Γιώργος Παυλόπουλος
Την περασμένη Τετάρτη, την ώρα που η Άγκυρα κατηγορούσε τον Μακρόν ότι η στάση του στο ζήτημα της Λιβύης και η στήριξη που παρέχει στον Χαλίφα Χαφτάρ οφείλεται σε… «διαλείψεις στη σκέψη του», ο υπουργός Εξωτερικών ενός από τους πιο σημαντικούς εταίρους της Γαλλίας στην ΕΕ, ο Ιταλός Λουίτζι ντι Μάιο (ο οποίος πρόσφατα υπέγραψε τη συμφωνία με τον Δένδια για ΑΟΖ και θαλάσσιες ζώνες), έσπευδε στην Τρίπολη. Εκεί, συνάντησε τον επικεφαλής της κυβέρνησης που ελέγχει τη δυτική Λιβύη και μεγάλο αντίπαλο του Χαφτάρ, Φαγέζ αλ-Σάρατζ, προκειμένου να επαναβεβαιώσει την εμπιστοσύνη της Ρώμης προς αυτόν — αλλά και να ζητήσει διαβεβαιώσεις ότι οι συμφωνίες πάνω στις οποίες στηρίζεται αυτή η συμμαχία παραμένουν σε ισχύ.
Η υπόθεση δεν αφορά, φυσικά, μόνο την ΕΕ, αλλά και το ΝΑΤΟ, καθώς ο εμφύλιος στη Λιβύη διχάζει τα μέλη του, τα οποία έχουν φτάσει να αλληλοαπειλούνται ακόμη και με πόλεμο. Από τη μία η Γαλλία και η Ελλάδα, από την άλλη η Τουρκία και η Ιταλία, με τους Αμερικανούς και τους Γερμανούς να παίζουν και με τις δύο πλευρές και ταυτόχρονα να κρατάνε τα… μπόσικα, προκειμένου η κατάσταση να μην ξεφύγει από τον έλεγχο. Δυστυχώς γι’ αυτούς, όμως, δεν μπορούν να ελέγξουν πλήρως τις εξελίξεις, καθώς κομμάτια στο παζλ βάζουν και ισχυρές χώρες εκτός ΝΑΤΟ και ΕΕ, όπως Ρωσία, Αίγυπτος και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα που είναι με την πλευρά του Χαφτάρ και Αλγερία, Αιθιοπία και Σουδάν που αλληθωρίζουν προς την πλευρά της Τρίπολης και του Ερντογάν, έχοντας και τον δικό τους ανταγωνισμό με το Κάιρο.
Όποιοι πιστεύουν ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά ακίνδυνες μπλόφες, πρέπει να το ξανασκεφτούν.
Από «Άνοιξη»…ατέλειωτος χειμώνας
Η Λιβύη είναι μια χώρα την οποία, καπηλευόμενες τις θύελλες της Αραβικής Άνοιξης, διέλυσαν με τις βόμβες τους το 2011 η Γαλλία και η Βρετανία (κυρίως), έχοντας τις ευλογίες ολόκληρης της ΕΕ και το πράσινο φως των ΗΠΑ που επέλεξαν να αφήσουν σε αυτήν την περίπτωση ελεύθερο το πεδίο δράσης για τους Ευρωπαίους —
ενδεχομένως και για να τους αποδείξουν αργότερα ότι είναι ανίκανοι μόνοι τους.
Το πρόσχημα ήταν η ανατροπή του «αυταρχικού δικτάτορα» Μουαμάρ Καντάφι, ο οποίος μπορεί μέχρι τότε να είχε αποδειχτεί καλός εταίρος στις μπίζνες, όμως οι ενδιαφερόμενοι –εκτός από την επίδειξη δύναμης που ήθελαν να κάνουν– προτίμησαν να μοιράσουν τα πλούσια ιμάτια της αφρικανικής χώρας μόνοι τους, χωρίς την ύπαρξη ενός ενοχλητικού διαμεσολαβητή, ο οποίος θα ζητούσε διαρκώς… προμήθεια.
