Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Ο καπιταλισμός μπορεί να υπερβεί την κρίση με δύο τρόπους: Ή με την εξισορρόπηση ανταγωνισμού-παγκοσμιοποίησης σε ένα κατώτερο επίπεδο συνύπαρξης και λειτουργίας της αντίθεσής τους, με κυρίαρχη την πλευρά του ανταγωνισμού, ή με μια άλλη, απευκταία «λύση», τον πυρηνικό πόλεμο, που θα αποτελέσει τον Αρμαγεδδώνα μιας νέας βαρβαρότητας.
Παγκοσμιοποίηση και ανταγωνισμός, η ενότητα των αντιθέτων
Η διεθνοποίηση –παγκοσμιοποίηση σήμερα– και ο ανταγωνισμός αποτελούν σύμφυτους και αντιτιθέμενους «νόμους» του καπιταλισμού στην εξελικτική του πορεία. Η μορφή και ο συσχετισμός τους διαμορφώνονται ανάλογα με τις εκάστοτε κρατούσες συνθήκες. Η διεθνοποίηση αναπτύσσεται δυναμικά στο στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως με οξυδέρκεια παρατηρούν οι Μαρξ και Ένγκελς από το 1848, γράφοντας το Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Προς μεγάλη λύπη των αντιδραστικών (η αστική τάξη) αφαίρεσε το εθνικό έδαφος από τα πόδια της βιομηχανίας». Στο στάδιο του ιμπεριαλισμού κορυφώνεται η διεθνοποίηση από τον ανταγωνισμό των κυρίαρχων χωρών που επιδιώκουν το προβάδισμα έναντι των ανταγωνιστών τους με την εξαγωγή όχι μόνο εμπορευμάτων και χρηματικού και παραγωγικού κεφαλαίου, αλλά και με τη δημιουργία αποικιακών αυτοκρατοριών. Ο ανταγωνισμός και η ανισόμετρη ανάπτυξη των ιμπεριαλισμών στο απόγειό τους οδηγούν σε στρατιωτικές συγκρούσεις, στον πρώτο αλλά και στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, λόγω της εξαιρετικά άνισης οικονομικής και εδαφικής κατανομής αλλά και της κρίσης του 1929-30.
Στο μεταίχμιο του 20ου αιώνα, με την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση αποκτά προβάδισμα έναντι του ανταγωνισμού, περίπου για μια εικοσαετία (1990-2010), με την ευρύτατη διεθνοποίηση της εμπορικής, παραγωγικής, τραπεζικής δραστηριότητας, με την κυριαρχία πολυεθνικών-πολυκλαδικών μονοπωλίων, με ευρύτατες καπιταλιστικές ολοκληρώσεις (Ε.Ε., NAFTA, TTIP κά) με την ίδρυση διεθνών καπιταλιστικών οργανισμών (ΔΝΤ, ΠΟΕ, Παγκόσμια Τράπεζα κά). Βέβαια, ο ανταγωνισμός δεν εξέλιπε, αφού ούτε η ανισόμετρη ανάπτυξη εξέλιπε και οδηγούσε στην όξυνση του ανταγωνισμού, όπως χαρακτηριστικά συνέβη ιδίως με τη ραγδαία άνοδο της Κίνας που διεκδικεί το προβάδισμα στην παγκόσμια οικονομία.
