Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Το κράτος δεν κάνει πιο ανθρώπινο τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό
Είναι γεγονός ότι η εμβληματική αντίληψη του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, που αποθεώνει τη «αόρατη χείρα της αγοράς» ως απροσδιόριστο ρυθμιστή της οικονομίας, έχει υποστεί στη σαραντάχρονη περίπου πορεία της συντριπτικά πλήγματα σε δύο περιπτώσεις: Στη δομική κρίση του 2008 και στην κρίση του κορωνοϊού το 2020. Στην πρώτη, στις ΗΠΑ το κράτος άνοιξε τους κρουνούς του δανεισμού για να ισορροπήσει η κλυδωνιζόμενη οικονομία, ιδίως του βιομηχανικού βορρά. Στην δε ΕΕ, η ΕΚΤ με την περίφημη ποσοτική χαλάρωση (QE), έδωσε πνοή ζωής στο τραπεζικό σύστημα, που κινδύνευε να καταρρεύσει. Η έξοδος από την κρίση επιτεύχθηκε με υπερενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά και με οικονομική αφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων με λιτότητα και αυταρχισμό, που σε γενικές γραμμές συνεχίζονται και σήμερα. Κρατικοποιήσεις και ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων, προκειμένου να αυξηθεί η αγοραστική δύναμη και η ζήτηση –που αποτελούν κλασικά όπλα του ορθόδοξου κεϋνσιανισμού– δεν πραγματοποιήθηκαν. Βέβαια, και ο κεϋνσιανισμός στην ανάταξη των κερδών του κεφαλαίου και στη διαιώνιση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων αποβλέπει, αλλά στη «χρυσή τριακονταετία» (1945-1975), σε διαφορετικές συνθήκες, με το αντίπαλον δέος του υπαρκτού σοσιαλισμού, βελτίωσε το εισόδημα των λαϊκών στρωμάτων, δημιούργησε το κράτος πρόνοιας και συγκρότησε τον κρατικό τομέα της οικονομίας — που δεν ήταν βέβαια ανταγωνιστικός προς το κεφάλαιο, αλλά πολύπλευρα το υπηρετούσε.
Στην δεύτερη περίπτωση, με τον κορωνοϊό το 2020, η αποφασιστική παρέμβαση του κράτους είναι πιο επιτακτική, λόγω της απρόβλεπτης έκτασης και έκβασης της πανδημίας. Το καπιταλιστικό σύστημα, αφού υποβάθμισε εγκληματικά τον τομέα της υγείας, τώρα αναζητεί σανίδα σωτηρίας στο δημόσιο σύστημα, προσπαθώντας να καλύψει όπως όπως τα τεράστια κενά. Παράλληλα, η ανθρωπότητα αντιιμετωπίζει ένα πλέγμα εξαιρετικά επικίνδυνων κρίσεων οι οποίες αλληλοεπιδρούν: Την οικονομική κρίση, επακόλουθη του κορωνοϊού και οξύτερη κατά πολλούς αναλυτές. Την κλιματική αλλαγή, όπου το περιθώριο να υπάρξει σωτήρια παρέμβασης δεν ξεπερνά τις λίγες δεκαετίες. Το προσφυγικό, που λόγω πολέμων και περιβαλλοντικών καταστροφών τείνει να προσλάβει απειλητικές διαστάσεις. Τους πολέμους και την κλιμάκωσή τους. Τη διαρκή λιτότητα, την πιο εκτεταμένη ανεργία και ελαστική εργασία. Την «κανονικοποίηση» του κράτους έκτακτης ανάγκης.
