Μηνάς Καραγιάννης
Η μεγάλη κοινωνική έκρηξη των Ιουλιανών του 1965 αποτελεί συμπύκνωση των αντιθέσεων της μετεμφυλιακής ελληνικής κοινωνίας. Η κυρίαρχη ιστοριογραφία περιορίζει το θέμα στις αντιπαραθέσεις μεταξύ των αστικών πολιτικών ρευμάτων, τον ρόλο των αποστατών κλπ. Βασικός παράγοντας, όμως, ήταν η παρέμβαση και στο πολιτικό ζήτημα του ταξικού εργατικού κινήματος, που βρισκόταν σε μια φάση ανόδου και ριζοσπαστικοποίησης από το 1960. Τα όριά του, σε συνδυασμό με την καθήλωσή του από την ΕΔΑ, δεν επέτρεψαν ανατρεπτικές εξελίξεις.
Οι εβδομήντα ταραγμένες ημέρες των Ιουλιανών του 1965 αποτέλεσαν και αποτελούν μια στιγμή της πρόσφατης ιστορίας που η αστική ιστοριογραφία αποφεύγει να διαφωτίσει. Όταν ασχολείται μαζί τους, ασχολείται με τις ραδιουργίες του παλατιού και την κόντρα με τον Παπανδρέου και ο λαός μπαίνει σε δεύτερο πλάνο. Ωστόσο, οι τετρακόσιες κινητοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν, με μεγάλη μαζικότητα και ένταση, μέσα σε σαράντα ημέρες, αποτελούσαν κάτι πρωτόγνωρο για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Αν θέλουμε να εξηγήσουμε τα Ιουλιανά, να ψηλαφίσουμε τις δυνατότητες που ανοίχτηκαν και τα αποτελέσματα που προέκυψαν, οφείλουμε να τα αντιμετωπίσουμε σαν μία στιγμή στην οποία συμπυκνώθηκαν οι αντιθέσεις της μετεμφυλιακής ελληνικής κοινωνίας. Έτσι πρέπει να αντιμετωπίσουμε και τη δράση και τον ρόλο της οργανωμένης εργατικής τάξης στα Ιουλιανά, ως μια συνέχεια της δράσης της όλη την προηγούμενη περίοδο και, ταυτόχρονα, σαν μια τομή με αυτή.
Η δεκαετία του 1950 ήταν δύσκολη για το εργατικό κίνημα. Το μετεμφυλιακό κράτος είχε βγάλει στην παρανομία τα εργατικά κόμματα και τις οργανώσεις. Χιλιάδες συνδικαλιστές και αγωνιστές διώκονταν. Από το 1948 η ΓΣΕΕ και το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης βρισκόταν στα χέρια των Μακρή και Θεοδώρου, ανθρώπων που επιβλήθηκαν πραξικοπηματικά στο εργατικό κίνημα και είχαν επαφές με τον πράκτορα της CIA Ίρβινγκ Μπράουν. Όποια σωματεία δεν έπαιρναν όρκους αντικομμουνιστικής πίστης, διαγράφονταν από τη ΓΣΕΕ με συνοπτικές διαδικασίες. Στη θέση τους δημιουργούνταν σωματεία σφραγίδες, με ελάχιστα μέλη, που στήριζαν τη ΓΣΕΕ. Έτσι, τη δεκαετία του 1950 πραγματοποιούνται ελάχιστοι εργατικοί αγώνες και η αξία της εργατικής δύναμης συμπιέζεται.
Το 1960, όμως, η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει. Από τη μια, ο ελληνικός καπιταλισμός αυτή την περίοδο παρουσιάζει αλματώδεις ρυθμούς ανάπτυξης· την πενταετία 1960-1965 ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης είναι στο 8% , δεύτερος στον κόσμο μετά την Ιαπωνία, με πρωτοπόρο τον κλάδο των κατασκευών. Από την άλλη, το βιοτικό επίπεδο του ελληνικού πληθυσμού δεν βελτιωνόταν. Την πενταετία αυτή η εξωτερική μετανάστευση άγγιξε τους 250.000 πολίτες και η ανεργία ήταν η υψηλότερη των χωρών της ΕΟΚ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το εργατικό κίνημα γυρίζει σελίδα. Σύμβολο αυτής της αλλαγής είναι η απεργία των οικοδόμων στις 2 Δεκεμβρίου του 1960. Ήταν η πέμπτη απεργία των οικοδόμων στο δεύτερο εξάμηνο του 1960 με στόχο τη διεκδίκηση ευνοϊκών όρων ασφάλισης. Πάνω από 15.000 απεργοί συμμετείχαν, πραγματοποιήθηκε μαζική πορεία στον δρόμο, σε αντίθεση με τις συνήθεις συγκεντρώσεις. Για πρώτη φορά μετεμφυλιακά είχαμε μαζικές συγκρούσεις που κατέληξαν σε 173 συλλήψεις και 120 τραυματισμούς. Από τότε μέχρι και το 1965 οι ημέρες απεργίας αυξάνονται συνεχώς, μαζί και ο αριθμός χαμένων ωρών και ο αριθμός των απεργών. Ταυτόχρονα, τα αιτήματα πολιτικοποιούνται. Το 1965 το 30% των απεργιών και το 76% των απεργών, πέρα από τα συνδικαλιστικά αιτήματα, έχουν και αιτήματα δημοκρατικών ελευθεριών. Τα αντίστοιχα ποσοστά το 1961 ήταν 12% και 1%.
