Μπάμπης Συριόπουλος
▸ Νομοσχέδιο – αντιδραστική τομή κατέθεσε η κυβέρνηση, βαρύ πλήγμα στις λαϊκές ελευθερίες
Το νομοσχέδιο για τις «δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις» που κατατέθηκε στη Βουλή από το υπουργείο ΠΡΟΠΟ είναι μια τομή για τα ελληνικά δεδομένα από τη μεταπολίτευση και μετά. Οι διαδηλώσεις στο εξής, σύμφωνα με το υπουργείο, θα γίνονται κατόπιν γνωστοποίησης στις αστυνομικές ή λιμενικές αρχές. Ο «οργανωτής» πρέπει να ενημερώσει για «τον ακριβή τόπο, το χρόνο έναρξης και τον εκτιμώμενο χρόνο λήξης, τον σκοπό, καθώς και το προτεινόμενο δρομολόγιο της συνάθροισης». Η αστυνομική αρχή μπορεί να περιορίσει, να αλλάξει δρομολόγιο ή και περιοχή στη συνάθροιση ή και να την απαγορεύσει τελείως, αν κινδυνεύει η «δημόσια ασφάλεια» ή αν «απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής σε ορισμένη περιοχή». Σε περίπτωση μη «συμμόρφωσης» των συμμετεχόντων στους περιορισμούς ή στην απαγόρευση, η αρμόδια αστυνομική αρχή μπορεί να διαλύσει τη συνάθροιση με δική της απόφαση, ενημερώνοντας απλά τον εισαγγελέα.
Μία «αυθόρμητη» (χωρίς πρότερη γνωστοποίηση) συγκέντρωση «δύναται να επιτραπεί». Η αυθόρμητη συγκέντρωση καλείται κι αυτή να ορίσει οργανωτή επί τόπου και να συμμορφωθεί με ενδεχόμενους περιορισμούς αλλιώς μπορεί να διαλυθεί. Οι μόνες δημόσιες συναθροίσεις που δεν χρειάζονται «γνωστοποίηση» είναι αυτές της Πρωτομαγιάς και της 17ης Νοεμβρίου. Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό η «γνωστοποίηση» σημαίνει πρακτικά άδεια από την αστυνομία.
Μέχρι τώρα εύκολα φαίνεται μια σοβαρή μετατόπιση της αντιμετώπισης του δικαιώματος του «συνέρχεσθαι». Στο άρθρο 11 του Συντάγματος ορίζεται σαφώς ότι «Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα». Δεν απαιτούνται ούτε άδειες ούτε «οργανωτές». Στη συνέχεια αναφέρεται βέβαια το ενδεχόμενο απαγόρευσης «με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής». Αντίθετα, με το νέο νομοσχέδιο απαιτείται άδεια εξαρχής, ενώ μία αυθόρμητη συγκέντρωση «δύναται να επιτραπεί». Με το Σύνταγμα οι «δημόσιες συναθροίσεις» επιτρέπονται εκτός αν απαγορευτούν, με το νομοσχέδιο απαγορεύονται εκτός αν επιτραπούν.
Ο «οργανωτής» πρέπει να συνεργάζεται στενά με την αστυνομία, να συμμορφώνεται στις υποδείξεις του και να ορίζει επαρκή ομάδα «περιφρούρησης», όχι από την αστυνομική βία φυσικά. Η συμμετοχή σε διαδήλωση χωρίς άδεια μπορεί να τιμωρηθεί με ένα χρόνο φυλάκιση ακόμα και χωρίς άλλο αδίκημα (ιδιώνυμο), ενώ ο «οργανωτής» έχει την ευθύνη για τυχόν καταστροφές ή βλάβες που προκλήθηκαν από τους συμμετέχοντες, εκτός αν αποδείξει ότι πήρε τα αναγκαία μέτρα. Οφείλει να «συνεργάζεται στενά» με τον «Αστυνομικό Διαμεσολαβητή». Λόγοι περιορισμού των συναθροίσεων μπορεί να είναι «η μη παρακώλυση της κυκλοφορίας και της πρόσβασης σε δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς κοινής ωφέλειας και νοσηλευτικά ιδρύματα». Στον κόσμο που ονειρεύεται το υπουργείο προβλέπεται «ειδική ιστοσελίδα» μέσω της οποίας ενημερώνονται οι «πολίτες» για τις προγραμματισμένες ή τρέχουσες συναθροίσεις, καθώς και τις σχετικές κυκλοφοριακές ρυθμίσεις»· τόσο τακτοποιημένα!