Η οξύτητα και η έκταση αυτών των κρίσεων, καθεμιάς και στο σύνολό τους, είναι προφανές ότι μόνον από τα κράτη μπορούν να αντιμετωπιστούν. Μάλιστα, η παγκόσμια διάστασή τους απαιτεί και την παγκόσμια συνεργασία και αλληλοβοήθεια. Ο ανταγωνισμός, όμως, που έχει το προβάδισμα, παρά την πολυδιαφημισμένη παγκοσμιοποίηση, παρεμποδίζει τη συνεργασία και στα θέματα αυτά. Αλγεινή είναι η μη υπογραφή της συμφωνίας του Παρισιού για τον περιορισμό εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα από τις δύο ισχυρότερες βιομηχανικές χώρες, ΗΠΑ και Κίνα. Όπως και η προσπάθεια του Τραμπ, αντί της συνεργασίας, να αγοράσει γερμανική φαρμακοποιία που θεωρείται ιδιαίτερα προχωρημένη στην παρασκευή εμβολίου για τον κορωνοϊό…
Η θεωρία της «αόρατης χείρας της αγοράς» δέχθηκε συντριπτικό πλήγμα το 2008, κάτι που επαναλαμβάνεται και σήμερα
Στα καθ’ ημάς, η διακυβέρνηση Μητσοτάκη στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού ελάχιστα μπορεί να χαρακτηριστεί «κεϋνσιανή», με κάποια έστω στοιχεία προοδευτικότητας. Απλούστατα, το βάρος αντιμετώπισης της πανδημίας έχει ανατεθεί στον δημόσιο τομέα, αφού ο ιδιωτικός είναι προσανατολισμένος στα υψηλά και μεσαία βαλάντια. Δεν περιθάλπει ασθενείς από κορωνοϊό, μόνον τεστ πραγματοποιεί σε αλμυρή τιμή. Οι τεράστιες ελλείψεις του δημόσιου συστήματος σε νοσοκομεία, εξοπλισμό, ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, σε συνδυασμό με την ταχύτητα μετάδοσης και την επικινδυνότητα του κορωνοϊού, καθιστούν απόλυτα αναγκαία, χωρίς ιδεολογικό πρόσημο, την άμεση κρατικοποίηση των ιδιωτικών κλινικών ή τουλάχιστον την επίταξή τους. O πρωθυπουργός Μητσοτάκης δεν τόλμησε – πάλι καλά, αφού στο κυβερνητικό πρόγραμμα της ΝΔ κορυφαία θέση κατείχαν τα ΣΔΙΤ, δηλαδή, η έμμεση ιδιωτικοποίηση στο δημόσιο σύστημα υγείας. Ο δε «προοδευτικός» Τσίπρας αρκέστηκε στην απαίτηση της επίταξης των ιδιωτικών νοσοκομείων. Παράλληλα, αντί της άμεσης πρόσληψης χιλιάδων ιατρών και νοσηλευτών, έχουν προσληφθεί μερικές εκατοντάδες μόνον, αντί της γενναίας αύξησης των δαπανών για την υγεία, ο υπουργός Οικονομικών υποσχέθηκε αόριστα ότι το δημόσιο σύστημα υγείας θα χρηματοδοτηθεί με το ποσό που θα ζητήσει. Απεναντίας, η κυβέρνηση επικεντρώνει την αντιμετώπιση του ιού στην καταστολή και την επιτήρηση, με κορύφωση την απαγόρευση συγκεντρώσεων άνω των δέκα ατόμων, αλλά και την απαγόρευση κυκλοφορίας χωρίς άδεια. Δικαιολογημένα, αυτά φαίνονται περισσότερο ως αντεργατικές και αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις στρατηγικής προοπτικής και όχι ως ουσιαστικά μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας.
Ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός ασφαλώς δεν γίνεται πιο ανθρώπινος και πιο «προοδευτικός», επειδή εντατικά χρησιμοποιεί το κράτος σε προβλήματα και κρίσεις, τα οποία το κεφάλαιο ούτε συμφέρον ούτε τα κατάλληλα όργανα έχει, για να τα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Η νεοφιλελεύθερη διαχείριση παρά την αντικρατική ρητορική της, έχει οργανικά ενταγμένο το κράτος στην πολιτική της για πάγιες ή έκτακτες παρεμβάσεις, με τη συναίνεση και προς το συμφέρον του κεφαλαίου.
Για τη δυνατότητα «κεϋνσιανή» μετάλλαξης του καπιταλισμού φιλολογούν και Νεοδημοκράτες, για να προσδώσουν προοδευτικό στίγμα στην κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και οι Συριζαίοι, για να αναθερμάνουν τα ιδεολογήματα της «χρυσής τριακονταετίας» περί «ανθρώπινου και σχεδιασμένου καπιταλισμού». Φληναφήματα των απολογητών του καπιταλισμού. Καμιά μορφή διαχείρισης, ούτε ο βάρβαρος και ανορθόλογος νεοφιλελευθερισμός, ούτε ο πιο ήπιος κεϋνσιανισμός (ανέφικτος εξάλλου σήμερα, αφού η αστική τάξη επιλέγει τον νεοφιλελευθερισμό), μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν το πλέγμα των σύγχρονων κρίσεων, αφού όλες οι μορφές διαχείρισης, παρά τις διαφορές τους, υπηρετούν με το όποιο τίμημα το κεφάλαιο και όχι τον λαό.
Στην πραγματικότητα, στην κρίση του κορωνοϊού και στις επικίνδυνες επιπτώσεις του το αστικό κράτος, για να υπηρετήσει το κεφάλαιο, όχι μόνο δεν καταφεύγει σε μια κεϋνσιανή λογική – που ούτε πανάκεια ούτε επίκαιρη είναι – αλλά στην ακραία νεοφιλελεύθερη εκδοχή του «κράτους εξαίρεσης» (κατά τον Αγκάμπεν). Δηλαδή, στην καθολική υπέρβαση του αστικού κοινοβουλευτισμού, στην αναστολή της λειτουργίας του (Όρμπαν) ή στην πλήρη παράκαμψή του, με τη ρύθμιση των πάντων με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ). Αυτή η μορφή διακυβέρνησης, αν δεν ενεργοποιηθεί δυναμικά ο λαϊκός παράγοντας, με διάφορα προσχήματα, από εξαίρεση θα μετατραπεί σε κανονικότητα…