Μαριάννα Τζιαντζή
Πάνω σε μια ψεύτικη σαθρή βάση, οι μαθητές της Γ΄ Λυκείου κλήθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα στις Πανελλαδικές Εξετάσεις στο μάθημα της έκθεσης να στήσουν ένα ορθολογικό οικοδόμημα.
Οι άνθρωποι διαβάζουν, θα σκεφτόταν ένας νοήμων εξωγήινος που θα επισκεπτόταν τον πλανήτη μας και θα ζούσε για λίγο ανάμεσά μας. Διαβάζουν τις επιγραφές και τις διαφημιστικές αφίσες στο δρόμο, διαβάζουν τιμές και περιγραφές προϊόντων στα σούπερ μάρκετ, διαβάζουν καταλόγους εστιατορίων, διαβάζουν οδηγίες χρήσης και συναρμολόγησης όπλων ή επίπλων, διαβάζουν στο κινητό και τον υπολογιστή τους: SMS, σχόλια, μικροαναλύσεις, σύντομα κείμενα, συνταγές μαγειρικής. Κάποιοι λίγοι –που γίνονται όλο και λιγότεροι– διαβάζουν λογοτεχνικά βιβλία. Και κάποιοι λίγοι, πολύ λίγοι ανάμεσά τους, τυχαίνει να είναι μαθητές.
Σε αυτό το δυστοπικό παρόν πέφτει στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, στο μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας και έκθεσης, το θέμα της σχέσης των μαθητών με την ανάγνωση βιβλίων και τη διαχείριση του προσωπικού χρόνου. Με βάση ένα κείμενο του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου και ένα ποίημα του Τίτου Πατρίκιου, οι μαθητές έπρεπε να καταθέσουν την «προσωπική τους εμπειρία», γράφοντας ένα κείμενο περίπου 300 λέξεων που υποτίθεται ότι θα ανέβαινε στο ιστολόγιο του σχολείου τους.
Το παιδικό βιβλίο θεωρείται απαραίτητο σαν τα συμπληρώματα διατροφής για τους ενήλικες. Οι περισσότεροι γονείς εξακολουθούν να το αγοράζουν και να το διαβάζουν μαζί με τα παιδιά τους όμως, καθώς αυτά μεγαλώνουν, το όποιο ενδιαφέρον τους για τα βιβλία φθίνει, ενώ γιγαντώνεται το ενδιαφέρον τους για το κινητό και τα διάφορα γκατζετάκια. Και για τους μαθητές του λυκείου η ανάγνωση βιβλίων δεν είναι πια παρηγοριά και απόλαυση, αλλά υποχρέωση και καταναγκασμός. Με τα βιβλία συμβαίνει ό,τι και με τις εφημερίδες που διαβάζονται όλο και από λιγότερους, όλο και από μεγαλύτερες ηλικίες.
Το δίπτυχο «γραφή και ανάγνωση» τείνει να γίνει «πληκτρολόγηση και ανάγνωση»
Όταν κανείς παρακάμπτει αυτήν την πραγματικότητα, πώς μπορεί να μιλήσει για τη σχέση των ανθρώπων με το βιβλίο; Πάνω σε μια ψεύτικη, μια σαθρή βάση, οι μαθητές κλήθηκαν να στήσουν ένα ορθολογικό οικοδόμημα, να μιλήσουν δηλαδή για τη δημιουργική σχέση τους με την ανάγνωση. Το θέμα της έκθεσης, έτσι όπως είναι διατυπωμένο, θεωρεί την εξαίρεση, δηλαδή την ανάγνωση πεζογραφίας και ποίησης, κανόνα! Και το οικοδόμημα δεν μπορεί παρά να είναι διάτρητο και υποκριτικό.
Ασφαλώς, υπάρχουν ακόμα μαθητές που διαβάζουν χωρίς χρησιμοθηρικό κίνητρο. Είτε έτυχε να αγαπήσουν από νωρίς το βιβλίο, είτε είχαν πέσει σε κάποιον εμπνευσμένο δάσκαλο, είτε (το συνηθέστερο) φοιτούν σε κάποια ιδιωτικά σχολεία της ελίτ που διαθέτουν καλά εξοπλισμένη βιβλιοθήκη, εκδίδουν μαθητικό περιοδικό και ανεβάζουν θεατρικές παραστάσεις.
Η ανάγνωση βιβλίων γίνεται άλλο ένα μέσο ταξικού διαχωρισμού. Οι κυβερνήσεις και τα καθεστωτικά ΜΜΕ εδώ και χρόνια κάνουν ό,τι μπορούν για να την κάνουν χόμπι για λίγους και όχι ανάγκη για όλους. Βιβλία, λογοτεχνικά και μη, θα διαβάζουν οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, εκείνοι που θα αποφασίζουν για τη μοίρα των πολλών. Οι υπόλοιποι θα έχουν την ελευθερία σχολιασμού της επικαιρότητας στα σόσιαλ μίντια, να ψηφιοποιούν την αγανάκτησή τους. Το δίπτυχο «γραφή και ανάγνωση» τείνει να γίνει «πληκτρολόγηση και ανάγνωση», με τους μαθητές και τους νέους να γίνονται τα κουμπάκια σε ένα τεράστιο keyboard, όπου οι κάθε λογής εξουσίες πληκτρολογούν τις συντεταγμένες της πορείας τους και επιχειρούν, με σχετικό βαθμό επιτυχίας, να την ελέγξουν. Όμως έρχονται και θα έρθουν στιγμές που τα πλήκτρα εξεγείρονται.