Έτσι, στα Ιουλιανά, το εργατικό κίνημα έρχεται με φόρα από τους αγώνες του προηγούμενου διαστήματος, παίζοντας ρόλο κομβικό στην πορεία τους. Αρχικά, η μεγάλη συγκέντρωση στις 17 Ιούλη στο Παναθηναϊκό στάδιο καλείται από τα συνδικάτα. Η μεγαλύτερη όμως στιγμή του εργατικού κινήματος κατά την περίοδο αυτή ήταν η γενική πολιτική απεργία στις 27 Ιούλη, η πρώτη από το 1946. Πολλές μαρτυρίες της περιόδου περιγράφουν την απεργία αυτή ως μία απεργία που –κόντρα στους σχεδιασμούς της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) και της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ)– απέκτησε μεγάλη ένταση και έκταση. Περιγράφεται ότι δεν είχαν οργανωθεί επαρκώς απεργιακές επιτροπές και απεργιακές φρουρές, ότι μετά την ολοκλήρωση των τοποθετήσεων στην απεργιακή συγκέντρωση καλούσαν τους εργάτες να πάνε σπίτι τους. Κόντρα σε αυτό το κλίμα, η συμμετοχή σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη ξεπέρασε το 90%, με πάνω από 350.000 εργάτες στο δρόμο και με δυναμική διαδήλωση μετά τη συγκέντρωση. Τις επόμενες μέρες οργανώνονται μικρές κατά τόπους απεργίες. Πέρα από τις συγκεντρώσεις που οργανώθηκαν από το οργανωμένο εργατικό κίνημα, το φάντασμα των σωματείων και των εργατών πλανάται πάνω από όλα τα γεγονότα των Ιουλιανών. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την εικόνα που περιγράφει ο Στρατής Τσίρκας με τους οικοδόμους να σηκώνουν το φέρετρο του Σωτήρη Πέτρουλα, την εικόνα πάλι των οικοδόμων στις 17 Ιούλη να πηγαίνουν στη συγκέντρωση και το πλήθος να τους χειροκροτεί. Εικόνες που αναδεικνύουν ότι το εργατικό κίνημα ήταν η κινητήρια δύναμη, η ψυχή και η καρδιά των Ιουλιανών, η αποφασιστική πρωτοπορία τους.
Η μεγαλύτερη στιγμή ήταν η γενική πολιτική απεργία στις 27 Ιούλη, η πρώτη από το 1946
Τα αιτήματα του εργατικού κινήματος στα Ιουλιανά, ως άμεση συνέχεια της προηγούμενης περιόδου, περιστρέφονται γύρω από το ζήτημα της δημοκρατίας. Αυθόρμητα η εργατική τάξη έθετε το πολιτειακό ζήτημα, με συνθήματα όπως «δε σε θέλει ο λαός παρ’ τη μάνα σου και μπρος» που απευθυνόταν στον βασιλιά. Αιτήματα όμως που η ηγεσία της ΕΚ και της ΕΔΑ δεν ήθελαν να θέσουν. Η ΕΔΑ, ένα κόμμα με εργατική βάση, ήταν εγκλωβισμένη σε μια λογική αντιιμπεριαλιστικού μετώπου με την εθνική αστική τάξη και πάλευε να αποδείξει τη νομιμοφροσύνη της. Για αυτό στην αντίθεση μεταξύ μετεμφυλιακού κράτους και λαϊκών ελευθερίων καθώς και στην αντίθεση της εργατικής τάξης με την αστική, η απάντηση της δεν περιλάμβανε την ανατροπή αλλά τον εκδημοκρατισμό. Μια απάντηση που εκμεταλλευόταν η ΕΚ, ένα κόμμα που εξυπηρετούσε από τη μια τον αστικό εκσυγχρονισμό, ενώ, από την άλλη, στόχευε στην απομαζικοποίηση του μπλοκ των ταξικών κομμουνιστικών δυνάμεων.
Έτσι, το εργατικό κίνημα στα Ιουλιανά βρέθηκε μαχητικό αλλά άοπλο πολιτικά. Παγιδεύτηκε στις αέναες αλλαγές κυβερνήσεων του παλατιού, δεν αναβάθμισε την πάλη του και τελικά υποχώρησε. Απεργίες συνέχισαν να γίνονται αλλά, πλέον, αντί για τους οικοδόμους και τους βιομηχανικούς εργάτες, βγήκαν μπροστά οι εργαζόμενοι στους οργανισμούς κοινής ωφέλειας. Οι συγκεντρώσεις απομαζικοποιήθηκαν και κάποιες ομάδες στράφηκαν στην τυφλή βία. Όλα αυτά τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της υποχώρησης του εργατικού κινήματος μετά τον Αύγουστο του 1965. Οι αντιθέσεις του μετεμφυλιακού κράτους αντί να λυθούν προς όφελος των εργαζομένων λύθηκαν τελικά αντεπαναστατικά από τη Χούντα των συνταγματαρχών δύο χρόνια αργότερα.