Γιώργος Μουρμούρης
Φουντώνει η αγανάκτηση στους κόλπους των εργαζομένων σε επισιτισμό και τουρισμό, την περίφημη «βαριά βιομηχανία» της χώρας, η οποία βρίσκεται σε τέλμα λόγω του κορονοϊού. Ένα τέλμα που η κυβέρνηση προσπαθεί να άρει «ταΐζοντας» το τουριστικό κεφάλαιο με κρατικό χρήμα και φθηνούς εργαζόμενους, καθώς και όσο το δυνατόν περισσότερους τουρίστες, με ό,τι κινδύνους εγκυμονεί αυτό.
Την Πέμπτη, οι εργαζόμενοι προχώρησαν σε νέα μαζική κινητοποίηση στο κέντρο της Αθήνας, μετά από κάλεσμα του Συνδικάτου Εργαζομένων Επισιτισμού-Τουρισμού-Ξενοδοχείων Αττικής στην οποία συμμετείχε και η αγωνιστική εργατική συσπείρωση Λάντζα. Αρχικά, η εκτελεστική επιτροπή του συνδικάτου συναντήθηκε με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων και την Ένωση Ξενοδόχων Αττικής, ζητώντας τους να τοποθετηθούν για το αν θα προχωρήσουν σε υπογραφή νέας σύμβασης αλλά και για το τι θα γίνει με τα μέτρα προστασίας. Έπειτα, προχώρησαν σε μαζική συγκέντρωση στο υπουργείο Εργασίας και, μόλις έγινε γνωστή η απουσία του υπουργού Γ. Βρούτση, πραγματοποίησαν πορεία προς το υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης, όπου και αντιπροσωπεία τους συναντήθηκε με τον υπουργό Χ. Θεοχάρη.
Με τα εποχικά καταλύματα της χώρας να παραμένουν κλειστά, χιλιάδες ξενοδοχοϋπάλληλοι επιβιώνουν με τα 800 ευρώ που καταβλήθηκαν στα μέσα Μαρτίου, ενώ αναμένουν άλλο ένα έκτακτο βοήθημα της τάξης των 500 ευρώ. Κυρίως, όμως, ζουν με την αβεβαιότητα του τι μέλλει γενέσθαι στις επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονταν, καθώς τα πρώτα μηνύματα είναι εξαιρετικά δυσοίωνα: Ήδη μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες που επαναλειτουργούν προχωρούσαν σε απολύσεις που αφορούν έως και το 50% του προσωπικού, ενώ χιλιάδες εργοδότες αναμένεται να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις «διευκολύνσεις» της κυβέρνησης που περιλαμβάνουν μεγάλη γκάμα αντεργατικών μέτρων, από εκ περιτροπής εργασία μέχρι κρατική επιδότηση του μισθού.
«Οι εργαζόμενοι ζούνε στην απόλυτη επισφάλεια», δηλώνει στο Πριν ο Μανώλης Καμηλάκης, μέλος της κεντρικής διοίκησης του Συνδικάτου Επισιτισμού Τουρισμού Ξενοδοχείων Αττικής και της Λάντζα, σημειώνοντας ότι οι περισσότερες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις παραμένουν κλειστές και εκτιμώντας ότι θα είναι λίγες αυτές που εν τέλει θα ανοίξουν. «Χιλιάδες εργαζόμενοι θα μείνουν χωρίς δουλειά τη φετινή σεζόν», προσθέτει, τονίζοντας ότι τα επιδόματα ανεργίας έχουν λήξει, ενώ το υπουργείο Εργασίας, το οποίο –όπως καταγγέλλει– βρίσκεται σε «ανοιχτή γραμμή» με τις ομοσπονδίες των εργοδοτών του κλάδου, ομαδοποιεί τους εργαζόμενους με τη λογική των ελάχιστων κοινών κριτηρίων, ώστε τα επιδόματα που θα καταβληθούν να είναι μειωμένα.
«Το υπουργείο παίρνει μέτρα κομμένα και ραμμένα στασυμφέροντα των μεγαλοξενοδόχων και του τουριστικού κεφαλαίου. Χρησιμοποιεί για τη στήριξή τους χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό και την ΕΕ που στην πλειοψηφία τους προέρχονται από τη φορολογία των εργαζομένων και των μικρομεσαίων. Ενώ πρόκειται για χρηματικά πακέτα, τα οποία μελλοντικά θα κληθούν να πληρώσουν ξανά οι εργαζόμενοι», προσθέτει ο Μ. Καμηλάκης.
Έως και το 50% του προσωπικού απέλυσαν μεγάλα ξενοδοχεία που επαναλειτουργούν
Αντίστοιχη είναι η εικόνα που επικρατεί και στον κλάδο του επισιτισμού. Αν και αρκετές επιχειρήσεις έχουν ανοίξει, η μαζική εστίαση εξακολουθεί να μην λειτουργεί, ενώ από τη μέχρι στιγμής εικόνα είναι σαφές ότι δεν έχει επανέλθει στις θέσεις εργασίας όλο το προσωπικό που εργαζόταν την προ κορονοϊού περίοδο, πολύ περισσότερο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα πέρσι. Στη χειρότερη κατάσταση βρίσκονται οι εργαζόμενοι που είτε εργάζονταν αδήλωτοι είτε πραγματοποιούσαν αδήλωτες υπερωρίες, καθώς δεν «φαίνονται» πουθενά και ως εκ τούτου δεν προβλέπεται κανένα βοήθημα.
Σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, πάνω από τα κεφάλια των εργαζομένων στον επισιτισμό-τουρισμό κρέμεται η δαμόκλειος σπάθη μιας νέας, εστιασμένης πιθανότατα, έξαρσης της πανδημίας του κορονοϊού, καθώς, προκειμένου να στηριχθεί η ασθμαίνουσα «βαριά βιομηχανία» της χώρας, τα υγειονομικά κριτήρια για την υποδοχή τουριστών έχουν γνωρίσει ακραία ελαστικοποίηση σε σχέση με τις αρχικές εξαγγελίες. «Τα πρωτόκολλα υγιεινής και ασφάλειας που ήδη έχουν εκδοθεί είναι για το θεαθήναι», καταγγέλλει ο Μανώλης Καμηλάκης. Γιατί μπορεί η προστατευτική μάσκα και τα γάντια στους σερβιτόρους να δίνουν μία αίσθηση τήρησης των μέτρων ασφαλείας, δεν διασφαλίζουν όμως την τήρηση οποιουδήποτε μέτρου σε χώρους όπως οι κουζίνες και τα παρασκευαστήρια, όπου οι εργαζόμενοι «δουλεύουν ο ένας πάνω στον άλλον». «Το πιο βασικό μέτρο είναι τα μαζικά τεστ στα αεροδρόμια και τους χώρους εργασίας, καθώς και η ύπαρξη γιατρών εργασίας», σημειώνει, καταλήγοντας ότι είναι βασικό να υπάρξει μέριμνα και για την υγειονομική και οικονομική κάλυψη όποιου εργαζόμενου νοσήσει.