Μπάμπης Συριόπουλος
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
1607, Μάιος: Ίδρυση της πρώτης μόνιμης αγγλικής κοινότητας στην Αμερική, στο Τζεημστάουν της Βιρτζίνια
1776, Ιούλιος: Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των 13 Αποικιών, έναρξη της αμερικανικής επανάστασης που οδήγησε το 1883 στην ίδρυση των ΗΠΑ.
1859, Οκτώβριος: Ήττα και σύλληψη του Τζον Μπράουν, λευκού πολέμιου της δουλείας. Εκτελείται μετά από πολύκροτη δίκη.
1865, Απρίλιος: Λήξη του εμφυλίου με νίκη της «Ένωσης» (Βορράς) ενάντια στη Συνομοσπονδία» (Νότος). Η δουλεία έχει καταργηθεί.
Δεν έφερε ο ρατσισμός τη δουλεία, αλλά η δουλεία το ρατσισμό, καθώς οι μαύροι δούλοι από την Αφρική αντικατέστησαν τους λευκούς «επί συμβάσει υπηρέτες». Το σύστημα της δουλείας στις νότιες πολιτείες με τις βαμβακοφυτείες τροφοδοτούσε τον αγγλικό καπιταλισμό με την αναπτυσσόμενη βιομηχανία. Η κατάργηση της δουλείας με το τέλος του εμφυλίου διατήρησε τη φτώχεια, την εκμετάλλευση και τις φυλετικές διακρίσεις.
Σε όλη την αποικιοκρατούμενη Αμερική, το βασικό θέμα προς επίλυση ήταν η ανάγκη να βρεθούν επαρκή εργατικά χέρια για τις φυτείες και τα ορυχεία, άνθρωποι διαθέσιμοι για την εξοντωτική εργασία που απαιτούνταν για τα θησαυροφυλάκια της ισπανικής και βρετανικής αυτοκρατορίας. Ο Μπαρτολομέο ντε Λας Κάσας, ισπανός ιερέας που συγκλονίστηκε από τις θηριωδίες κατά των ιθαγενών, πρότεινε την αντικατάστασή τους από μαύρους από την Αφρική – μια ιδέα για την οποία μετάνιωσε αργότερα. Στη Βόρεια Αμερική, όπου οι Ινδιάνοι δεν «προσφέρονταν» για καταναγκαστική εργασία, πριν ακόμα έρθουν οι μαύροι από την Αφρική υπήρχαν οι λευκοί «επί συμβάσει υπηρέτες» (indentured servants). Από τις αρχές του 17ου ως τις αρχές του 20ου αιώνα, σχεδόν τα δύο τρίτα των Ευρωπαίων μεταναστών, κυρίως Άγγλων και Γερμανών, διέσχιζαν τον Ατλαντικό με τα έξοδα πληρωμένα από κάποιο αφεντικό στην Αμερική, με αντάλλαγμα την εργασία για 5- 7 χρόνια χωρίς μισθό, αλλά για στέγη και τροφή (Το Διαλυτικό). Ο «υπηρέτης» φυλακιζόταν αν δραπέτευε από το αφεντικό του. Αυτές οι συμβάσεις όμως δεν διαρκούσαν για πάντα και τα παιδιά των «υπηρετών» ήταν σίγουρα ελεύθερα.
Η λύση βρέθηκε γρήγορα, από τους δουλέμπορους, πρώτα τους Ολλανδούς κι έπειτα τους Άγγλους. Γρήγορα το Λίβερπουλ και το Μπρίστολ έγιναν κέντρα του δουλεμπορίου και μέχρι το 1800, δέκα με δεκαπέντε εκατομμύρια μαύροι είχαν μεταφερθεί από την Αφρική ως δούλοι στην Αμερική. Πρέπει να σημειωθεί ότι όπως η ιδιότητα του δούλου δεν ανήκει στη φύση των μαύρων, έτσι και η ιδιότητα του δουλοκτήτη ή του καταπιεστή δεν ανήκει στη φύση των λευκών. Οι δούλοι που αγοράζονταν από την Αφρική ήταν αιχμάλωτοι πολέμων από αφρικανικά βασίλεια (των Όγιο, των Ασάντι, της Δαχομέης κτλ). Οι ευρωπαίοι δουλέμποροι πλήρωναν με όπλα τους αφρικανούς αρχηγούς ώστε να νικούν στους πολέμους και να φέρνουν κι άλλους δούλους. Η δουλεία συνεχίστηκε στην Αφρική και μετά το τέλος του δουλεμπορίου (στη Σιέρα Λεόνε καταργήθηκε το 1928).
