Γιώργος Παυλόπουλος
▸ Μπροστά στο ισχυρό ανταγωνιστικό πλήγμα που δέχεται από τη νέα κρίση, το κεφάλαιο απαιτεί και η κυβέρνησή του υλοποιεί Οι εκτιμήσεις τις οποίες δημοσιοποίησε αυτή την εβδομάδα η Κομισιόν δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών για το κεφάλαιο, το αστικό πολιτικό σύστημα και την κυβέρνηση, παρά τις θριαμβολογίες του Μητσοτάκη και του επιτελείου του.
Σε αυτές τις εκτιμήσεις φαίνεται καθαρά, άλλωστε, ότι η οικονομία της Ελλάδας, λόγω της δομής της, θα δεχθεί το ισχυρότερο πλήγμα ανάμεσα στους «27» της ΕΕ από την τρέχουσα κρίση, με τη συρρίκνωση του ΑΕΠ να φτάνει στο 9,7% για το 2020. Χωρίς να είναι απίθανο –κάθε άλλο– η τελική εικόνα να είναι χειρότερη. Αν επιχειρούσαμε να περιγράψουμε αυτό που συμβαίνει με τους όρους του πασίγνωστου παιχνιδιού Monopoly, θα λέγαμε ότι μοιάζει με μια καταστροφική ζαριά η οποία φέρνει συνολικά –παρά τις σημαντικές εξαιρέσεις– τον ελληνικό καπιταλισμό πολλές θέσεις πίσω σε σύγκριση με τους εταίρους και τους ανταγωνιστές του, στερώντας του τα όποια κέρδη είχε κατοχυρώσει μετά την προηγούμενη «βουτιά» και ξεθωριάζοντας τα όνειρά του για το μεγάλο άλμα. Έτσι, το σίγουρο είναι πως δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε για καθυστερήσεις, κάτι που σημαίνει ότι οι αναγκαίες αποφάσεις από τους «πάνω» θα έχουν μακροπρόθεσμο και στρατηγικό ορίζοντα, πρέπει να ληφθούν άμεσα και η υλοποίησή τους να είναι αποφασιστική και χωρίς υποχωρήσεις, όποιο κι αν είναι το πολιτικό κόστος. Κι αυτό, με τη σειρά του, οξύνει αντικειμενικά και απότομα και την ταξική σύγκρουση, προσδίδοντάς της ανάλογα χαρακτηριστικά. Αναγκάζει δε και την απέναντι πλευρά –το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα, την οργανωμένη πρωτοπορία και τους ανένταχτους αγωνιστές– να κινηθεί με παρόμοιο τρόπο, εάν φυσικά δεν θέλει να υποστεί μια ακόμη πιο συντριπτική ήττα. Πράγματι, εφόσον επαληθευτεί η πρόβλεψη για την έκταση της φετινής ύφεσης, είναι βέβαιο, με βάση τα απλά μαθηματικά, ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον μία τριετία απλώς και μόνο για να επιστρέψει η οικονομία της χώρας στο σημείο που βρισκόταν πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι δεν θα υπάρξει δεύτερος γύρος και νέα καραντίνα και ότι το ΑΕΠ θα «τρέξει» με 7,9% το 2021 (τόσο εκτιμούν οι Βρυξέλλες) και με τουλάχιστον 3% το 2022 — συνδυασμός που είναι αντικειμενικά δύσκολο να επιτευχθεί.
Η εικόνα και οι προοπτικές επιδεινώνονται από το γεγονός ότι το πλήγμα είναι καίριο σε τομείς οι οποίοι συνδέονται με τη «ραχοκοκαλιά» του ελληνικού καπιταλισμού. Στην κατηγορία αυτή ανήκει προφανώς ο τουρισμός, στον οποίο, αμέσως ή εμμέσως, αναλογεί ποσοστό της τάξης του 25-30% του ΑΕΠ, που είναι αδύνατο να αναπληρωθεί με άλλο τρόπο. Πολύ περισσότερο, καθώς οι συνέπειες ίσως δεν περιοριστούν στη φετινή χρονιά, μιας και πολλοί μιλούν για μια συνολική και βίαιη αναδιάρθωση, την οποία θα υποστούν το μοντέλο και ο χάρτης της τουριστικής βιομηχανίας ως απόρροια της πανδημίας. Παράλληλα και σε συνδυασμό με την κρίση στην αγορά πετρελαίου, σοβαρότατες επιπτώσεις αναμένεται ότι θα υπάρξουν σε έναν ακόμη κλάδο ο οποίος, όσο κι αν δεν είναι ευρέως γνωστό, παίζει κομβικό ρόλο: Πρόκειται για τα προϊόντα διύλισης του αργού, οι εξαγωγές των οποίων έχουν αυξηθεί δυναμικά την τελευταία 20ετία, ανεβάζοντας την Ελλάδα –με αιχμή τις μονάδες Λάτση και Βαρδινογιάννη– στην 19η από την 37η θέση, ανάμεσα σε 232 χώρες. Ιδιαίτερη σημασία έχει και η αναστολή των γεωτρήσεων από τις αμερικανικές, γαλλικές και ιταλικές εταιρίες στα ελληνικά και κυπριακά «οικόπεδα», που θέτουν σε αμφισβήτηση το αφήγημα περί «Ελντοράντο κερδών» και συγκριτικού πλεονεκτήματος έναντι της Τουρκίας.