Οι συγκεντρώσεις κι οι διαδηλώσεις είναι καθ’ αυτές πράξεις λαϊκής πρωτοβουλίας και αυτενέργειας, έχουν συχνά το στοιχείο της άμεσης απάντησης και του απρόβλεπτου, έχουν χαρακτήρα διεκδίκησης, συχνά συνολικής αντίθεσης στην κυβέρνηση και τους μηχανισμούς εξουσίας, της αστυνομίας συμπεριλαμβανομένης. Η κυβέρνηση θέλει να τις μεταβάλει από στιγμιότυπα κοινωνικών συγκρούσεων σε καλά προγραμματισμένες και καθώς πρέπει τελετουργίες, ελάχιστα ενοχλητικές, που δεν θα διαταράσσουν παρά ανεπαίσθητα την κυκλοφορία των οχημάτων, την πρόσβαση σε κρατικά κτίρια, τη λειτουργία των επιχειρήσεων και τελικά την αξιοποίηση του κεφαλαίου συνολικά. Ένα λαϊκό κίνημα αν θέλει να νικήσει δεν μπορεί παρά να επιχειρήσει «σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής σε ορισμένη περιοχή», σε όλη τη χώρα και σ’ όλο τον κόσμο. Τέτοιες ήταν οι διαδηλώσεις στην Ελλάδα των αντιμνημονιακών αγώνων, τέτοιες ήταν κι αυτές στις ΗΠΑ με αφορμή τη δολοφονία του Φλόιντ.
Δεν φοβούνται τα 50 άτομα, αλλά τις μαζικές διαδηλώσεις που αντιπαλεύουν τα σχέδιά τους
Η κυβέρνηση και τα φιλικά της ΜΜΕ (και όχι μόνο) μιλάνε για τις συγκεντρώσεις των «50 ατόμων» που κλείνουν το κέντρο. Ποτέ δεν έκλεισε η Πανεπιστημίου ή η Σταδίου από 50 άτομα. Δεν φοβούνται τα 50 άτομα αλλά τις μαζικές διαδηλώσεις που στοχεύουν στην ανατροπή των σχεδίων τους. Ο Μ. Χρυσοχοΐδης δήλωσε στον Σκάι ότι το νομοσχέδιο «δεν αφορά τις τριτοβάθμιες οργανώσεις» επιδιώκοντας να διαχωρίσει τους διαμαρτυρόμενους σε νομιμόφρονες που δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα και σε μαχητικούς, ακραίους, επικίνδυνους που θα αντιμετωπίσουν το νέο νόμο. Ήδη η ΓΣΕΕ, αν και «αντίθετη» στο νομοσχέδιο, δηλώνει πως «τα συνδικάτα […] ουδέποτε διανοήθηκαν –ούτε διανοούνται– να ταλαιπωρήσουν τους πολίτες ή να διαταράξουν την κοινωνική ζωή».
Η κυβέρνηση με το δικό της ακραίο τρόπο παρεμβαίνει στο νομικό πλαίσιο για το δικαίωμα του «συνέρχεσθαι». Οι αστικές δημοκρατίες το επιτρέπουν, όπως και το δικαίωμα της απεργίας, αρκεί να μην ασκείται συχνά. Ιδίως στην εποχή μας, της δικτατορίας των επενδυτών και του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, αυτά τα δικαιώματα επιτρέπεται να ασκούνται αρκεί να μην το καταλαβαίνει κανείς. Την αμηχανία όλων των κυβερνήσεων από το 1974 και μετά απέναντι στο δικαίωμα του «συνέρχεσθαι» εκφράζει και η διατήρηση απ’ όλες (δεξιές, οικουμενικές, «ειδικού σκοπού», κεντροαριστερές και «αριστερές») της χουντικής νομοθεσίας του 1971- 1972· δεν τη χρησιμοποίησαν αλλά τη διατήρησαν εν υπνώσει. Τους πολιτικούς στόχους της κυβέρνησης δείχνει και η ίδρυση μιας νέας υπηρεσίας, της Διεύθυνσης Πρόληψης της Βίας με στόχο την παρακολούθηση και πρόληψη, μαζί με την ενδοοικογενειακή βία και το σχολικό εκφοβισμό, της «ριζοσπαστικοποίησης».
Το εργατικό, νεολαιίστικο κίνημα και η αντικαπιταλιστική αριστερά που θέλουν να διαταράξουν σοβαρά και ανεπανόρθωτα την κοινωνικοοικονομική ζωή του συστήματος δεν θα αφήσουν να περάσει αυτό το νομοσχέδιο της σιδερένιας καπιταλιστικής κανονικότητας.