Το αποτέλεσμα, όπως γράφει ο Χάουαρντ Ζιν (Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών), ήταν ότι «μαζί με τη δουλεία αναπτύχθηκε εκείνο το ιδιαίτερο ρατσιστικό συναίσθημα […] το οποίο συντρόφευε τη μειονεκτική θέση των μαύρων στην Αμερική για τα επόμενα 350 χρόνια. Ήταν εκείνος ο συνδυασμός ταξικής κατωτερότητας και μειωτικής σκέψης τον οποίο αποκαλούμε ρατσισμό». Στην αρχή, κατά τον 17ο αιώνα, στον αμερικανικό Νότο οι μαύροι δούλοι και οι λευκοί «υπηρέτες» συνεργάζονταν και έκαναν και κοινούς αγώνες (πχ δραπέτευαν μαζί) ενώ, όπως έχει γραφτεί (Ζιν), «ήταν αξιοθαύμαστα αδιάφοροι ως προς τις εξωτερικές διαφορές τους». Αντίθετα, το κράτος έκανε τα πάντα για να τους διαχωρίσει. Το 1661 θεσπίστηκε στη Βιρτζίνια ένας νόμος σύμφωνα με τον οποίο «στην περίπτωση που άγγλος “υπηρέτης” αποδράσει μαζί με νέγρους», θα πρέπει να υπηρετήσει για επιπλέον χρόνια στον αφέντη του «νέγρου» δραπέτη. Στην ίδια πολιτεία, θεσπίστηκε το 1691 η εξορία κάθε «ελεύθερου λευκού άντρα ή λευκής γυναίκας που θα παντρευτεί με νέγρο, μιγά ή Ινδιάνο, άντρα ή γυναίκα, υπόδουλο ή ελεύθερο» (τα στοιχεία επίσης από τον Ζιν).
Η δουλεία αυξήθηκε και παγιώθηκε στον αμερικανικό Νότο με την ανάπτυξη του συστήματος των φυτειών. Ο θεσμός συνεχίστηκε και μετά τον «πόλεμο της ανεξαρτησίας» και την ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής το 1783. Στη συνέχεια, οι βαμβακοφυτείες του Νότου με του μαύρους δούλους έδιναν την πρώτη ύλη για τις αγγλικές κλωστοϋφαντουργίες, τροφοδοτώντας τη «φιλελεύθερη» βιομηχανική επανάσταση στην Αγγλία. Ιδού τι έγραψε ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου: «Η βαμβακοβιομηχανία, ενώ εισήγαγε στην Αγγλία την παιδική δουλεία, έδωσε την ώθηση ώστε να μετατραπεί η παλαιότερα λίγο πολύ πατριαρχική δουλοκτητική οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών σε ένα σύστημα εμπορικής εκμετάλλευσης. Η καλυμμένη δουλεία των μισθωτών εργατών στην Ευρώπη χρειαζόταν εν γένει ως στυλοβάτη τη δουλεία “sans phrase” (στην κυριολεξία, απροκάλυπτη) στον Νέο Κόσμο».
