σημίτη. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 2008 και η κρίση της ευρωζώνης που ακολούθησε (2010) καταρράκωσαν τον καραγκιοζ-μπερντέ του ελληνικού καπιταλισμού, ακριβώς λόγω αυτών των βαθιών διαρθρωτικών προβλημάτων του.
Κι εδώ έρχεται η επιτροπή Πισσαρίδη. Καταρχάς η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της ανήκει στο προσωπικό που ευθύνεται για το προβληματικό παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας. Γι’ αυτό άλλωστε δεν λέγεται και λέξη γι’ αυτό. Αντιθέτως, αναμασώνται προτάσεις-μπαλώματα που δεν αντιμετωπίζουν την καρδιά του προβλήματος κι έχουν προϋπάρξει στην έκθεση McKinley, σε μελέτες του ΣΕΒ και στους βασικούς στόχους του ΕΣΠΑ.
Αναμασάται η στρατηγική κατεύθυνση της μετατροπής της Ελλάδας σε εξαγωγική οικονομία. Ο στόχος αυτός υπάρχει στα τρία μνημόνια και σήμερα, μετά από δέκα χρόνια και αναρίθμητες θεσμικές και άλλες αλλαγές, παραμένει άπιαστος. Η αποτυχία αυτή οφείλεται στο ότι μία οικονομία υπηρεσιών στην περιφέρεια της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Οι ελληνικές εξαγωγές εξαρτώνται ασφυκτικά από ανάλογες εισαγωγές με αποτέλεσμα το ισοζύγιο να παραμένει στάσιμο. Επίσης, οι μισθοί είναι μικρό τμήμα του συνολικού κόστους και γι’ αυτό η καταβαράθρωση των μισθών δεν οδήγησε σε αύξηση εξαγωγών. Αναμασώνται επίσης τα περί ψηφιοποίησης και περιβαλλοντικών πολιτικών, όταν αυτά μικρή επίπτωση έχουν στην αύξηση της παραγωγικότητας. Ιδιαίτερα δε οι τελευταίες έχουν σημαντικά κόστη για την καταρρακωμένη ελληνική οικονομία.
Αναμασάται η στρατηγική κατεύθυνση της εξαγωγικής οικονομίας, στόχος που μετά από τρία μνημόνια παραμένει άπιαστος
Το κέντρο βάρους των προτάσεων είναι η ενίσχυση του κεφαλαίου. Ξεχωρίζουν η απαίτηση για ενίσχυση του ολιγοπωλιακού χαρακτήρα της οικονομίας (λιγότερες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις), περαιτέρω φοροαπαλλαγές (αύξηση αποσβέσεων κ.λπ.), κίνητρα για να ξαναληστευθούν λαϊκές αποταμιεύσεις στο χρηματιστήριο καθώς και η προνομιακή δικαστική μεταχείριση των επιχειρηματικών υποθέσεων. Επίσης, τα πανεπιστήμια και η εκπαίδευση εν γένει έχουν την τιμητική τους μέσω της απαίτησης για ακόμη μεγαλύτερη πρόσδεση στις απαιτήσεις της αγοράς. Σαν φύλλο συκής προτείνονται κάποια δήθεν φιλεργατικά μέτρα (ενίσχυση άδειας μητρότητας και πατρότητας, μείωση φορολογικής επιβάρυνσης). Όμως αυτά κρύβουν αγκάθια. Εξόφθαλμη περίπτωση η εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος στον δεύτερο πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης.
Πρακτικά, από τα μέχρι σήμερα γνωστά η επιτροπή Πισσαρίδη είναι μία από τα ίδια. Η μόνη χρήση της είναι για την ενίσχυση των κυβερνητικών και συστημικών παραμυθιών και για τη δικαιολόγηση επιπρόσθετων ενισχύσεων στο κεφάλαιο και βαρών στην εργασία.