Σήμερα, σχεδόν δέκα χρόνια μετά, οι Ευρωπαίοι δεν έχουν καταφέρει να ολοκληρώσουν τη μοιρασιά, ενώ έχουν μετατρέψει τη Λιβύη και σε μια απέραντη «δεξαμενή» προσφύγων, από τους οποίους τώρα παραπονιούνται ότι κινδυνεύουν. Παράλληλα, η χώρα έχει αναδειχθεί σε επίκεντρο των πολεμικών συγκρούσεων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, διαδεχόμενη σε αυτόν το ρόλο την –επίσης διαλυμένη από τις ξένες επεμβάσεις μετά το 2011– Συρία. Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι ο πόλεμος δεν συνεχίζεται και εκεί — τουναντίον. Ωστόσο, στο μέτωπο που έχει ανοίξει στο λιβυκό έδαφος καθρεφτίζονται, καλύτερα και πιο καθαρά από οπουδήποτε αλλού σε αυτή τη συγκυρία, οι πολύπλευροι και άγριοι ανταγωνισμοί στην ευρύτερη περιοχή. Ανταγωνισμοί στους οποίους εμπλέκονται, λιγότερο ή περισσότερο ενεργά, όλοι σχεδόν οι ισχυροί καπιταλιστές και ιμπεριαλιστές του πλανήτη — πλην της Κίνας, η οποία έχει επικεντρώσει την προσοχή της αλλού αυτήν την περίοδο. Από αυτήν την άποψη, η έκβαση της σύγκρουσης που διεξάγεται στη Λιβύη –η οποία αυτή τη στιγμή είναι άδηλη– θα κρίνει πολλά για τους τελικούς συσχετισμούς δύναμης και τις σφαίρες επιρροής.
Προσοχή: Αυτό δεν αποτελεί ένα παραδοσιακό και ξεπερασμένο δημοσιογραφικό και πολιτικό κλισέ αλλά κάτι απολύτως απτό που φαίνεται καθημερινά. Η ντε φάκτο –που αργά ή γρήγορα θα γίνει και ντε γιούρε– και βίαιη αλλαγή των χερσαίων συνόρων σε μια σειρά χώρες, η χάραξη νέων συνόρων στη θάλασσα και η μοιρασιά της σε οικόπεδα που στη συνέχεια εκχωρούνται στις αδηφάγες εταιρείες,
η αναδιανομή των υπαρχόντων πλουτοπαραγωγικών πηγών και η εκμετάλλευση των καινούριων που ανακαλύπτονται, η συστηματική προσπάθεια εγκαθίδρυσης καθεστώτων και κυβερνήσεων που μοιάζουν με μαριονέτες, οι γενικευμένες «αναθεωρητικές» τάσεις και η αμφισβήτηση συνθηκών οι οποίες αποτυπώνουν τους συσχετισμούς της προηγούμενης εποχής, όλα αυτά επιβεβαιώνουν, αν μη τι άλλο, του λόγου το αληθές.
Ταυτόχρονα, αποδεικνύουν ότι στην εποχή των αλλεπάλληλων κλονισμών και της της βαθιάς δομικής κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, η συνεργασία και η συνεκμετάλλευση πάνε χέρι-χέρι με τον ανταγωνισμό και τη σύγκρουση, που ολοένα πιο συχνά παίρνει τη μορφή του πολέμου. Πρόκειται, πρακτικά, για μια κατά κάποιο τρόπο αέναη διελκυστίνδα, στο πλαίσιο της οποίας παίρνει προβάδισμα πότε η μία τάση και πότε η άλλη, χωρίς η εικόνα να ξεκαθαρίζει ποτέ πλήρως —
έστω και αν η γενική πορεία προς την καπιταλιστική διεθνοποίηση δείχνει να μην αναιρείται.