Η συνεχιζόμενη αφύπνιση του μαύρου πληθυσμού στο Νότο, οι εξεγέρσεις και οι αποδράσεις, ο «υπόγειος σιδηρόδρομος» με τη Χάριετ Τάμπμαν (δίκτυο διαφυγής φυγάδων δούλων προς το Βορρά), η ανταρσία του Τζον Μπράουν, έδειχναν ότι η δουλεία θα έπεφτε είτε από τα πάνω είτε από τα κάτω. Εξάλλου, είχε καταστεί τροχοπέδη για την καπιταλιστική ανάπτυξη στο Βορρά. Ωστόσο, η δουλεία καταργήθηκε δειλά, άτολμα και με την παράλληλη διατήρηση – με πολλούς τρόπους, τυπικούς και άτυπους – της κατώτερης θέσης των μαύρων. Ο Αβραάμ Λίνκολν, μεσούντος του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου (1 Ιανουαρίου 1863), «απελευθέρωσε» με τη «Διακήρυξη της Χειραφέτησης» όσους δούλους βρίσκονταν στις πολιτείες του Νότου που είχαν εξεγερθεί, χωρίς να κάνει λόγο για τους δούλους του Βορρά – με άλλα λόγια, «απελευθέρωσε» τους δούλους των άλλων κι όχι τους δικούς του! Με τη νίκη της «Ένωσης» (του Βορρά) το 1865, η ιστορία της δουλείας τέλειωσε τυπικά και τη διαδέχθηκε η ιστορία των φυλετικών διακρίσεων, των ρατσιστικών εγκλημάτων και των αγώνων ενάντιά τους.
Το παρελθόν της δουλείας στοιχειώνει όχι μόνο τις ΗΠΑ, αλλά και μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως η Βρετανία.
Πριν τον αμερικανικό εμφύλιο, η δουλεία είχε γίνει θέμα παγκόσμιας συζήτησης ως ένας βάρβαρος αναχρονιστικός θεσμός (μέσα του 19ου αιώνα). Το 1853 πραγματοποιήθηκε μια συνέλευση της «Ένωσης Κυριών» του Στάφορντ της Σκοτίας, κατά της δουλείας στις ΗΠΑ, «υπό την προεδρία της δούκισσας του Σάδερλαντ» όπως έγραψε ο Μαρξ (1850 τ. Α σελ 525). Στο κείμενό του μιλάει για τη φιλανθρωπία της βρετανικής αριστοκρατίας, «που επιλέγει τα αντικείμενά της όσο το δυνατόν πιο μακριά από την πατρίδα της, κατά προτίμηση στην απέναντι παρά σ’ αυτή την όχθη του ωκεανού». Η εν λόγω δούκισσα είχε πρωταγωνιστήσει στην εκδίωξη με τη βία 15000 αγροτών από τα κτήματά της οικογένειάς της για να τα κάνει βοσκοτόπια για πρόβατα, εκτοπίζοντας τους από αιώνες κατοίκους τους σε χέρσα γη στην παραλία. Ο Μαρξ καταγράφοντας τη δημόσια συζήτηση γύρω από την εκδίωξη αυτών των αγροτών το 1820 σημείωσε το βασικό επιχείρημα ενός υπέρμαχου της κόμισσας (τότε ήταν ακόμα κόμισσα) του Σάδερλαντ. Ο κύριος Loch λοιπόν αναρωτιέται: «Γιατί θα έπρεπε αποκλειστικά γι’ αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση να γίνει μια εξαίρεση στον κανόνα που εφαρμόζεται σε κάθε άλλη περίπτωση; Γιατί θα έπρεπε η απόλυτη κυριότητα (absolute authority) του γαιοκτήμονα στη γη του να θυσιαστεί στο δημόσιο συμφέρον και σε κίνητρα που αφορούν αποκλειστικά το κοινό;». Αν είναι έτσι τα πράγματα ο Μαρξ αναρωτιέται το 1853: «Και τότε γιατί θα έπρεπε οι δουλοκτήτες στις νότιες Πολιτείες της Βορείου Αμερικής να θυσιάσουν το ατομικό συμφέρον τους στις φιλανθρωπικές γκριμάτσες της Εξοχότητάς της, της δούκισσας του Σάδερλαντ;». Ο Μαρξ κατέληξε: «Ο εχθρός της βρετανικής μισθωτής δουλείας έχει δικαίωμα να καταδικάζει τη δουλεία των μαύρων, μια δούκισσα του Σάδερλαντ, ένας δούκας του Άτχολ, ένας βαμβακομεγιστάνας του Μάντσεστερ- ποτέ!».