H πανδημία του κορονοϊού, η οποία οξύνει στο έπακρο την ύφεση και κρίση του συστήματο
Το δήθεν «τέλος της ιστορίας» με την κυριαρχία της παγκοσμιοποίησης διέψευσε η κρίση του 2008. Η όξυνση των αντιθέσεων όξυνε και τον ανταγωνισμό των ηγετικών καπιταλισμών. Πιο εκτεθειμένες αποδείχτηκαν οι ΗΠΑ που την κρίση υπερσυσσώρευσης επιχείρησαν να την υπερβούν με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και νομισματική χαλάρωση, με τη διατήρηση ταυτόχρονα μιας τεράστιας καταναλωτικής ζήτησης, με αποτέλεσμα να εκτιναχθούν στα ύψη τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Ο ανταγωνισμός των τριών μεγάλων κέντρων πήρε τη μορφή εμπορικού πολέμου με τεράστια ελλείμματα των ΗΠΑ έναντι Κίνας και Γερμανίας. Η αποσταθεροποίηση της οικονομίας με την πληθώρα πλασματικού κεφαλαίου έχει οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία σε επιβράδυνση, ενώ η παγκοσμιοποίηση αναπόφευκτα εγκλωβίζει σε αυτήν ακόμα και οικονομίες όπως η κινεζική, αφού στο υφεσιακό περιβάλλον οι εξαγωγές της περιορίζονται.
Σε αυτήν την κατάσταση εκδηλώθηκε η πανδημία του κορονοϊού, η οποία οξύνει στο έπακρο την ύφεση και κρίση του συστήματος, που είχε ήδη εκδηλωθεί και ανάγεται σε δομικές αιτίες. Προβλέπεται μια αβυσσαλέα κρίση, χειρότερη του 2008, και αυτή η εξέλιξη οδηγεί στο έπακρο τον ανταγωνισμό των κυρίαρχων ιμπεριαλισμών, με πολλαπλές επιπτώσεις. Η υπερόξυνση του ανταγωνισμού από ένα είδος «ψυχρού πολέμου» είναι υπαρκτή, κυρίως μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Ο ακραίος ανταγωνισμός και η αδίστακτη κερδοσκοπία εκτείνονται και στο θέμα του αντιικού εμβολίου και των φαρμάκων, που αποτελεί πεδίο ανταγωνισμού και στυγνής κερδοσκοπίας των ισχυρών.
Αλλά και στο περιβάλλον, οι δύο κυρίαρχες υπερδυνάμεις ρητά και άλλοι στην πράξη, αρνούνται να μειώσουν την ολέθρια εκπομπή διοξειδίου στην ατμόσφαιρα, ενώ επεξεργάζονται νέες μεθόδους εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος, παρά τις προειδοποιήσεις των ειδικών για τη σχέση που έχει με την επέλαση των ιών. Επίσης, η μείωση της ζήτησης του πετρελαίου, λόγω της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, οδηγεί σε αδυσώπητο ανταγωνισμό τους ισχυρούς παίκτες του κλάδου, χωρίς να αποκλείονται και πολεμικές αναμετρήσεις.
Παράλληλα, στην όξυνση της κρίσης ενισχύεται η τάση επαναπατρισμού πολυεθνικών ή τμημάτων τους στην εθνική βάση σε αναζήτηση κρατικής προστασίας αλλά και το σπάσιμο παραγωγικών αλυσίδων σε καίριους τομείς που αποδιαρθρώνουν την παραγωγή, με τεράστιες δυσκολίες των εθνών-κρατών να αντικαταστήσουν σε εθνικό επίπεδο μια διεθνή παραγωγική αλυσίδα. Πλήγμα δέχεται η παγκοσμιοποίηση και με την εγκατάλειψη των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων (TTP, TTIP) και η υποβάθμιση των διεθνών οργανισμών, με χαρακτηριστική την άρνηση του Τραμπ να καταβάλει τη συνδρομή των ΗΠΑ στον ΠΟΥ. Ακόμη και η ΕΕ υφίσταται τριγμούς από την άρνηση της Γερμανίας να εκδοθούν ευρωπαϊκά ομόλογα, απαιτώντας έμμεσα η χρηματοδότηση του Νότου να συνοδεύεται από νέα μνημόνια. Τέλος, στη νέα αντιδραστικότερη φάση ανταγωνισμού-παγκοσμιοποίησης θα κυριαρχήσει το κράτος έκτακτης ανάγκης και η εθνικιστική, θρησκοληπτική, ρατσιστική εκδοχή της αστικής ιδεολογίας.