Γιώργος Παυλόπουλος
Πρόταση Κομισιόν
Από πολύ θετικά έως αποθεωτικά ήταν τα πρώτα σχόλια για το σχέδιο των 750 δισ. ευρώ της Κομισιόν από την πλευρά των αστικών ΜΜΕ, των αναλυτών και των περισσότερων κυβερνήσεων. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι για να πάρει σάρκα και οστά από το 2021 απαιτείται ομοφωνία των «27», η οποία δεν είναι δεδομένη — αν και το πιθανότερο είναι πως τελικώς θα υπάρξει, μιας και τα ρήγματα που είχε προκαλέσει στο «ευρωπαϊκό οικοδόμημα» η νέα κρίση και η διαχείρισή της προκαλούσαν τρόμο. Τι ισχύει, όμως, στην πραγματικότητα; Πρόκειται πράγματι για ένα «νέο Σχέδιο Μάρσαλ» για την Ευρώπη που δεν έχει προηγούμενο; Δέχθηκαν οι Βρυξέλλες και το «διευθυντήριο» να ανοίξουν τα ταμεία και να δώσουν τσάμπα χρήμα, στο πλαίσιο μιας αναδιανομής προς τους φτωχότερους; Και η Ελλάδα, που πλήττεται όσο λίγες χώρες από αυτήν την κρίση, σώζει τελικά την παρτίδα; Σε επίπεδο αριθμών, καταρχήν: Τα 750 δισ. του παραπάνω «πακέτου» αντιστοιχούν περίπου στο 3% του συνολικού ΑΕΠ των κρατών-μελών της ΕΕ. Είναι δε σαφώς λιγότερα σε σύγκριση τόσο με τα 3 τρισ. δολάρια που έχουν διαθέσει οι ΗΠΑ, με αντίστοιχο μέγεθος οικονομίας όσο και με τα σχεδόν 2 τρισ. της Ιαπωνίας, η οικονομία της οποίας είναι σαφώς μικρότερη. Δεν πρέπει, επίσης, να αθροίζονται αυθαίρετα με τον προϋπολογισμό της ΕΕ για την περίοδο 2021-27 (που όλα δείχνουν ότι θα είναι κάτι παραπάνω από 1 τρισ. ευρώ), καθώς αυτός θα υπήρχε ούτως ή άλλως και απλώς θα δεχθεί κάποιες μετατροπές στις προτεραιότητες. Όσο για την ουσία και τους στόχους του «πακέτου»: Όποιος κάνει τον κόπο να διαβάσει πίσω από τις πανηγυρικές και σε μεγάλο βαθμό παραπλανητικές δηλώσεις, θα διαπιστώσει ότι η χορήγηση των 750 δισ. –τόσο των 500 δισ. που αφορούν επιχορηγήσεις χωρίς υποχρέωση επιστροφής όσο και των 250 δισ. που θα έχουν τη μορφή δανείων και πρέπει να επιστραφούν από τα κράτη που θα τα λάβουν– συνδέεται με σαφέστατους όρους και την υποχρέωση να προωθηθούν συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις στις οικονομίες. Είναι κάτι, άλλωστε, που προέβλεπε ρητά και η πρόταση των Μέρκελ-Μακρόν και η ρελάνς των «4» του Βορρά (Ολλανδίας, Αυστρίας, Σουηδίας και Δανίας), αποδεικνύοντας –εκτός των άλλων– ότι υπήρχε εξαρχής συνεννόηση μεταξύ των δύο «στρατοπέδων». Μάλιστα, η εκταμίευση ποσών από τη νέα «δεξαμενή» εξαρτάται ευθέως από τα λεγόμενα «ευρωπαϊκά εξάμηνα», δηλαδή από τον εξαμηνιαίο έλεγχο που ασκεί η Κομισιόν στους προϋπολογισμούς των εταίρων, όπως έχει καθιερωθεί με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
▸ Προϋπόθεση ένα πανευρωπαϊκό μνημόνιο και αυστηρή επιτήρηση. Σανίδα σωτηρίας για το ελληνικό κεφάλαιο
Με άλλα λόγια, η υλοποίηση της πρότασης προϋποθέτει την ύπαρξη και εφαρμογή ενός πανευρωπαϊκού μνημονίου που θα διασφαλίσει ότι τα λεφτά θα πάνε εκεί που πρέπει: Στη συνολική ανασυγκρότηση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, ώστε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της νέας εποχής («πράσινη ανάπτυξη», ψηφιακός μετασχηματισμός κ.λπ), να γίνει πιο ανταγωνιστικό και να μπορέσει να αντεπεξέλθει στην πρόκληση του σκληρού και αδυσώπητου ανταγωνισμού του με την Κίνα, τις ΗΠΑ και άλλους, πιο «μικρούς» παίκτες. Το δε κόστος για την ανασυγκρότηση θα επωμιστούν οι λαοί της Ευρώπης, κυρίως μέσω νέων και «έξυπνων» φόρων, μιας και θα υπάρξει πλήρης αποπληρωμή του δανείου που θα λάβει η Κομισιόν από τις αγορές, στο διάστημα 2028-58 — κάτι που σημαίνει ότι οι επόμενες γενιές θα πληρώσουν τον λογαριασμό για το σχέδιο που έχει τίτλο «η ΕΕ της επόμενης γενιάς». Τέλος, όσον αφορά την Ελλάδα: Τα 32-33 δισ. ευρώ που προβλέπεται ότι θα λάβει σε βάθος 3-4 ετών ασφαλώς έχουν μεγάλο ειδικό βάρος, καθώς αντιστοιχούν στο 17% περίπου του ΑΕΠ, ποσοστό από τα μεγαλύτερα στην ΕΕ. Δικαίως, λοιπόν, το κεφάλαιο, η κυβέρνησή του και το αστικό πολιτικό σύστημα ποντάρουν πολλά σε αυτά, για να αποφύγουν μια νέα υποβάθμισή τους και, αν είναι δυνατόν, να κερδίσουν κάποιες θέσεις στον ανταγωνισμό. Για τους εργαζόμενους, τους νέους και την κοινωνική πλειοψηφία, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Όπως δείχνει, άλλωστε, η εμπειρία από τα προγράμματα που έχουν εξαγγελθεί ήδη, η μερίδα του λέοντος πηγαίνει απευθείας στις τσέπες του κεφαλαίου ή σε επενδύσεις (και ιδιωτικοποιήσεις) που αυξάνουν την κερδοφορία του, ενώ ελάχιστα καταλήγουν στους «κάτω» — και αυτά, για να χρηματοδοτήσουν τις αντιδραστικές αλλαγές, τόσο στην αγορά εργασίας όσο και σε άλλα επίπεδα.