Οξύνεται αντικειμενικά και απότομα η ταξική σύγκρουση, ζωτική η ανάγκη στρατηγικών επιλογών
Όλα αυτά, μαζί με πολλά ακόμη, εξηγούν τον δραματικό και συνάμα επιτακτικό τόνο που έχουν οι παρεμβάσεις των επιχειρηματιών και των εκπροσώπων τους, όπως των ενώσεων των ξενοδόχων και του ΣΕΒ, προς την κυβέρνηση. Αιτιολογούν, επίσης, πειστικά τη βιαιότητα της επίθεσης, την οποία έχει ήδη εξαπολύσει σε όλα τα μέτωπα η κυβέρνηση και θα κλιμακώνει διαρκώς, με κεντρικό σύνθημα «όλα για το κεφάλαιο». Ερμηνεύουν, δε, πλήρως τη μηδενική ανοχή απέναντι σε οποιαδήποτε έκφραση απειθαρχίας και αντίστασης — μαζί και την απροκάλυπτη στοχοποίηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από κυβερνητικούς, (παρα)κρατικούς και μιντιακούς μηχανισμούς, όπως έγινε ξανά τις τελευταίες ημέρες. Η μεγάλη εικόνα είναι σαφής. Η κυβέρνηση επιχειρεί, κυριολεκτικά χωρίς ανάσα, να πάρει όλα τα μέτρα και να προχωρήσει σε όλες τις μεταρρυθμίσεις που απαιτεί το κεφάλαιο: Ξεπουλάει τα εναπομείναντα «ασημικά» της δημόσιας περιουσίας. Προσφέρει γη και ύδωρ στους επενδυτές. Βάζει χέρι στις παρθένες και ζωτικής σημασίας περιοχές Natura, τις θάλασσες και τα βουνά. Ολοκληρώνει το μοντέλο της πλήρους ευελιξίας και της «απασχολησιμότητας» στην αγορά εργασίας. Επιταχύνει την προσαρμογή της εκπαίδευσης, των σχολείων και των πανεπιστημίων στις ανάγκες των επιχειρήσεων. Προετοιμάζει το έδαφος για να επιβάλει μεσαίωνα και στο δημόσιο, με μειώσεις μισθών, άρση μονιμότητας και συστήματα αξιολόγησης. Ολοκληρώνει τα σχέδια για τον περιορισμό και την απαγόρευση των διαδηλώσεων. Ταυτόχρονα, οξύνει συνολικά τις ταξικές αντιθέσεις και τους φραγμούς για τα πιο αδύναμα στρώματα της κοινωνίας, αποφασισμένη να προχωρήσει με εκείνο το (όχι αμελητέο) τμήμα που είτε στρατεύεται στο πλευρό της, ή δεν βλέπει άλλη επιλογή, ή έχει παραλύσει από τον φόβο. Όσο για τους υπόλοιπους, τους περιθωριοποιεί, τους δυσφημεί και τους καταστέλλει συστηματικά — ενώ, όταν δεν τα καταφέρνει, επιστρατεύει την «Αριστερά του συστήματος», η οποία αναλαμβάνει να τους αδρανοποιήσει. Σε αυτήν την αναμέτρηση, λοιπόν, είναι φανερό πως δεν είμαστε όλοι μαζί και η σύγκρουση θα είναι αδυσώπητη. Το ζήτημα της πλειοψηφίας και της ηγεμονίας δεν έχει κριθεί ακόμη.