Μάλιστα, αρκεί να ανατρέξει κανείς σε ορισμένα «δίδυμα» που έχουν αναδειχθεί (και) στη Λιβύη για να κατανοήσει καλύτερα τι συμβαίνει. Γαλλία και Ιταλία, για παράδειγμα, όχι απλώς είναι εταίροι στην ΕΕ και επιδιώκουν την αναβάθμιση του ρόλου της αλλά μοιάζουν, αυτή την περίοδο, να βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο στο μεγάλο ζήτημα του προϋπολογισμού και του Ταμείου Ανάκαμψης — αυτό, όμως, δεν τις εμποδίζει να τσακώνονται σαν τα σκυλιά σε ξένο έδαφος, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορά τους. Ρωσία και Τουρκία, επίσης, έχουν τα τελευταία χρόνια κάνει άλματα στις σχέσεις τους, οικονομικές και γεωπολιτικές, σε βαθμό που να έχουν προκαλέσει την αντίδραση της Ουάσινγκτον, για την οποία το ποτήρι φάνηκε να ξεχειλίζει με την αγορά των S-400. Το γεγονός αυτό, όμως, επίσης δεν φάνηκε ικανό να τις κάνει να ξεπεράσουν τις διαφορές τους και να σταματήσουν να πολεμούν δι’ αντιπροσώπων –ή και απευθείας– στη Λιβύη και τη Συρία.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, το οποίο έχει άμεση ανάμιξη στις εξελίξεις, έστω και αν προσπαθεί να δείξει ότι παρακολουθεί αμέριμνο. Αν και έχουν εμπλακεί σε τουλάχιστον τέσσερις στρατιωτικές αναμετρήσεις μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρά το ότι θεωρητικά είναι δύο χώρες που τις χωρίζει πολιτική, πολιτιστική και θρησκευτική άβυσσος, είναι γνωστό ότι εδώ και δεκαετίες υπάρχει στενή συνεργασία ανάμεσα σε Κάιρο και Τελ Αβίβ — και όποιος αμφιβάλλει, ας ρωτήσει τους Παλαιστίνιους στη Γάζα.
Όσοι μετέχουν στον πόλεμο θέλουν να μοιράσουν τον πλούτο της Λιβύης και της ΝΑ Μεσογείου
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τυχαίο που η περιοχή μας είναι πάλι έτοιμη να εκραγεί και επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά τον τίτλο που της έχει απονείμει η ιστορία, ως της «πυριτιδαποθήκης του πλανήτη». Βρίσκεται, εξάλλου, στην «τομή» τριών ηπείρων και συγκλονίζεται διαρκώς από τους σεισμούς που προκαλεί η τριβή των τεκτονικών πλακών του ανταγωνισμού μεταξύ τους. Παράλληλα, σε αυτήν υπάρχουν δεκάδες εθνοτικές και θρησκευτικές αντιθέσεις που έμειναν άλυτες από τις προηγούμενες «μοιρασιές», γεγονός που δημιουργεί το κατάλληλο υπόβαθρο για να αναπτυχθούν και οι σύγχρονοι ανταγωνισμοί.
Μία επιπλέον αιτία είναι τα περίπου 70 τρισ. κυβικά πόδια φυσικού αερίου που εκτιμάται ότι κρύβει στα έγκατά της η νοτιοανατολική Μεσόγειος –κυρίως στα κοιτάσματα «Γλαύκος», «Αφροδίτη» και Καλυψώ» της Κύπρου, στο ισραηλινό «Λεβιάθαν» και στο αυγυπτιακό «Ζοχρ»– τα οποία αντιπροσωπεύουν περίπου το 1,5% των αποθεμάτων παγκοσμίως και είναι περιζήτητα: Από τις εταιρίες για να αυξήσουν και να επιμηκύνουν την κερδοφορία τους και από τις κυβερνήσεις για να ενισχύσουν τα έσοδά τους σε αυτή τη δύσκολη περίοδο αλλά και για να εξυπηρετήσουν τα ενεργειακά τους σχέδια.
Όλα αυτά σίγουρα δεν προμηνύουν καλό τέλος.
Οι «κόκκινες γραμμές» της Σύρτης που θα κρίνουν την αναμέτρηση
Η Σύρτη, γενέτειρα του Καντάφι και προπύργιο της εξουσίας του όσο κυριαρχούσε, αποτελεί ίσως την πιο στρατηγική πόλη της Λιβύης. Ο ένας λόγος είναι ότι βρίσκεται σχεδόν στο μέσον της απόστασης ανάμεσα στις «πρωτεύουσες» των δύο αντίπαλων κυβερνήσεων, της Τρίπολης του αλ-Σάρατζ και της Βεγγάζης του Χαφτάρ, κάτι που σημαίνει πως όποιος την ελέγχει αποκτά σαφές πλεονέκτημα. Ο άλλος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι σε αυτήν καταλήγουν οι πετρελαιαγωγοί από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα της χώρας, κάτι που, με τη σειρά του, οδηγεί στο συμπέρασμα πως το αφεντικό της έχει στο χέρι τις εξαγωγές και τη σημαντικότερη πηγή εσόδων για τη Λιβύη.
Δεν αποτελεί σύμπτωση, λοιπόν, η διαπίστωση ότι εκεί έχει έχουν χαράξει και τα δύο στρατόπεδα την «κόκκινη γραμμή» τους. Ο υποστηριζόμενος από την Τουρκία στρατός του αλ-Σάρατζ έχει διαμηνύσει πως δεν θα σταματήσει τις επιχειρήσεις, εάν δεν ανακαταλάβει την πόλη, και συγκεντρώνει όσο περισσότερες μονάδες μπορεί για να την πολιορκήσει. Ο Χαφτάρ, ο οποίος την έθεσε υπό τον έλεγχό του τον περασμένο Ιανουάριο, ανασυγκροτεί εκεί τις δικές του δυνάμεις, μετά τις αλλεπάλληλές ήττες που υπέστη, και ξεκαθαρίζει πως δεν πρόκειται να την εγκαταλείψει, ποντάροντας στη στρατιωτική στήριξη που του προσφέρουν τόσο η Ρωσία –έχει μεταφέρει μαχητικά της σε κοντινές βάσεις– όσο και η Αίγυπτος, η οποία μάλιστα δεν δίστασε να απειλήσει ανοιχτά με εισβολή στη Λιβύη, εάν εκδηλωθεί επίθεση για κατάληψη της Σύρτης.
Θα τολμήσει, άραγε, ο Ερντογάν να κάνει το βήμα, το οποίο θα τον φέρει σε πόλεμο με την Αίγυπτο, ελπίζοντας έτσι να λύσει και τους λογαριασμούς που έχει μαζί της, μετά την ανατροπή του εκλεγμένου προέδρου της και ηγετικού στελέχους των Αδελφών Μουσουλμάνων, Μοχάμεντ Μόρσι, από τον στρατό του νυν πρόέδρου της, Αμπντελφατάχ αλ-Σίσι; Δύσκολα, διότι σήμερα όλα δείχνουν ότι το τακτικό πλεονέκτημα σε μια τέτοια περίπτωση ανήκει στους Αιγύπτιους — εκτός και αν πάρουν ενεργά το μέρος της Τουρκίας οι ΗΠΑ, κάτι που για την ώρα μοιάζει μάλλον απίθανο.
Ήδη, ωστόσο, πρέπει να αναγνωρίσει κανείς στον Ερντογάν ότι έχει πετύχει κάτι πολύ σημαντικό για την αστική τάξη και το κεφάλαιο της χώρας του. Μετά την κατάληψη εδάφους της Συρίας και του Ιράκ –όπου βρίσκεται σε εξέλιξη μια ακόμη τουρκική εισβολή2 που έρχονται να προστεθούν στην κατοχή της βόρειας Κύπρου, μετά τις βάσεις που έχει αποκτήσει η Τουρκία στο Μαγκρέμπ, την Αραβική Χερσόνησο και τα Βαλκάνια, έχει πλέον λόγο και για τη μισή περίπου Λιβύη —
και, κάπως έτσι, συνολικά για τη ΝΑ Μεσόγειο, όπου η τελική φάση της μοιρασιάς πλησιάζει.